Ο Γ. Μαυρής, πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής της Public Issue μιλά στο alterthess για την κατάσταση της πολιτικής σκηνής σήμερα. Εξηγεί
τους λόγους της επιστροφής του κοινωνικού συντηρητισμού ως ακύρωση της τάσης ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας μετά την επανεκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, διακρίνοντας παράλληλα την κοινωνική προσαρμογή από την κοινωνική συναίνεση στις πολιτικές της λιτότητας. Εκτιμά, ακόμη, ότι το φαινόμενο της απαξίωσης των παραδοσιακών μορφών οργάνωσης ανοίγει το χώρο στην «αδιαμεσολάβητη» εκδήλωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας.Συνέντευξη στον Βασίλη Στόλη και την Σταυρούλα Πουλημένη
Στην τελευταία έρευνα σας τον Οκτώβριο οδηγηθήκατε στο συμπέρασμα ότι κοινωνική προσαρμογή δεν σημαίνει και κοινωνική συναίνεση. Πως εξηγείται το φαινόμενο ότι ενώ- σύμφωνα με το βαρόμετρο -ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου (47%) είναι πεπεισμένο ότι η κρίση θα διαρκέσει πάνω από μια δεκαετία και ταυτόχρονα δεν πείθεται από τις κυβερνητικές δηλώσεις ότι “η κρίση πρόκειται σύντομα να ξεπεραστεί σύντομα”, δεν βλέπουμε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και κινηματικούς αγώνες αντίστοιχους με τα πρώτα χρόνια των μνημονίων;
Στην ερώτησή σας εμπεριέχονται δύο διακριτά ζητήματα. Πρώτον, ουδέποτε η αναγνώριση ή και αποδοχή μιας ζοφερής πραγματικότητας δεν σημαίνει αυτομάτως και ύπαρξη συναίνεσης. Η συναίνεση προϋποθέτει την ύπαρξη ιδεολογικής ηγεμονίας που δεν υφίσταται. Στην πραγματικότητα, η πολιτική της λιτότητας που εφαρμόσθηκε από το 2010, όπως ακριβώς συνέβη και οπουδήποτε στον κόσμο επιβλήθηκαν παρόμοια προγράμματα, δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει την κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τη διαχειρίσθηκαν, ψηφίστηκαν από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Από την αρχή, η στάση της ελληνικής κοινής γνώμης, απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική, με μέσο όρο στην επταετία 2010-2017, 71% κατά και μόλις 20% υπέρ. Η κοινωνική απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής εξακολούθησε και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου να παραμένει συντριπτική. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι σήμερα (Οκτώβριος 2017), εξακολουθεί να καταγράφεται σε επίπεδα της τάξης του 80%.
Η διαφορά «προσαρμογής»/«συναίνεσης» αποτελεί το μάθημα ολόκληρης της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Η στρατιωτική συντριβή του τεράστιου ΕΑΜικού κινήματος της κατοχής, στον εμφύλιο πόλεμο, και η επιβολή του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης, δεν εξασφάλισε ποτέ τη συναίνεση των λαϊκών μαζών. Πρόκειται για κάτι που ο Παναγιώτης Kανελλόπουλος έχει αναγνωρίσει επιγραμματικά, λέγοντας το 1985 ότι: «η νίκη που συντελείται με τα όπλα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και ηθική νίκη· και η ήττα που οφείλεται στα όπλα δεν σημαίνει πάντοτε ηθική ήττα. Αυτό είναι ένας γενικός κανόνας».
Δεύτερον, το άλλο σκέλος της ερώτησης αφορά την ερμηνεία για την ύφεση της κοινωνικής κινητοποίησης. Ας μην ξεχνάμε, ότι η διετία 2015-2017, που ακολούθησε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί μια συγκυρία επώδυνης και τραυματικής ήττας της Αριστεράς. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας -εργαζόμενοι, άνεργοι, λαϊκά στρώματα, νεολαία- που κινητοποιήθηκε μαζικά μετά το 2010 και εναπόθεσε τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον και στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, βιώνει μετά το Δημοψήφισμα του Ιουλίου και μέχρι σήμερα ένα βαθύτατο «τραύμα». Η ψυχρολουσία του Δημοψηφίσματος, το σοκ που προκάλεσε στον κόσμο της Αριστεράς εξηγεί την πολιτική παράλυση (χωρίς συναίνεση) του αντιμνημονιακού μπλοκ και τη σημαντική υποχώρηση των κοινωνικών κινητοποιήσεων μετά από αυτό.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, είναι μεγάλο λάθος να θεωρηθεί η ύφεση της κοινωνικής κινητοποίησης «οριστική». Για παράδειγμα, μπορεί να έχει υποτιμηθεί, αλλά το μέγεθος της ευρύτατης κοινωνικής κινητοποίησης που προκλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2016, με αφορμή τις αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα και τα προβλήματα των αγροτών, ήταν -σε έκταση- αντίστοιχη της πρώτης περιόδου, αν και χρονικά περιορισμένη. (Σύμφωνα με εκτίμηση από στοιχεία του Βαρόμετρου συμμετείχαν, σε κάθε μορφής κινητοποίηση, πάνω από 2 εκ. άνθρωποι).
Επαναλαμβάνω, αυτή η υποχώρηση δεν σήμανε και την ιδεολογική ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών ή την μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης στη πολιτική της λιτότητας. Συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Όπως απέδειξε και η ραγδαία αύξηση της αποχής τον Σεπτέμβριο του 2015, η κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων, που χαρακτηρίζει εξαρχής την περίοδο των Μνημονίων, έχει επανέλθει και είναι διευρυμένη. Το νέο (μεταμνημονιακό) κομματικό σύστημα που προέκυψε δεν έχει σταθεροποιηθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε την υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων που τον ψήφισαν, διαδοχικά, στις Β2012-Ε2014-Β2015Ι-Δ2015· δεν σταθεροποίησε τη σχέση εκπροσώπησης μαζί τους. Για αυτό και με την προσχώρησή του στη μνημονιακή πολιτική, η κρίση εκπροσώπησης αναζωπυρώθηκε. Η κομματική ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ έχει επιστρέψει σήμερα στα προ του 2012 επίπεδα. Υπάρχει επομένως ένας ευρύτατος χώρος, κοινωνικά διαθέσιμες δυνάμεις, που δεν αναγνωρίζονται ούτε στα κόμματα, ούτε στα συνδικάτα. Εάν δεν υπάρξει διαφορετική προοπτική, αυτός ο χώρος πιθανά θα επιλέγει πλέον την αποχή ως πολιτική στάση.
Αν επίσης κοινωνική προσαρμογή δεν σημαίνει απαραίτητα και κοινωνική συναίνεση τότε, γιατί σύμφωνα με την δική σας έρευνα παρατηρείται μια από-ιδεολογικοποίηση των πολιτών με την “αποθέωση”, όπως λέτε, του ιδιωτικού τομέα και την αποσύνδεση της Αριστεράς και της Δεξιάς με αξίες όπως, π.χ. η διασφάλιση των δημοσίων αγαθών;
Η ιδεολογική νομιμοποίηση του «Ιδιωτικού τομέα» δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, συνιστά αντιθέτως μακροχρόνια τάση. Ωστόσο, η κοινωνική του αποδοχή που αποτυπώνεται στην έρευνα (σήμερα 74% θετικές κρίσεις, έναντι 56% το 2009) καταγράφει –μεταξύ των πολιτικών αξιών- την εντυπωσιακότερη αύξηση, +18%, μεταξύ 2009 και 2017, δηλαδή μετά από τα 8 χρόνια της μνημονιακής περιόδου. Με αυτήν την έννοια δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί, ότι η λατρεία του «Ιδιωτικού τομέα» έχει σήμερα στην Ελλάδα κυριολεκτικά απογειωθεί. Η αποθέωση του «Ιδιωτικού Τομέα» αποτυπώνει, αφενός την επικράτηση και την ιδεολογική ηγεμονία της κοινωνικής αξίας του «Ιδιωτικού» στην ελληνική μεταμνημονιακή κοινωνία και αφετέρου την απότομη «σύγκλιση των πολιτικών κομμάτων στην κορυφή», μετά το 2015 και την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η σημαντική ιδεολογική μεταβολή σχετίζεται άμεσα με το γεγονός, ότι η κυβερνώσα αριστερά έχει αποδεχθεί πλήρως τις ιδιωτικοποιήσεις, και υλοποιεί πολιτικά, ως κυβέρνηση, την περαιτέρω εκποίηση του εναπομείναντος δημοσίου τομέα και των ΔΕΚΟ.
Η πολιτική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλη, γιατί αν και αποτέλεσε τη βασική έκφραση της αριστεράς μέχρι το 2015, εγκατέλειψε την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των βασικών κοινωνικών αγαθών. Με την ιδεολογική του μετάλλαξη πρόσθεσε πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση στον νεοφιλελεύθερο αντικοινωνικό «αντικρατισμό». Θυμίζω ένα ιστορικό προηγούμενο: Αντίστοιχη μεταστροφή στις στάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στην (τότε) ΕΟΚ έχει παρατηρηθεί, ιστορικά, μετά την αλλαγή πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, το 1984. Μετά από αυτήν και εξ αιτίας της, η κοινωνική υποστήριξη προς την ΕΟΚ ενισχύθηκε σημαντικά.
Μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, το κυβερνόν κόμμα καταγράφει μια συνεχή πτωτική πορεία. Εσείς στα συμπεράσματα των ερευνών σας μιλάτε για επιστροφή της Δεξιάς και για μια 'Νέα Μεταπολίτευση' που δεν θα φέρνει όμως αριστερή σφραγίδα. Πιστεύετε ότι η καταγραφή μιας ριζοσπαστικής τάσης των πολιτών που καταγράφηκε τόσο στο δημοψήφισμα αλλά και τα προηγούμενα χρόνια με την άνοδο των κοινωνικών κινημάτων έχει χαθεί; Και αν ναι πως έχει συντελεστεί μια τόσο μεγάλη ιδεολογική μεταστροφή;
Η Μεταπολίτευση του 1974, δηλαδή η διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό, χαρακτηρίσθηκε από την πολιτική-ιδεολογική κυριαρχία της Δεξιάς και του Κ.Καραμανλή, με την Αριστερά στη γωνία, εκτός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Το αποτέλεσμα των πρώτων βουλευτικών εκλογών επισφράγισε την περιθωριοποίησή της.
Το πολιτικό πρόγραμμα του Μνημονίου αποτελεί μια ταξική στρατηγική για την ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, σε βάρος των κυριαρχούμενων τάξεων, μέσω της αναδιανομής (υφαρπαγής) των εισοδημάτων και των περιουσιών. Στόχευσε και σε μεγάλο βαθμό έχει ήδη καταφέρει να ανατρέψει τις κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων, που κερδήθηκαν στην περίοδο μετά το 1974. Επιπλέον, η διαδικασία της αποπολιτικοποίησης αποτελεί οργανικό και διακηρυγμένο τμήμα του μνημονιακού πολιτικού προγράμματος. Το 3ο Μνημόνιο (Ν.4334/16 Ιουλίου 2015, ΦΕΚ Α’80) αναφέρει ρητά ότι: «Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει (...) να θέσουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την ενίσχυση των δυνατοτήτων και την αποπολιτικοποίηση της Ελληνικής Διοίκησης». Προβλέπει την εξουδετέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (των κομμάτων και του κοινοβουλίου), που ουσιαστικά εδραιώθηκε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση και την εγκαθίδρυση της «τεχνο-πολιτικής».
Μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η κρίση της ιδεολογικής ηγεμονίας της συντηρητικής παράταξης, έναντι της αριστεράς, εξακολουθούσε να υφίσταται, δημιουργώντας ευνοϊκό έδαφος για την πολιτική συγκρότηση του αντιμνημονιακού κοινωνικού μπλοκ, που αναδείχθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης. Η αριστερά όμως απώλεσε την ιστορική ευκαιρία να εδραιώσει ηγεμονικά την παρουσία της. Η πολιτική της μετάλλαξη, μετά το Δημοψήφισμα του 2015, ακύρωσε την τάση ριζοσπαστικοποίησης που εκδηλώθηκε στην ελληνική κοινωνία, με την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος το 2012.
Οι ανατροπές της τελευταίας διετίας υπήρξαν ραγδαίες και τα αποτελέσματά τους καταλυτικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος του συντηρητισμού οφείλεται κατά βάση στην αρνητική έκβαση που είχε τελικά το πείραμα της αριστερής διαχείρισης της λιτότητας. Η εγκατάλειψη της πολιτικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων είναι που άνοιξε το δρόμο στη συντηρητική στροφή της κοινωνίας και την πολιτική επάνοδο της Δεξιάς.
Είναι επομένως διπλά άτοπο να μιλάει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ για μια «Νέα Μεταπολίτευση», δηλαδή μια δήθεν ανατροπή με αριστερό πρόσημο. Πρώτον, γιατί η ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, εις βάρος των «από κάτω», είναι ήδη πολύ μεγάλη. Δεύτερον, διότι η μνημονιακή πολιτική που παρακάμπτει το κοινοβούλιο, αποσυνθέτει περαιτέρω τα πολιτικά κόμματα και καταργεί τη δημοκρατία, συνεχίζεται με τη δική του σφραγίδα. Η απομάκρυνση από την πολιτική και την εκλογική διαδικασία, για την οποία το κυβερνών κόμμα φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, λειτουργεί όμως, ευθέως, εις βάρος της αριστεράς και προετοιμάζει την επιστροφή της δεξιάς. Το ιστορικό παράδοξο είναι ότι ένα κόμμα που επικαλείται την αριστερά, επιφορτίζεται με την εδραίωση της μεταδημοκρατίας στην Ελλάδα.
Όπως είναι γνωστό, η Μεταπολίτευση του 1974 συντελέστηκε με την Αριστερά στη γωνία. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα. Η «Νέα Μεταπολίτευση», που επαγγέλθηκε αμετροεπώς το κυβερνών κόμμα, βρίσκεται πράγματι επί θύραις. Αλλά το καθεστώς που τείνει να διαδεχθεί την Γ’ ελληνική Δημοκρατία, για άλλη μια φορά, δεν θα φέρει αριστερή σφραγίδα.
Παρατηρείται το φαινόμενο της απαξίωσης των στενά κομματικών λειτουργιών, των παραδοσιακών μορφών εκδηλώσεων (π.χ. συγκεντρώσεις) αλλά οι πολίτες δείχνουν υψηλό βαθμό κινητοποίησης σε δημοψηφισματικές διαδικασίες, όπως έδειξαν οι εκλογές του ΠΑΣΟΚ αλλά και σε κινητοποιήσεις που έχουν τη μορφή της αλληλεγγύης σε συμπολίτες που έχουν ανάγκη, πρόσφυγες κτλ, δηλαδή σε συνθήκες με μικρότερη διαμεσολάβηση και μεγαλύτερη αίσθηση συμμετοχής. Εκτιμάτε ότι μπορεί να προκύψουν νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης που θα κυριαρχήσουν στο πολιτικό πεδίο στο άμεσο μέλλον;
Η υπαρκτή κρίση εκπροσώπησης, που ανέφερα και η νεοφιλελεύθερη αποδόμηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που προωθείται, με την ουσιαστική κατάργηση της πολιτικής όπως την έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα, ανοίγει, αντικειμενικά, χώρο στην «αδιαμεσολάβητη» εκδήλωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και την αναζήτηση νέων μορφών για την οργανωτική αποκρυστάλλωσή της.
Λόγω της απαξίωσης και της παρακμής των πολιτικών κομμάτων, η απόρριψη της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ, μέσω δημοψηφισμάτων, τείνει να αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Τόσο η πρωτοφανής κινητοποίηση στο Δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όσο και οι καταλήψεις των Πλατειών, που προηγήθηκαν, αποτελούν ήδη νέες και πρωτόγνωρες μορφές κινητοποιήσεων. Για τη μεγάλη πολιτική σημασία του δημοψηφίσματος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ελληνικό ποσοστό απόρριψης, μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 (61,5%) είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ εννέα απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2008. Από την πλευρά της κοινωνικής συμμετοχής, το ελληνικό δημοψήφισμα αποτέλεσε κορυφαία δημοκρατική «στιγμή». (Σύμφωνα με τον ορισμό του Colin Crouch στη Μεταδημοκρατία, 2006, 61-2). Ανεξάρτητα από την -εκ των υστέρων- ακύρωση της πρωτοφανούς δυναμικής του, το δημοψήφισμα προκάλεσε μια «στιγμιαία δημοκρατική ρωγμή», στο πολιτικό οικοδόμημα της μεταδημοκρατικής Ελλάδας, δηλαδή στην κατεδάφιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που προωθεί το μνημονιακό πρόγραμμα, στο επίπεδο της πολιτικής και των θεσμών. Αποτέλεσε την αφορμή για την απρόσκλητη και απρόσμενη είσοδο (εισβολή) του λαϊκού παράγοντα στην πολιτική σκηνή, που όποτε συμβαίνει, ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα με την αυτόνομη πολιτική του δράση και παράγει «κατάλληλα πολιτικά αποτελέσματα» (Πουλαντζάς).
Οι εκλογές για τον αρχηγό της Κεντροαριστεράς, ως μορφή κινητοποίησης, έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Είναι και αυτές «νέου τύπου» εκλογές. Αλλά η εκλογή «αρχηγού», χωρίς την ύπαρξη κόμματος και πολιτικού προγράμματος αποτελεί σίγουρα καινοτομία, μεταδημοκρατικού χαρακτήρα όμως. Θεμελιώνει, επίσημα, την κατάργηση των μαζικών κομμάτων, όπως τα γνωρίσαμε στην μεταπολεμική περίοδο και στην Ελλάδα, με υστέρηση, στη δεκαετία του ’80. Πρόκειται για μια τάση περαιτέρω προσωποποίησης και «προεδροποίησης» της πολιτικής, ενίσχυσης του ρόλου του αρχηγού εις βάρος της μαζικής βάσης.
Οι μορφές οργάνωσης που προκύπτουν «από τα κάτω», κατά τη διάρκεια κινηματικών δράσεων ή κινητοποιήσεων αλληλεγγύης είναι σαφώς διαφορετικού χαρακτήρα. Στην μεταπολιτευτική περίοδο, έχει συσσωρευτεί διαχρονικά μια πλούσια εμπειρία τέτοιων μορφών, η οποία αξίζει να μελετηθεί. Οι επιτροπές αυτοοργάνωσης του ΠΑΣΟΚ το 1974, τα εργοστασιακά σωματεία της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, οι επιτροπές για το στρατό, οι φοιτητικές καταλήψεις από το ’79 και μετά, τα στέκια νεολαίας, πιο πρόσφατα οι καταλήψεις σπιτιών, είναι μερικές από αυτές. Σε κάθε εποχή αναδεικνύονται, αυθόρμητα, αυθεντικές μορφές κοινωνικής αυτοοργάνωσης, που είναι και πρωτότυπες και αδύνατον εκ των προτέρων να προβλεφθούν. Το σημαντικό είναι πάντοτε η έγκαιρη αναγνώρισή τους, ο σεβασμός της αυτονομίας τους, η υπεράσπισή τους, η πολιτικοποίησή τους, ο συντονισμός τους και η γενίκευση της πείρας τους.
Στην τελευταία έρευνα σας τον Οκτώβριο οδηγηθήκατε στο συμπέρασμα ότι κοινωνική προσαρμογή δεν σημαίνει και κοινωνική συναίνεση. Πως εξηγείται το φαινόμενο ότι ενώ- σύμφωνα με το βαρόμετρο -ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου (47%) είναι πεπεισμένο ότι η κρίση θα διαρκέσει πάνω από μια δεκαετία και ταυτόχρονα δεν πείθεται από τις κυβερνητικές δηλώσεις ότι “η κρίση πρόκειται σύντομα να ξεπεραστεί σύντομα”, δεν βλέπουμε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και κινηματικούς αγώνες αντίστοιχους με τα πρώτα χρόνια των μνημονίων;
Στην ερώτησή σας εμπεριέχονται δύο διακριτά ζητήματα. Πρώτον, ουδέποτε η αναγνώριση ή και αποδοχή μιας ζοφερής πραγματικότητας δεν σημαίνει αυτομάτως και ύπαρξη συναίνεσης. Η συναίνεση προϋποθέτει την ύπαρξη ιδεολογικής ηγεμονίας που δεν υφίσταται. Στην πραγματικότητα, η πολιτική της λιτότητας που εφαρμόσθηκε από το 2010, όπως ακριβώς συνέβη και οπουδήποτε στον κόσμο επιβλήθηκαν παρόμοια προγράμματα, δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει την κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τη διαχειρίσθηκαν, ψηφίστηκαν από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Από την αρχή, η στάση της ελληνικής κοινής γνώμης, απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική, με μέσο όρο στην επταετία 2010-2017, 71% κατά και μόλις 20% υπέρ. Η κοινωνική απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής εξακολούθησε και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου να παραμένει συντριπτική. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι σήμερα (Οκτώβριος 2017), εξακολουθεί να καταγράφεται σε επίπεδα της τάξης του 80%.
Η διαφορά «προσαρμογής»/«συναίνεσης» αποτελεί το μάθημα ολόκληρης της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Η στρατιωτική συντριβή του τεράστιου ΕΑΜικού κινήματος της κατοχής, στον εμφύλιο πόλεμο, και η επιβολή του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης, δεν εξασφάλισε ποτέ τη συναίνεση των λαϊκών μαζών. Πρόκειται για κάτι που ο Παναγιώτης Kανελλόπουλος έχει αναγνωρίσει επιγραμματικά, λέγοντας το 1985 ότι: «η νίκη που συντελείται με τα όπλα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και ηθική νίκη· και η ήττα που οφείλεται στα όπλα δεν σημαίνει πάντοτε ηθική ήττα. Αυτό είναι ένας γενικός κανόνας».
Δεύτερον, το άλλο σκέλος της ερώτησης αφορά την ερμηνεία για την ύφεση της κοινωνικής κινητοποίησης. Ας μην ξεχνάμε, ότι η διετία 2015-2017, που ακολούθησε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί μια συγκυρία επώδυνης και τραυματικής ήττας της Αριστεράς. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας -εργαζόμενοι, άνεργοι, λαϊκά στρώματα, νεολαία- που κινητοποιήθηκε μαζικά μετά το 2010 και εναπόθεσε τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον και στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, βιώνει μετά το Δημοψήφισμα του Ιουλίου και μέχρι σήμερα ένα βαθύτατο «τραύμα». Η ψυχρολουσία του Δημοψηφίσματος, το σοκ που προκάλεσε στον κόσμο της Αριστεράς εξηγεί την πολιτική παράλυση (χωρίς συναίνεση) του αντιμνημονιακού μπλοκ και τη σημαντική υποχώρηση των κοινωνικών κινητοποιήσεων μετά από αυτό.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, είναι μεγάλο λάθος να θεωρηθεί η ύφεση της κοινωνικής κινητοποίησης «οριστική». Για παράδειγμα, μπορεί να έχει υποτιμηθεί, αλλά το μέγεθος της ευρύτατης κοινωνικής κινητοποίησης που προκλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2016, με αφορμή τις αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα και τα προβλήματα των αγροτών, ήταν -σε έκταση- αντίστοιχη της πρώτης περιόδου, αν και χρονικά περιορισμένη. (Σύμφωνα με εκτίμηση από στοιχεία του Βαρόμετρου συμμετείχαν, σε κάθε μορφής κινητοποίηση, πάνω από 2 εκ. άνθρωποι).
Επαναλαμβάνω, αυτή η υποχώρηση δεν σήμανε και την ιδεολογική ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών ή την μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης στη πολιτική της λιτότητας. Συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Όπως απέδειξε και η ραγδαία αύξηση της αποχής τον Σεπτέμβριο του 2015, η κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων, που χαρακτηρίζει εξαρχής την περίοδο των Μνημονίων, έχει επανέλθει και είναι διευρυμένη. Το νέο (μεταμνημονιακό) κομματικό σύστημα που προέκυψε δεν έχει σταθεροποιηθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε την υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων που τον ψήφισαν, διαδοχικά, στις Β2012-Ε2014-Β2015Ι-Δ2015· δεν σταθεροποίησε τη σχέση εκπροσώπησης μαζί τους. Για αυτό και με την προσχώρησή του στη μνημονιακή πολιτική, η κρίση εκπροσώπησης αναζωπυρώθηκε. Η κομματική ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ έχει επιστρέψει σήμερα στα προ του 2012 επίπεδα. Υπάρχει επομένως ένας ευρύτατος χώρος, κοινωνικά διαθέσιμες δυνάμεις, που δεν αναγνωρίζονται ούτε στα κόμματα, ούτε στα συνδικάτα. Εάν δεν υπάρξει διαφορετική προοπτική, αυτός ο χώρος πιθανά θα επιλέγει πλέον την αποχή ως πολιτική στάση.
Αν επίσης κοινωνική προσαρμογή δεν σημαίνει απαραίτητα και κοινωνική συναίνεση τότε, γιατί σύμφωνα με την δική σας έρευνα παρατηρείται μια από-ιδεολογικοποίηση των πολιτών με την “αποθέωση”, όπως λέτε, του ιδιωτικού τομέα και την αποσύνδεση της Αριστεράς και της Δεξιάς με αξίες όπως, π.χ. η διασφάλιση των δημοσίων αγαθών;
Η ιδεολογική νομιμοποίηση του «Ιδιωτικού τομέα» δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, συνιστά αντιθέτως μακροχρόνια τάση. Ωστόσο, η κοινωνική του αποδοχή που αποτυπώνεται στην έρευνα (σήμερα 74% θετικές κρίσεις, έναντι 56% το 2009) καταγράφει –μεταξύ των πολιτικών αξιών- την εντυπωσιακότερη αύξηση, +18%, μεταξύ 2009 και 2017, δηλαδή μετά από τα 8 χρόνια της μνημονιακής περιόδου. Με αυτήν την έννοια δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί, ότι η λατρεία του «Ιδιωτικού τομέα» έχει σήμερα στην Ελλάδα κυριολεκτικά απογειωθεί. Η αποθέωση του «Ιδιωτικού Τομέα» αποτυπώνει, αφενός την επικράτηση και την ιδεολογική ηγεμονία της κοινωνικής αξίας του «Ιδιωτικού» στην ελληνική μεταμνημονιακή κοινωνία και αφετέρου την απότομη «σύγκλιση των πολιτικών κομμάτων στην κορυφή», μετά το 2015 και την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η σημαντική ιδεολογική μεταβολή σχετίζεται άμεσα με το γεγονός, ότι η κυβερνώσα αριστερά έχει αποδεχθεί πλήρως τις ιδιωτικοποιήσεις, και υλοποιεί πολιτικά, ως κυβέρνηση, την περαιτέρω εκποίηση του εναπομείναντος δημοσίου τομέα και των ΔΕΚΟ.
Η πολιτική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλη, γιατί αν και αποτέλεσε τη βασική έκφραση της αριστεράς μέχρι το 2015, εγκατέλειψε την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των βασικών κοινωνικών αγαθών. Με την ιδεολογική του μετάλλαξη πρόσθεσε πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση στον νεοφιλελεύθερο αντικοινωνικό «αντικρατισμό». Θυμίζω ένα ιστορικό προηγούμενο: Αντίστοιχη μεταστροφή στις στάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στην (τότε) ΕΟΚ έχει παρατηρηθεί, ιστορικά, μετά την αλλαγή πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, το 1984. Μετά από αυτήν και εξ αιτίας της, η κοινωνική υποστήριξη προς την ΕΟΚ ενισχύθηκε σημαντικά.
Μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, το κυβερνόν κόμμα καταγράφει μια συνεχή πτωτική πορεία. Εσείς στα συμπεράσματα των ερευνών σας μιλάτε για επιστροφή της Δεξιάς και για μια 'Νέα Μεταπολίτευση' που δεν θα φέρνει όμως αριστερή σφραγίδα. Πιστεύετε ότι η καταγραφή μιας ριζοσπαστικής τάσης των πολιτών που καταγράφηκε τόσο στο δημοψήφισμα αλλά και τα προηγούμενα χρόνια με την άνοδο των κοινωνικών κινημάτων έχει χαθεί; Και αν ναι πως έχει συντελεστεί μια τόσο μεγάλη ιδεολογική μεταστροφή;
Η Μεταπολίτευση του 1974, δηλαδή η διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό, χαρακτηρίσθηκε από την πολιτική-ιδεολογική κυριαρχία της Δεξιάς και του Κ.Καραμανλή, με την Αριστερά στη γωνία, εκτός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Το αποτέλεσμα των πρώτων βουλευτικών εκλογών επισφράγισε την περιθωριοποίησή της.
Το πολιτικό πρόγραμμα του Μνημονίου αποτελεί μια ταξική στρατηγική για την ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, σε βάρος των κυριαρχούμενων τάξεων, μέσω της αναδιανομής (υφαρπαγής) των εισοδημάτων και των περιουσιών. Στόχευσε και σε μεγάλο βαθμό έχει ήδη καταφέρει να ανατρέψει τις κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων, που κερδήθηκαν στην περίοδο μετά το 1974. Επιπλέον, η διαδικασία της αποπολιτικοποίησης αποτελεί οργανικό και διακηρυγμένο τμήμα του μνημονιακού πολιτικού προγράμματος. Το 3ο Μνημόνιο (Ν.4334/16 Ιουλίου 2015, ΦΕΚ Α’80) αναφέρει ρητά ότι: «Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει (...) να θέσουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την ενίσχυση των δυνατοτήτων και την αποπολιτικοποίηση της Ελληνικής Διοίκησης». Προβλέπει την εξουδετέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (των κομμάτων και του κοινοβουλίου), που ουσιαστικά εδραιώθηκε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση και την εγκαθίδρυση της «τεχνο-πολιτικής».
Μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η κρίση της ιδεολογικής ηγεμονίας της συντηρητικής παράταξης, έναντι της αριστεράς, εξακολουθούσε να υφίσταται, δημιουργώντας ευνοϊκό έδαφος για την πολιτική συγκρότηση του αντιμνημονιακού κοινωνικού μπλοκ, που αναδείχθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης. Η αριστερά όμως απώλεσε την ιστορική ευκαιρία να εδραιώσει ηγεμονικά την παρουσία της. Η πολιτική της μετάλλαξη, μετά το Δημοψήφισμα του 2015, ακύρωσε την τάση ριζοσπαστικοποίησης που εκδηλώθηκε στην ελληνική κοινωνία, με την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος το 2012.
Οι ανατροπές της τελευταίας διετίας υπήρξαν ραγδαίες και τα αποτελέσματά τους καταλυτικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος του συντηρητισμού οφείλεται κατά βάση στην αρνητική έκβαση που είχε τελικά το πείραμα της αριστερής διαχείρισης της λιτότητας. Η εγκατάλειψη της πολιτικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων είναι που άνοιξε το δρόμο στη συντηρητική στροφή της κοινωνίας και την πολιτική επάνοδο της Δεξιάς.
Είναι επομένως διπλά άτοπο να μιλάει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ για μια «Νέα Μεταπολίτευση», δηλαδή μια δήθεν ανατροπή με αριστερό πρόσημο. Πρώτον, γιατί η ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, εις βάρος των «από κάτω», είναι ήδη πολύ μεγάλη. Δεύτερον, διότι η μνημονιακή πολιτική που παρακάμπτει το κοινοβούλιο, αποσυνθέτει περαιτέρω τα πολιτικά κόμματα και καταργεί τη δημοκρατία, συνεχίζεται με τη δική του σφραγίδα. Η απομάκρυνση από την πολιτική και την εκλογική διαδικασία, για την οποία το κυβερνών κόμμα φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, λειτουργεί όμως, ευθέως, εις βάρος της αριστεράς και προετοιμάζει την επιστροφή της δεξιάς. Το ιστορικό παράδοξο είναι ότι ένα κόμμα που επικαλείται την αριστερά, επιφορτίζεται με την εδραίωση της μεταδημοκρατίας στην Ελλάδα.
Όπως είναι γνωστό, η Μεταπολίτευση του 1974 συντελέστηκε με την Αριστερά στη γωνία. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα. Η «Νέα Μεταπολίτευση», που επαγγέλθηκε αμετροεπώς το κυβερνών κόμμα, βρίσκεται πράγματι επί θύραις. Αλλά το καθεστώς που τείνει να διαδεχθεί την Γ’ ελληνική Δημοκρατία, για άλλη μια φορά, δεν θα φέρει αριστερή σφραγίδα.
Παρατηρείται το φαινόμενο της απαξίωσης των στενά κομματικών λειτουργιών, των παραδοσιακών μορφών εκδηλώσεων (π.χ. συγκεντρώσεις) αλλά οι πολίτες δείχνουν υψηλό βαθμό κινητοποίησης σε δημοψηφισματικές διαδικασίες, όπως έδειξαν οι εκλογές του ΠΑΣΟΚ αλλά και σε κινητοποιήσεις που έχουν τη μορφή της αλληλεγγύης σε συμπολίτες που έχουν ανάγκη, πρόσφυγες κτλ, δηλαδή σε συνθήκες με μικρότερη διαμεσολάβηση και μεγαλύτερη αίσθηση συμμετοχής. Εκτιμάτε ότι μπορεί να προκύψουν νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης που θα κυριαρχήσουν στο πολιτικό πεδίο στο άμεσο μέλλον;
Η υπαρκτή κρίση εκπροσώπησης, που ανέφερα και η νεοφιλελεύθερη αποδόμηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που προωθείται, με την ουσιαστική κατάργηση της πολιτικής όπως την έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα, ανοίγει, αντικειμενικά, χώρο στην «αδιαμεσολάβητη» εκδήλωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και την αναζήτηση νέων μορφών για την οργανωτική αποκρυστάλλωσή της.
Λόγω της απαξίωσης και της παρακμής των πολιτικών κομμάτων, η απόρριψη της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ, μέσω δημοψηφισμάτων, τείνει να αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Τόσο η πρωτοφανής κινητοποίηση στο Δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όσο και οι καταλήψεις των Πλατειών, που προηγήθηκαν, αποτελούν ήδη νέες και πρωτόγνωρες μορφές κινητοποιήσεων. Για τη μεγάλη πολιτική σημασία του δημοψηφίσματος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ελληνικό ποσοστό απόρριψης, μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 (61,5%) είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ εννέα απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2008. Από την πλευρά της κοινωνικής συμμετοχής, το ελληνικό δημοψήφισμα αποτέλεσε κορυφαία δημοκρατική «στιγμή». (Σύμφωνα με τον ορισμό του Colin Crouch στη Μεταδημοκρατία, 2006, 61-2). Ανεξάρτητα από την -εκ των υστέρων- ακύρωση της πρωτοφανούς δυναμικής του, το δημοψήφισμα προκάλεσε μια «στιγμιαία δημοκρατική ρωγμή», στο πολιτικό οικοδόμημα της μεταδημοκρατικής Ελλάδας, δηλαδή στην κατεδάφιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που προωθεί το μνημονιακό πρόγραμμα, στο επίπεδο της πολιτικής και των θεσμών. Αποτέλεσε την αφορμή για την απρόσκλητη και απρόσμενη είσοδο (εισβολή) του λαϊκού παράγοντα στην πολιτική σκηνή, που όποτε συμβαίνει, ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα με την αυτόνομη πολιτική του δράση και παράγει «κατάλληλα πολιτικά αποτελέσματα» (Πουλαντζάς).
Οι εκλογές για τον αρχηγό της Κεντροαριστεράς, ως μορφή κινητοποίησης, έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Είναι και αυτές «νέου τύπου» εκλογές. Αλλά η εκλογή «αρχηγού», χωρίς την ύπαρξη κόμματος και πολιτικού προγράμματος αποτελεί σίγουρα καινοτομία, μεταδημοκρατικού χαρακτήρα όμως. Θεμελιώνει, επίσημα, την κατάργηση των μαζικών κομμάτων, όπως τα γνωρίσαμε στην μεταπολεμική περίοδο και στην Ελλάδα, με υστέρηση, στη δεκαετία του ’80. Πρόκειται για μια τάση περαιτέρω προσωποποίησης και «προεδροποίησης» της πολιτικής, ενίσχυσης του ρόλου του αρχηγού εις βάρος της μαζικής βάσης.
Οι μορφές οργάνωσης που προκύπτουν «από τα κάτω», κατά τη διάρκεια κινηματικών δράσεων ή κινητοποιήσεων αλληλεγγύης είναι σαφώς διαφορετικού χαρακτήρα. Στην μεταπολιτευτική περίοδο, έχει συσσωρευτεί διαχρονικά μια πλούσια εμπειρία τέτοιων μορφών, η οποία αξίζει να μελετηθεί. Οι επιτροπές αυτοοργάνωσης του ΠΑΣΟΚ το 1974, τα εργοστασιακά σωματεία της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, οι επιτροπές για το στρατό, οι φοιτητικές καταλήψεις από το ’79 και μετά, τα στέκια νεολαίας, πιο πρόσφατα οι καταλήψεις σπιτιών, είναι μερικές από αυτές. Σε κάθε εποχή αναδεικνύονται, αυθόρμητα, αυθεντικές μορφές κοινωνικής αυτοοργάνωσης, που είναι και πρωτότυπες και αδύνατον εκ των προτέρων να προβλεφθούν. Το σημαντικό είναι πάντοτε η έγκαιρη αναγνώρισή τους, ο σεβασμός της αυτονομίας τους, η υπεράσπισή τους, η πολιτικοποίησή τους, ο συντονισμός τους και η γενίκευση της πείρας τους.
http://www.alterthess.gr/content/g-mayris-i-metallaxi-toy-syriza-akyrose-tin-tasi-rizospastikopoiisis-poy-ekdilothike-stin