Το ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων
Όλοι θυμούνται την περίφημη φράση που είπε ο Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ, πρωθυπουργός της κυβέρνησης των Εργατικών το 1931 στην καρδιά της άλλης μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης: «Πίστευα ότι το χειρότερο ήταν να βρισκόμαστε στην αντιπολίτευση χωρίς να μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Τώρα συνειδητοποιώ ότι είναι ακόμη χειρότερο να βρίσκεσαι στην κυβέρνηση και πάλι να μην μπορείς να ασκείς εξουσία». Πιθανόν λίγοι θυμούνται αυτό που συνέβη μετά, όταν ο ΜακΝτόναλντ αποφάσισε να αποκοπεί από το κόμμα του εφόσον δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του και να προωθήσει μια κακή κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Όλοι θυμούνται την περίφημη φράση που είπε ο Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ, πρωθυπουργός της κυβέρνησης των Εργατικών το 1931 στην καρδιά της άλλης μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης: «Πίστευα ότι το χειρότερο ήταν να βρισκόμαστε στην αντιπολίτευση χωρίς να μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Τώρα συνειδητοποιώ ότι είναι ακόμη χειρότερο να βρίσκεσαι στην κυβέρνηση και πάλι να μην μπορείς να ασκείς εξουσία». Πιθανόν λίγοι θυμούνται αυτό που συνέβη μετά, όταν ο ΜακΝτόναλντ αποφάσισε να αποκοπεί από το κόμμα του εφόσον δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του και να προωθήσει μια κακή κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Ε, λοιπόν, στη θλιβερή βραδιά που όλοι περάσαμε παρακολουθώντας από τις τηλεοράσεις μας αυτά που συνέβαιναν στην Αθήνα, στην πλατεία Συντάγματος και μέσα στο Κοινοβούλιο, πήραμε, τουλάχιστον πολλοί από μας, μια βαθιά ανάσα ανακούφισης: όχι μόνο ο Τσίπρας δεν είναι σαν τον Ράμσεϊ -το γνωρίζαμε και από πριν, παρ' όλο που κι αυτός ένιωσε μιαν ανάλογη αίσθηση αδυναμίας- αλλά αυτό που μετράει ακόμη περισσότερο είναι ότι δεν υπήρξε ρήξη με το κόμμα του. Τόσο οι 39 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν εναντίον του Μνημονίου όσο και τα 109 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής που εναντιώθηκαν δήλωσαν ότι αυτό δεν συνιστά δήλωση δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση. Αυτό είναι απόδειξη της ωριμότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν αυτή η ενότητα αντέξει και στις επόμενες δυσκολότατες εβδομάδες που μας έρχονται, ίσως αποφευχθούν τα χειρότερα.
Η επιλογή της Αθήνας μπρος σε έναν θρασύ εκβιασμό, που ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς, ήταν πολύ δύσκολη και είναι κατανοητό ότι ξεσήκωσε τόσο έντονες, δραματικές καταστάσεις. Ο Τσίπρας, όπως γνωρίζουμε, αρνήθηκε την έξοδο από την Ευρωζώνη και επέλεξε να σηκώσει το ρίσκο μιας λεόντειας συμφωνίας που του επιβλήθηκε για να κερδίσει χρόνο και να διατηρήσει την παραμονή της κυβέρνησης, δύο παράγοντες που βοηθούν να αντιμετωπιστεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση, ευκολότερη όμως από την κατάσταση που θα είχε δημιουργηθεί εάν οι τράπεζες παρέμεναν κλειστές, χωρίς ρευστότητα, εάν δεν μπορούσαν να πληρωθούν οι μισθοί, εάν δεν μπορούσαν να κινηθούν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, εάν πάγωναν οι εισαγωγές σε μια χώρα που αδυνατεί να αγοράσει ακόμη και καύσιμα για τις μηχανές της. Κατάσταση δύσκολη και επικίνδυνη: όταν μια κρίση έχει γίνει τόσο βαριά, μπορούν να συμβούν τα πάντα, τόσο εκ μέρους του αντιπάλου, όσο και -μας το δείχνει η Ιστορία- ενδίδοντας σε αυταρχικές προκλήσεις προκειμένου να τεθούν υπό έλεγχο οι αναπόφευκτες διαμαρτυρίες.
Τώρα, αν δεν υπάρξουν διασπάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, θα σταθεί δυνατό να παραχθεί έργο για να μειωθούν στο ελάχιστο και πάντως για να κατανεμηθούν πιο δίκαια τα βάρη από τα μέτρα που επιβλήθηκαν. Αυτό μπορεί να συμβεί και εάν επιπλέον υπολογιστεί η μεγάλη σύγχυση που επικρατεί στο πεδίο των «θεσμών» της Ε.Ε., που δεν είναι παντοδύναμοι, αλλά αποτελούν μια ηγεσία όλο και πιο αντιφατική και ολοένα λιγότερο αξιόπιστη. Φτάνει να σκεφτούμε το ευχάριστο γεγονός της απόσυρσης του ΔΝΤ, το οποίο, αφού συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με την περιβόητη κυρία Λαγκάρντ, τώρα λέει ότι η συμφωνία είναι γελοία, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να πραγματοποιηθεί, γιατί η Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει ένα χρέος που μετά τις ευλογίες των κυρίων των Βρυξελλών, πέρασε από το 127% του ΑΕΠ στην αρχή της κρίσης στο σημερινό 176% και στο 200% στο άμεσο μέλλον. Από τα 82 δισ. που τώρα δόθηκαν στην Ελλάδα, θα πάει στην πραγματική οικονομία μόνο το 35%. Το υπόλοιπο θα δοθεί για να ξεπληρωθούν τα ήδη υπάρχοντα χρέη και να χρηματοδοτηθούν οι τράπεζες, όπως έγινε εξάλλου και το 2010, όταν από τα 226,7 δισ. πήγε στην πραγματική οικονομία μόλις το 11,7%.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι σε αυτή την υπόθεση και στο πολιτικό επίπεδο η ευρωπαϊκή ηγεσία τα πήγε πάρα πολύ άσχημα. Στη Γερμανία φτάνει να ξεφυλλίσει κανείς τις πιο έγκυρες εφημερίδες για να καταλάβει πόσο αυστηρά κριτικάρεται η κυβέρνησή τους: «Η γερμανική κυβέρνηση κατέστρεψε μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο τη διπλωματία επτά δεκαετιών» έγραψε ο "Spiegel" και η εγκυρότατη "Suddeutsche Zeitunng" είχε τον τίτλο «Η κυρία Μέρκελ, ο νέος εχθρός της Ευρώπης». Επίσης, αυτές τις τελευταίες εβδομάδες πολλαπλασιάστηκαν οι φωνές, πολλές μάλιστα θεσμικές, αυτών που μιλούν υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε.
Ο Τσίπρας αντιθέτως αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τη μάχη. Θα μπορούσε να είχε αποφασίσει να αποχωρήσει και να υποκύψει σε όσους συμβούλευαν να ξεκινήσει τον δρόμο της πολυδιάσπασης, που στην πραγματικότητα θα άφηνε ακόμη πιο αδύναμες μπρος στην παγκόσμια οικονομία τις μεμονωμένες χώρες. Πιθανόν, για να πετύχουμε μια διαφορετική Ευρώπη, ίσως χρειαστεί να καταφύγουμε ακόμη και σε μια τέτοια επιλογή, είναι όμως παράλογο να σκεφτόμαστε ότι θα έδινε περισσότερη δύναμη στην Αθήνα, αλλά και σε όλους εμάς, εάν η Ελλάδα, η πιο αδύναμη, ξεκινούσε μονάχη αυτό τον δρόμο. Το Grexit σήμερα θα κατέληγε να γίνει μόνο η θλιβερή ιστορία μιας μικρής περιθωριακής χώρας, δηλαδή η νίκη του Σόιμπλε.
Θα ήταν διαφορετικό αν αμφισβητούσε την Ευρωζώνη μια ισχυρότερη συμμαχία, τουλάχιστον από τις χώρες της Μεσογείου, στη βάση ενός σαφούς σχεδίου αγώνα και αμφίπλευρης αλληλεγγύης. Αυτό το μέτωπο δεν υπάρχει σήμερα και εμείς οι Ιταλοί πρέπει να ντρεπόμαστε για το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός μας, που θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα σε αυτή την κατάσταση, έχωσε έντρομος το κεφάλι κάτω από το έδαφος. Οφείλουμε να φτιάξουμε και εμείς ένα plan Β, όχι όμως μόνο για την Ελλάδα.
Επιστρέφει στο προσκήνιο η περίφημη αντίληψη για τον «συσχετισμό των δυνάμεων», ένας όρος που φαίνεται πως έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο της Αριστεράς, έτσι που μερικοί παρουσιάζουν τα τεκταινόμενα στην Αθήνα εντός του παμπάλαιου διλήμματος μεταρρυθμίσεις ή επανάσταση. Σαν να μπορούσε να ισχύσει αυτό που γράφει ο Blokupy στην εφημερίδα "Neues Deutschland" -καθώς επιμένει στην παραδοσιακή τάση των Γερμανών να ανακαλούν τη θεωρία- να παραλληλίσουμε την Ελλάδα με τη Ρωσία πριν έναν αιώνα, ως τον αδύναμο κρίκο του καπιταλισμού, από όπου θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε. Εξάλλου, όταν ο Λένιν είπε αυτή τη φράση, δεν ήξερε ότι η γερμανική επανάσταση επρόκειτο να ηττηθεί στη συνέχεια.
Σήμερα πάντως γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ούτε μυρωδιά από μια επαναστατική διαδικασία που θα ήταν σε θέση να υποστηρίξει στην Ευρώπη την ενδεχόμενη ρήξη της Ελλάδας. Δεν είναι επαναστατική ενέργεια να χτυπά κανείς σε κάθε περίπτωση το κεφάλι στον τοίχο δίχως να κάνει την εκτίμηση αν θα σπάσει το κεφάλι ή αν θα συντρίψει τον τοίχο. Να σώζεις το κεφάλι σου δεν είναι πράξη δειλίας, αλλά πράξη ευφυΐας, εφόσον τουλάχιστον θέλουμε να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε και όχι μόνο να χτίζουμε ηρώα μαρτύρων.
«Ο κόσμος διαμαρτύρεται, κατεβαίνει στους δρόμους» διαμηνύουν συμπατριώτες μας που βρίσκονται στην Ελλάδα, «στα μπαράκια λένε ότι ο Τσίπρας πρόδωσε». Είναι κατανοητό. Όμως για αυτό τον λόγο, προκειμένου να νικήσουμε, χρειάζονται τα κόμματα και όχι τα μπαράκια: ακριβώς μέσα σε δραματικές στιγμές είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα υποκείμενο συνειδητοποιημένο, ενοποιημένο στη βάση μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας και μιας πραγματικής σχέσης με την κοινωνία και όχι ένα συγκινησιακό μόρφωμα. Αυτό είναι απαραίτητο για να οικοδομήσουμε την αναγκαία ηγεμονία προκειμένου να αντιμετωπίζονται πολύπλοκες καταστάσεις με αγώνες που έχουν στόχους και όχι μόνο με αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες.
Είναι αλήθεια πως είναι επικίνδυνο να διατηρεί μόνο η πολιτική -κόμματα και θεσμοί- την εξουσία να παίρνει αποφάσεις, αυτό έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Γι' αυτό είναι χρήσιμα τα κινήματα και διάφορες άμεσες μορφές έκφρασης της κοινωνίας των πολιτών κι ας ελπίσουμε ότι υπάρχουν τέτοια στην Ελλάδα για να κεντρίζουν ή ακόμη για να αμφισβητούν τις αποφάσεις που θα λαμβάνονται. Όμως δεν αρκεί μια οποιαδήποτε διαμαρτυρία που έρχεται «από τα κάτω» και αντιτίθεται στα «από τα πάνω», όπως έχει γίνει της μόδας να λέγεται σήμερα. Πράγματι, έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί ότι, ακόμη κι αν το 99% είναι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που υποφέρουν, αυτό από μόνο του δεν φέρνει τη νίκη. Χρειάζεται παραπάνω.
Εγώ βλέπω έτσι τα πράγματα. Είμαι όμως σίγουρη πως η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που θέλουν να χτίσουν στην Ιταλία ένα νέο πολιτικό ενωτικό υποκείμενο σκέφτεται με ανάλογο τρόπο. Μας έχει τελικά χρησιμεύσει σε κάτι η μακριά Ιστορία της δικής μας Αριστεράς - και πρώτα από όλα η "γενετική κληρονομιά του Γκράμσι"!
Κύριο άρθρο της Λουτσιάνα Καστελίνα στο "Μανιφέστο", 17.7.2015
http://www.avgi.gr/