Κώστας Δουζίνας
Ας εξετάσουμε την απόφαση με τη νηφαλιότητα που απαιτεί η νομική θεωρία. Ηταν σωστή ή αντικείμενο πολιτικο-ιδεολογικής μεροληψίας; Ηταν η διοικητική πράξη που εξέδωσε η κυβέρνηση για τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών συνταγματικά ορθή ή αντισυνταγματική εκτροπή; Και στα δύο ερωτήματα η απάντηση είναι και ναι και όχι.
Η προχθεσινή απόφαση του ΣτΕ αντιμετωπίστηκε από αντιπολίτευση και καθεστωτικά ΜΜΕ ως μάννα εξ ουρανού. Ενας πρώην πανεπιστημιακός κατηγόρησε την κυβέρνηση γιατί «καταλύει το Σύνταγμα» και είναι «θεσμικά χυδαία, αυταρχικά πεισματική και πολιτικά αυτοκτονική».
Η αμετροέπεια, η ρητορική υπερβολή και ο πληθωρισμός ύβρεων παραπέμπουν σε προσωπική ματαίωση παρά σε πολιτική ή επιστημονική ανάλυση.
Ενας δημοσιογράφος και μια βουλευτίνα παρομοίωσαν την πρωτοβουλία της κυβέρνησης με το ολοκαύτωμα των Εβραίων δείχνοντας ότι δεν υπάρχει σημείο ισορροπίας μεταξύ ιεροσυλίας, μίσους και βλακείας.
Οσοι κατηγορούν τους ασκούντες κριτική στην απόφαση (κάνουν ότι) δεν ξέρουν ότι η νομική δογματική ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την κριτική των δικαστικών αποφάσεων για αστοχία, ασυνέπεια ή άγνοια της νομολογίας.
Αν ανοίξετε οποιοδήποτε αμερικανικό ή αγγλικό νομικό περιοδικό θα βρείτε άρθρα για δικαστικές αποφάσεις που κάνουν τον πρόσφατο σχολιασμό του ΣτΕ να είναι εκκλησιαστικό κήρυγμα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν την απόφαση με τη νηφαλιότητα που απαιτεί η νομική θεωρία. Ηταν σωστή ή αντικείμενο πολιτικο-ιδεολογικής μεροληψίας; Ηταν η διοικητική πράξη που εξέδωσε η κυβέρνηση για τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών συνταγματικά ορθή ή αντισυνταγματική εκτροπή; Και στα δύο ερωτήματα η απάντηση είναι και ναι και όχι.
«Το Σύνταγμα είναι ό,τι πει το Ανώτατο Δικαστήριο» (σ’ εμάς το ΣτΕ), έγραψε ο Ολιβερ Γουέντελ Χολμς, ο μεγαλύτερος Αμερικανός δικαστής του 20ού αιώνα. Η αποφθεγματική δήλωση βοηθά να καταλάβουμε τι έγινε προχθές.
Το κείμενο του Συντάγματος, συνήθως μια σειρά από γενικές διατάξεις, δεν μπορεί να προβλέψει τις εκατοντάδες των «δύσκολων» και αμφιλεγόμενων υποθέσεων και αντιδικιών που θα αποφασιστούν σύμφωνα με μία ή δύο απ’ αυτές.
Επειδή λοιπόν οι συνταγματικές διατάξεις δεν έρχονται με λεπτομερείς οδηγίες χρήσεως στο κουτί τους, πρέπει πρώτα να ερμηνευτούν για να εφαρμοστούν.
Αλλά ερμηνεία δεν σημαίνει την ανάσυρση του ενός ορθού νοήματος που βρίσκεται κρυμμένο στη διάταξη και περιμένει την αποκάλυψή του.
Οι περισσότερες διαφωνίες για τη συνταγματικότητα του νόμου ή για την εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες αλλά εξίσου εύλογες νομικά και πολιτικά ερμηνείες.
Νομική επιχειρηματολογία και ιδεολογία
Ας πάρουμε για παράδειγμα το «δικαίωμα στη ζωή», με το οποίο ξεκινάνε τα περισσότερα Συντάγματα και συνθήκες για δικαιώματα.
Η διατύπωση δεν απαντά σε κανένα από τα σοβαρά προβλήματα που θα κριθούν βάσει της διάταξης. Δεν λέει τίποτε για το αν είναι νόμιμη ή όχι η έκτρωση (το μεγαλύτερο πρόβλημα για το Αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο, που πρώτο δημιούργησε για τον εαυτό του την εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων), η θανατική ποινή και η ευθανασία ή αν το δικαίωμα στη ζωή περιλαμβάνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για επιβίωση, όπως τροφή, στέγη, περίθαλψη.
Η επίκληση του δικαιώματος στη ζωή ή η γραμματική ερμηνεία της διάταξης αποτελεί την έναρξη και όχι το κλείσιμο της αντιπαράθεσης για το νόημά της.
Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο όταν η αντιδικία είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες διατάξεις ή δικαιώματα.
Η κρίσιμη αντιπαράθεση, για παράδειγμα, ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, που έχει αποκτήσει τόση σημασία μετά τα πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα, δεν μπορεί να λυθεί από τους δικαστές βάσει μιας γραμματικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων.
Οι σκεπτόμενοι δικαστές πρέπει να αποφασίσουν (και όχι να ερμηνεύσουν τυπικά) χρησιμοποιώντας μια γενική πολιτική ή ηθική θεώρηση για το πώς (πρέπει να) λειτουργεί μια δημοκρατική κοινωνία και πόσο (επιτρέπεται να) περιορίζει τις ελευθερίες για να προστατεύσει τους πολίτες.
Στο σημείο αυτό ιδεολογικές, πολιτικές ή ηθικές πεποιθήσεις μπαίνουν αναπόφευκτα στον χώρο της επιχειρηματολογίας.
Η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών είναι άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στην αρμοδιότητα του ΕΣΡ.
Τι γίνεται όμως αν δεν υπάρχει νόμιμα στελεχωμένο ΕΣΡ και δεν υπάρχει πιθανότητα να στελεχωθεί στο μέλλον για να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, μια και η αντιπολίτευση, της οποίας απαιτείται η ψήφος στη Διάσκεψη Προέδρων της Βουλής, δεν συναινεί;
Ως μέλος της Διάσκεψης είδα τη ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση του ΕΣΡ με την αλλαγή της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας. Το όργανο που εξουσιοδοτείται να αδειοδοτήσει την τηλεόραση δεν υπάρχει.
Σύνταγμα και ανομία
Εχουμε δηλαδή μια περίεργη κατάσταση «ανομίας» που τόσο λάβρα κατήγγελλαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η αντιπολίτευση δηλώνει ότι αντιτίθεται σε νόμο του κράτους (δικαίωμά της βέβαια).
Αντί να βγει στον δρόμο να τον ανατρέψει, χρησιμοποιεί τη σπάνια σύμπτωση ότι απαιτείται η συναίνεσή της για τη στελέχωση του ΕΣΡ και τη λειτουργία του νόμου και τον κάνει ανενεργό. Δηλώνει δηλαδή ότι θα ακυρώνει στην πράξη οποιονδήποτε νόμο δεν της αρέσει. Δεν υπάρχει ισχυρότερη μορφή ανομίας.
Η κυβέρνηση, από την άλλη, είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίσει ότι σημαντικές κρατικές λειτουργίες ασκούνται κανονικά και δεν διακόπτονται.
Ο αρμόδιος υπουργός είναι δυνάμει υπόλογος για απιστία ή παράβαση καθήκοντος αν δεν εξασφαλίζει την ασφαλή και συνεχή λειτουργία τους.
Το ΣτΕ αντιμετωπίζει λοιπόν μια χαρακτηριστικά «δύσκολη» υπόθεση. Δύο συνταγματικής ισχύος διατάξεις οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα. Οπως στις περισσότερες ανάλογες υποθέσεις, οι δύο πλευρές έχουν εξίσου ισχυρά νομικά επιχειρήματα. Το ένα υιοθέτησαν 14 δικαστές, το άλλο 11.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι 14 είναι καλύτεροι νομικοί ή ότι η άποψή τους αποτελεί «αυθεντική» ερμηνεία του Συντάγματος.
Σημαίνει απλά ότι η αντισυνταγματικότητα της διάταξης επιλέχτηκε από τρεις δικαστές παραπάνω. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μία ορθή και γενικά αποδεκτή λύση του προβλήματος, επικρατεί η πλειοψηφία.
Δεν μπορώ βέβαια να κρίνω, ούτε με ενδιαφέρει, αν υπήρξαν πιέσεις στους δικαστές. Αυτό που ξέρουμε θεωρητικά είναι ότι όταν αφαιρούμε μια αρμοδιότητα από τους πολιτικούς και την παραχωρούμε στους νομικούς (με την κατά κανόνα ομοιογενή στάση τους), η τύχη της εξαρτάται από τις ιδεολογικές, πολιτικές και ηθικές τους απόψεις που βρίσκονται ερμητικά κρυμμένες στην ψήφο τους.
Το δίκαιο της ανάγκης
Γι’ αυτό όλα τα νομικά συστήματα έχουν δημιουργήσει μια ασφαλιστική δικλίδα που επιτρέπει στους δικαστές να αρνηθούν το «δηλητηριασμένο ποτήρι» αρνούμενοι να αναμειχθούν σε υποθέσεις με έντονες αντιθέσεις. Η πολιτική και όχι τα δικαστήρια είναι το κατάλληλο φόρουμ για την επίλυσή τους. Στην Αμερική αυτή η δικλίδα ονομάζεται Political Questions, στη Βρετανία Royal Prerogative, στην Ευρώπη «δίκαιο της ανάγκης».
Το ΣτΕ έκρινε ότι το πρώτο Μνημόνιο ήταν συνταγματικό παρά τα ισχυρά επιχειρήματα εναντίον του επειδή η οικονομική κρίση το έκανε αναγκαίο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η πολιτική απόφαση κυβέρνησης και Βουλής γίνεται νομικά δεκτή.
Προχθές η νομική ανοχή της ανάγκης δεν επαναλήφθηκε. Το Σύνταγμα είναι ό,τι είπε το ΣτΕ αλλά, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές απόψεις των δικαστών, η απόφαση αυτή είναι πολιτικά μονομερής. Αλλά θα επιστρέψουμε στη σχέση Συντάγματος, πολιτικής και Δίκαιου στα επόμενα.
Η προχθεσινή απόφαση του ΣτΕ αντιμετωπίστηκε από αντιπολίτευση και καθεστωτικά ΜΜΕ ως μάννα εξ ουρανού. Ενας πρώην πανεπιστημιακός κατηγόρησε την κυβέρνηση γιατί «καταλύει το Σύνταγμα» και είναι «θεσμικά χυδαία, αυταρχικά πεισματική και πολιτικά αυτοκτονική».
Η αμετροέπεια, η ρητορική υπερβολή και ο πληθωρισμός ύβρεων παραπέμπουν σε προσωπική ματαίωση παρά σε πολιτική ή επιστημονική ανάλυση.
Ενας δημοσιογράφος και μια βουλευτίνα παρομοίωσαν την πρωτοβουλία της κυβέρνησης με το ολοκαύτωμα των Εβραίων δείχνοντας ότι δεν υπάρχει σημείο ισορροπίας μεταξύ ιεροσυλίας, μίσους και βλακείας.
Οσοι κατηγορούν τους ασκούντες κριτική στην απόφαση (κάνουν ότι) δεν ξέρουν ότι η νομική δογματική ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την κριτική των δικαστικών αποφάσεων για αστοχία, ασυνέπεια ή άγνοια της νομολογίας.
Αν ανοίξετε οποιοδήποτε αμερικανικό ή αγγλικό νομικό περιοδικό θα βρείτε άρθρα για δικαστικές αποφάσεις που κάνουν τον πρόσφατο σχολιασμό του ΣτΕ να είναι εκκλησιαστικό κήρυγμα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν την απόφαση με τη νηφαλιότητα που απαιτεί η νομική θεωρία. Ηταν σωστή ή αντικείμενο πολιτικο-ιδεολογικής μεροληψίας; Ηταν η διοικητική πράξη που εξέδωσε η κυβέρνηση για τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών συνταγματικά ορθή ή αντισυνταγματική εκτροπή; Και στα δύο ερωτήματα η απάντηση είναι και ναι και όχι.
«Το Σύνταγμα είναι ό,τι πει το Ανώτατο Δικαστήριο» (σ’ εμάς το ΣτΕ), έγραψε ο Ολιβερ Γουέντελ Χολμς, ο μεγαλύτερος Αμερικανός δικαστής του 20ού αιώνα. Η αποφθεγματική δήλωση βοηθά να καταλάβουμε τι έγινε προχθές.
Το κείμενο του Συντάγματος, συνήθως μια σειρά από γενικές διατάξεις, δεν μπορεί να προβλέψει τις εκατοντάδες των «δύσκολων» και αμφιλεγόμενων υποθέσεων και αντιδικιών που θα αποφασιστούν σύμφωνα με μία ή δύο απ’ αυτές.
Επειδή λοιπόν οι συνταγματικές διατάξεις δεν έρχονται με λεπτομερείς οδηγίες χρήσεως στο κουτί τους, πρέπει πρώτα να ερμηνευτούν για να εφαρμοστούν.
Αλλά ερμηνεία δεν σημαίνει την ανάσυρση του ενός ορθού νοήματος που βρίσκεται κρυμμένο στη διάταξη και περιμένει την αποκάλυψή του.
Οι περισσότερες διαφωνίες για τη συνταγματικότητα του νόμου ή για την εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες αλλά εξίσου εύλογες νομικά και πολιτικά ερμηνείες.
Νομική επιχειρηματολογία και ιδεολογία
Ας πάρουμε για παράδειγμα το «δικαίωμα στη ζωή», με το οποίο ξεκινάνε τα περισσότερα Συντάγματα και συνθήκες για δικαιώματα.
Η διατύπωση δεν απαντά σε κανένα από τα σοβαρά προβλήματα που θα κριθούν βάσει της διάταξης. Δεν λέει τίποτε για το αν είναι νόμιμη ή όχι η έκτρωση (το μεγαλύτερο πρόβλημα για το Αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο, που πρώτο δημιούργησε για τον εαυτό του την εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων), η θανατική ποινή και η ευθανασία ή αν το δικαίωμα στη ζωή περιλαμβάνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για επιβίωση, όπως τροφή, στέγη, περίθαλψη.
Η επίκληση του δικαιώματος στη ζωή ή η γραμματική ερμηνεία της διάταξης αποτελεί την έναρξη και όχι το κλείσιμο της αντιπαράθεσης για το νόημά της.
Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο όταν η αντιδικία είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες διατάξεις ή δικαιώματα.
Η κρίσιμη αντιπαράθεση, για παράδειγμα, ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, που έχει αποκτήσει τόση σημασία μετά τα πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα, δεν μπορεί να λυθεί από τους δικαστές βάσει μιας γραμματικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων.
Οι σκεπτόμενοι δικαστές πρέπει να αποφασίσουν (και όχι να ερμηνεύσουν τυπικά) χρησιμοποιώντας μια γενική πολιτική ή ηθική θεώρηση για το πώς (πρέπει να) λειτουργεί μια δημοκρατική κοινωνία και πόσο (επιτρέπεται να) περιορίζει τις ελευθερίες για να προστατεύσει τους πολίτες.
Στο σημείο αυτό ιδεολογικές, πολιτικές ή ηθικές πεποιθήσεις μπαίνουν αναπόφευκτα στον χώρο της επιχειρηματολογίας.
Η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών είναι άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στην αρμοδιότητα του ΕΣΡ.
Τι γίνεται όμως αν δεν υπάρχει νόμιμα στελεχωμένο ΕΣΡ και δεν υπάρχει πιθανότητα να στελεχωθεί στο μέλλον για να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, μια και η αντιπολίτευση, της οποίας απαιτείται η ψήφος στη Διάσκεψη Προέδρων της Βουλής, δεν συναινεί;
Ως μέλος της Διάσκεψης είδα τη ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση του ΕΣΡ με την αλλαγή της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας. Το όργανο που εξουσιοδοτείται να αδειοδοτήσει την τηλεόραση δεν υπάρχει.
Σύνταγμα και ανομία
Εχουμε δηλαδή μια περίεργη κατάσταση «ανομίας» που τόσο λάβρα κατήγγελλαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η αντιπολίτευση δηλώνει ότι αντιτίθεται σε νόμο του κράτους (δικαίωμά της βέβαια).
Αντί να βγει στον δρόμο να τον ανατρέψει, χρησιμοποιεί τη σπάνια σύμπτωση ότι απαιτείται η συναίνεσή της για τη στελέχωση του ΕΣΡ και τη λειτουργία του νόμου και τον κάνει ανενεργό. Δηλώνει δηλαδή ότι θα ακυρώνει στην πράξη οποιονδήποτε νόμο δεν της αρέσει. Δεν υπάρχει ισχυρότερη μορφή ανομίας.
Η κυβέρνηση, από την άλλη, είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίσει ότι σημαντικές κρατικές λειτουργίες ασκούνται κανονικά και δεν διακόπτονται.
Ο αρμόδιος υπουργός είναι δυνάμει υπόλογος για απιστία ή παράβαση καθήκοντος αν δεν εξασφαλίζει την ασφαλή και συνεχή λειτουργία τους.
Το ΣτΕ αντιμετωπίζει λοιπόν μια χαρακτηριστικά «δύσκολη» υπόθεση. Δύο συνταγματικής ισχύος διατάξεις οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα. Οπως στις περισσότερες ανάλογες υποθέσεις, οι δύο πλευρές έχουν εξίσου ισχυρά νομικά επιχειρήματα. Το ένα υιοθέτησαν 14 δικαστές, το άλλο 11.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι 14 είναι καλύτεροι νομικοί ή ότι η άποψή τους αποτελεί «αυθεντική» ερμηνεία του Συντάγματος.
Σημαίνει απλά ότι η αντισυνταγματικότητα της διάταξης επιλέχτηκε από τρεις δικαστές παραπάνω. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μία ορθή και γενικά αποδεκτή λύση του προβλήματος, επικρατεί η πλειοψηφία.
Δεν μπορώ βέβαια να κρίνω, ούτε με ενδιαφέρει, αν υπήρξαν πιέσεις στους δικαστές. Αυτό που ξέρουμε θεωρητικά είναι ότι όταν αφαιρούμε μια αρμοδιότητα από τους πολιτικούς και την παραχωρούμε στους νομικούς (με την κατά κανόνα ομοιογενή στάση τους), η τύχη της εξαρτάται από τις ιδεολογικές, πολιτικές και ηθικές τους απόψεις που βρίσκονται ερμητικά κρυμμένες στην ψήφο τους.
Το δίκαιο της ανάγκης
Γι’ αυτό όλα τα νομικά συστήματα έχουν δημιουργήσει μια ασφαλιστική δικλίδα που επιτρέπει στους δικαστές να αρνηθούν το «δηλητηριασμένο ποτήρι» αρνούμενοι να αναμειχθούν σε υποθέσεις με έντονες αντιθέσεις. Η πολιτική και όχι τα δικαστήρια είναι το κατάλληλο φόρουμ για την επίλυσή τους. Στην Αμερική αυτή η δικλίδα ονομάζεται Political Questions, στη Βρετανία Royal Prerogative, στην Ευρώπη «δίκαιο της ανάγκης».
Το ΣτΕ έκρινε ότι το πρώτο Μνημόνιο ήταν συνταγματικό παρά τα ισχυρά επιχειρήματα εναντίον του επειδή η οικονομική κρίση το έκανε αναγκαίο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η πολιτική απόφαση κυβέρνησης και Βουλής γίνεται νομικά δεκτή.
Προχθές η νομική ανοχή της ανάγκης δεν επαναλήφθηκε. Το Σύνταγμα είναι ό,τι είπε το ΣτΕ αλλά, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές απόψεις των δικαστών, η απόφαση αυτή είναι πολιτικά μονομερής. Αλλά θα επιστρέψουμε στη σχέση Συντάγματος, πολιτικής και Δίκαιου στα επόμενα.