Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Διάσπαση και απόσπαση. του Δημήτρη Σεβαστάκη


Διασπάστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και επομένως παύει η σύγχυση γραμμών. Γίνονται οι εκλογές με πολιτικά ευκρινέστερους όρους και σχηματισμένες πολιτικές επικράτειες. Σύμφωνοι. Και; Λύνεται τίποτα; Κοινωνικός πολυκερματισμός, διοικητικό χάος και φυσικά δομικό οικονομικό πρόβλημα. Όλα παραμένουν και αναπτύσσονται. Η δε μετεξέλιξη αυτού του συλλογισμού μπορεί να είναι: Δεν μπορεί μια πολυδιασπασμένη ταξικά, εργασιακά, θεσμικά και πολιτιστικά κοινωνία να εγκιβωτιστεί μέσα σε συμπαγή κόμματα ή τουλάχιστον μέσα στα υπάρχοντα μορφοποιημένα κόμματα και τις παγιώσεις τους.
Η κοινωνική πολυδιαίρεση δεν «παραγγέλνει» τσιμεντένια, παλαιά κόμματα. Οι νέες, απροσδόκητες και μεγάλες ταξικές αποκλίνουσες, τα ταξικά και θεωρησιακά υβρίδια, δεν μπορούν να εξημερωθούν είτε πίσω από μια αφηρημένη ελπίδα είτε πίσω από έναν ευρύ λαϊκό πλουτισμό -όπως παλαιότερα. Δεν μπορούν δηλαδή να κλειστούν και να κρυφτούν πίσω από αυτά τα στοιχεία που μέχρι σήμερα έχουν αποτελέσει τη μαγιά των περισσοτέρων κομμάτων. Κομματικός ακαδημαϊσμός, στερεότυπα και φορμόλες.

Ούτε μικροαστικές ούτε φαντασιακές ωσμώσεις λοιπόν. Άλλου είδους κόμματα, άλλου είδους αγάπες. Η κρίση, όπως την εσωτερικεύει η (ευαίσθητη και αδέξια) Αριστερά, δεν εκφράζει μια απλή ιδεολογική διχοτομία, αλλά μια ιδεολογική, πολιτική και προσληπτική πολυεστιακότητα: πόλοι, πρόσωπα, αναφορές, εμμονές, συναισθήματα κ.λπ. συγκροτούν μια γενική, αφηρημένη αντίρρηση προς την κυβέρνηση, προς τα προφίλ, προς τη συμφωνία, προς τη μνημονιακή ήττα, προς κάθε διαμορφωμένη αναφορά, πρόσωπο, τσιτάτο, κείμενο.

Σπανίως (για την περίπτωση της Αριστεράς) κάθε ιδεολογικά δομημένη κατεύθυνση καταλήγει σε επεξεργασμένη πολιτική και πρακτική επιτέλεση. Όμως, έχει εντοπιστεί, πια, από τη εμπειρία μας: Μια απλή αντίρρηση ή διαφωνία ή θέση, χωρίς πολιτικά αλλά κυρίως επιχειρησιακά και πρακτικά συνεπαγόμενα, χωρίς επινόηση της φόρμας πραγματοποίησης, είναι αυτό που ξέρουμε χρόνια τώρα απ' την εμπειρία μας στην Αριστερά: απέραντη ρητορική (και μέσω αυτής, αναβολή).

Αν ξεπεράσει κανείς τη γενική παραδοχή ότι (π.χ.) οι πρόσφυγες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους ανθρωπιστικούς όρους, τις διεθνείς νομικές παραδοχές, αλλά κυρίως με ένα αίσθημα βαθιάς, υποσυνείδητης, συλλογικής αγάπης, θα πρέπει να απαντήσει και στο πώς λύνει το επισιτιστικό πρόβλημά τους, τα προβλήματα υγιεινής, σκίασης, στέγασης κ.λπ. Δηλαδή πολιτική με καλογραμμένο ιδεολογικό υποκείμενο, χωρίς λύση πρακτική και εφαρμόσιμη, γίνεται τελικά αντιδραστική, ανεξαρτήτως της «προοδευτικότητας» των επικλήσεων που μεταχειρίζεται. Αυτή τη θεμελιακή αδυναμία της Αριστεράς αποκαλύπτει κάθε μικρό ή μεγάλο καθημερινό πρόβλημα που ορθώνεται.

Αλλά το θέμα μου δεν είναι τόσο το ατελέσφορο και «χασογκόλικο» της καλής μας παράταξης, όσο το γεγονός ενός καρκινώδους πολιτικού εγωισμού που μας εμποδίζει να το δούμε. Ενός εγωισμού που βάζει πάνω απ' το πραγματικό τον τρόπο με τον οποίο έχουμε εγγραφεί σ' αυτό που νομίζουμε ως πραγματικό. Το κάτοπτρο και το είδωλο ως μόνη έγκυρη υποστασιοποίηση του πραγματικού. Μπορείς, βέβαια, να ζήσεις -γριά με μωβ περούκα- θεωρώντας ότι υποκαθιστάς το θάλλος, αλλά επιτέλους ξεκόλλα (καλή μου Αριστερά).

Ο χώρος πρέπει να δοθεί σ' αυτούς που ανήκει. Στους νέους. Σ αυτή την απελπισμένη και ορφανή πεδιάδα. Τους πιτσιρικάδες που δεν ελπίζουν τίποτα, που προ-γηράσκουν και που οι γραφειοκρατίες κομμάτων, σωλήνων και θεσμικών πτωμάτων πετούν στην άκρη του δρόμου. Η παραγωγική ανασυγκρότηση, «συντροφάκια», το κόμμα νέου τύπου, το αντιμνημόνιο ή ο πραγματισμός, η συνέπεια, θέλει και θυσιαστική υποχώρηση.

Αφήστε αυτούς που μπορούν τον τρυγητό (τους νέους εννοώ) και σχολιάστε ως οπισθοφυλακή στην ξερολιθιά (στο πλάι της παραγωγής και της πράξης, εννοώ). Είμαστε δυστυχισμένοι, αλλά ας δουλέψουμε. Οι μεν υποχωρώντας απ' τα «εγώ», οι δε προχωρώντας τον τόπο μας. Άνισο, καίριο, επείγον, οδυνηρό.

http://www.avgi.gr/