Μολυσμένη άβυσσος
Ακόμα και τα πιο απομονωμένα οικοσυστήματα δέχονται τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας (Φωτογραφία: NOAA )
Λονδίνο
Χημικές ουσίες που έχουν απαγορευθεί από τη δεκαετία του 1970 ανιχνεύθηκαν για πρώτη φορά στον πυθμένα της Τάφρου των Μαριανών, το βαθύτερο σημείο της Γης, με τους ερευνητές να δηλώνουν έκπληκτοι από τα επίπεδα των ρυπογόνων ουσιών σε τόσο βαθιά οικοσυστήματα.Οι ερευνητές που υπογράφουν τη δημοσίευση στο Nature Ecology and Evolution εξέτασαν ιστούς θαλάσσιων οργανισμών (αμφίποδων), που είχαν συλλέξει με τη βοήθεια μη επανδρωμένων ρομποτικών οχημάτων. Δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν στην Τάφρο των Μαριανών στον Βόρειο Ειρηνικό, καθώς και στην Τάφρο του Κέρμαντεκ στον Νότιο Ειρηνικό, σε βάθη από 7.227 έως 10.250 μέτρα.
Η ανάλυση αποκάλυψε ουσίες όπως τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) και οι πολυβρωμιούχοι διφενυλεστέρες (PBDEs), δύο κατηγορίες χημικών ενώσεων που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στον 20ό αιώνα, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε είχε γίνει αντιληπτό ότι βλάπτουν την ανθρώπινη υγεία. Η απαγόρευση επισημοποιήθηκε σε διεθνές επίπεδο με τη Συμφωνία της Στοκχόλμης για τους Επίμονους Οργανικούς Ρυπαντές το 2001.
Ανάμεσα στις δεκαετίες του '30 και του '70, η συνολική παγκόσμια παραγωγή αυτών των χημικών εκτιμάται ότι έφθασε τα 1,3 εκατομμύρια τόνους. Ένα μέρος διέρρευσε στο μέσω βιομηχανικών ατυχημάτων ή διαρροών από χωματερές, ένα πρόβλημα που παραμένει δεδομένου ότι οι ουσίες αυτές δεν διασπώνται εύκολα στο περιβάλλον.
Η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι ακόμη και στην Τάφρο των Μαριανών, στα ανοικτά των ακτών της νήσου Γκουάμ, τα επίπεδα των PCBs ξεπερνούν κατά 50 φορές τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στην μολυσμένη Κίνα. Οι τάφροι των νήσων Μαριανών και των νήσων Κέρμεντεκ (κοντά στη Νέα Ζηλανδία), που απέχουν μεταξύ τους πάνω από 7.000 χιλιομέτρα, έχουν βάθος άνω των δέκα χιλιομέτρων. Ένα σημείο των Μαριανών, με βάθος 10.994 μέτρων, θεωρείται το βαθύτερο της Γης.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι εν λόγω ρύποι καταλήγουν σε τέτοια βάθη μέσω των πλαστικών σκουπιδιών που πετιούνται στις θάλασσες και μέσω των μολυσμένων νεκρών ζώων που φθάνουν στο βυθό και τα οποία μετά καταναλώνονται από άλλους θαλάσσιους οργανισμούς, εισχωρώντας έτσι στην τροφική αλυσίδα. Με τη σταδιακή συσσώρευσή τους, τα επίπεδα των συγκεκριμένων χημικών είναι πολλαπλάσια εκείνων στην επιφάνεια του πλανήτη.
Όπως δήλωσε ο Άλαν Τζέιμισον του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ, επικεφαλής της μελέτης, «συνεχίζουμε να θεωρούμε τα βάθη του ωκεανού ένα απόμακρο και παρθένο βασίλειο, ασφαλές από τις επιπτώσεις της δράσης των ανθρώπων, ωστόσο η έρευνά μας δείχνει ότι δυστυχώς αυτό απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα».
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Λονδίνο
Χημικές ουσίες που έχουν απαγορευθεί από τη δεκαετία του 1970 ανιχνεύθηκαν για πρώτη φορά στον πυθμένα της Τάφρου των Μαριανών, το βαθύτερο σημείο της Γης, με τους ερευνητές να δηλώνουν έκπληκτοι από τα επίπεδα των ρυπογόνων ουσιών σε τόσο βαθιά οικοσυστήματα.Οι ερευνητές που υπογράφουν τη δημοσίευση στο Nature Ecology and Evolution εξέτασαν ιστούς θαλάσσιων οργανισμών (αμφίποδων), που είχαν συλλέξει με τη βοήθεια μη επανδρωμένων ρομποτικών οχημάτων. Δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν στην Τάφρο των Μαριανών στον Βόρειο Ειρηνικό, καθώς και στην Τάφρο του Κέρμαντεκ στον Νότιο Ειρηνικό, σε βάθη από 7.227 έως 10.250 μέτρα.
Η ανάλυση αποκάλυψε ουσίες όπως τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) και οι πολυβρωμιούχοι διφενυλεστέρες (PBDEs), δύο κατηγορίες χημικών ενώσεων που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στον 20ό αιώνα, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε είχε γίνει αντιληπτό ότι βλάπτουν την ανθρώπινη υγεία. Η απαγόρευση επισημοποιήθηκε σε διεθνές επίπεδο με τη Συμφωνία της Στοκχόλμης για τους Επίμονους Οργανικούς Ρυπαντές το 2001.
Ανάμεσα στις δεκαετίες του '30 και του '70, η συνολική παγκόσμια παραγωγή αυτών των χημικών εκτιμάται ότι έφθασε τα 1,3 εκατομμύρια τόνους. Ένα μέρος διέρρευσε στο μέσω βιομηχανικών ατυχημάτων ή διαρροών από χωματερές, ένα πρόβλημα που παραμένει δεδομένου ότι οι ουσίες αυτές δεν διασπώνται εύκολα στο περιβάλλον.
Η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι ακόμη και στην Τάφρο των Μαριανών, στα ανοικτά των ακτών της νήσου Γκουάμ, τα επίπεδα των PCBs ξεπερνούν κατά 50 φορές τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στην μολυσμένη Κίνα. Οι τάφροι των νήσων Μαριανών και των νήσων Κέρμεντεκ (κοντά στη Νέα Ζηλανδία), που απέχουν μεταξύ τους πάνω από 7.000 χιλιομέτρα, έχουν βάθος άνω των δέκα χιλιομέτρων. Ένα σημείο των Μαριανών, με βάθος 10.994 μέτρων, θεωρείται το βαθύτερο της Γης.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι εν λόγω ρύποι καταλήγουν σε τέτοια βάθη μέσω των πλαστικών σκουπιδιών που πετιούνται στις θάλασσες και μέσω των μολυσμένων νεκρών ζώων που φθάνουν στο βυθό και τα οποία μετά καταναλώνονται από άλλους θαλάσσιους οργανισμούς, εισχωρώντας έτσι στην τροφική αλυσίδα. Με τη σταδιακή συσσώρευσή τους, τα επίπεδα των συγκεκριμένων χημικών είναι πολλαπλάσια εκείνων στην επιφάνεια του πλανήτη.
Όπως δήλωσε ο Άλαν Τζέιμισον του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ, επικεφαλής της μελέτης, «συνεχίζουμε να θεωρούμε τα βάθη του ωκεανού ένα απόμακρο και παρθένο βασίλειο, ασφαλές από τις επιπτώσεις της δράσης των ανθρώπων, ωστόσο η έρευνά μας δείχνει ότι δυστυχώς αυτό απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα».
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ