Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Κυβέρνηση και εξουσία


Ευάγγελος Νικολαΐδης

Η στάση που στηρίζεται από τη μία μεριά στην υποστήριξη των θετικών και από την άλλη, όσον αφορά τα αρνητικά, όχι απλώς στην άσκηση κριτικής, αλλά στην αντιπαλότητα, που μπορεί να φτάσει έως και στην πτώση της κυβέρνησης, είναι ατελέσφορη. Η πέραν της κριτικής αντιπαλότητα αποδυναμώνει τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας το εγχείρημα και να επιτύχουν ακόμη περισσότερα θετικά αποτελέσματα.



Κατ' αρχάς, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η δημόσια συζήτηση για τη συμφωνία είναι μονόπλευρη. Έχει επικεντρωθεί κυρίως στα «μέτρα», ενώ έχουν μείνει ουσιαστικά εκτός συζήτησης η ανακατανομή των βαρών, τα χαμηλότερα πλεονάσματα, το χρέος (ρύθμιση άμεσων - βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, αναγνώριση μη βιωσιμότητας) καθώς και η εμπροσθοβαρής αναπτυξιακή χρηματοδότηση.

Επίσης, εκτός συζήτησης βρίσκεται η διεθνοποίηση του θέματος, η ρωγμή που άνοιξε στην Ευρώπη και η ήττα της Γερμανίας από πολλές απόψεις. Τα περισσότερα εκτός συζήτησης θέματα όχι μόνο είναι κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας, αλλά αποτελούσαν διακηρυγμένους στόχους της κυβέρνησης, οι οποίοι επιτεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Χωρίς τη συνεκτίμηση της σημασίας και της δυναμικής αυτών των στόχων, είναι αδύνατη η αντικειμενική αξιολόγηση της συμφωνίας και η διαμόρφωση πολιτικής στάσης, πολλώ δε μάλλον χωρίς τη διατύπωση κάποιας συγκεκριμένης αναφοράς σε εναλλακτικές λύσεις εφικτές στην παρούσα φάση.

Η απώλεια της ατζέντας από την κυβέρνηση δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία της να εξηγήσει όλες τις πτυχές της συμφωνίας. Το γεγονός ότι όλοι "έπεσαν από τα σύννεφα" (κομματικοί, φίλοι, ψηφοφόροι, η πλειονότητα του λαού) σημαίνει ότι πίστεψαν και εμπιστεύτηκαν την κυβέρνηση και αυτή δεν ανταποκρίθηκε. Ο απολογισμός της ταξικής μεροληψίας του πενταμήνου είναι πενιχρός και γι' αυτό χρειάζονται απαντήσεις και εξαγωγή συμπερασμάτων. Στο αμέσως επόμενο διάστημα η κυβέρνηση οφείλει να βρει τον τρόπο ώστε να δώσει δείγματα γραφής.

Από την "πρώτη Δημοτικού" της Αριστεράς είναι γνωστή η διαφορά ανάμεσα στην κυβέρνηση και την εξουσία. Μάλιστα, οι αριστεροί των αριστερών διαπρέπουν σε αυτό το μάθημα. Πάντα επιπλήττουν τον συνομιλητή που θα αγνοήσει, έστω και για την οικονομία της συζήτησης, αυτή τη διαφορά. Συνεπώς, υπήρχε επίγνωση για το τι θα μπορούσε να γίνει και τι όχι στις 25 Ιανουαρίου. Είναι αδύνατον να διαπιστώθηκε (αίφνης;) ότι η κυβέρνηση δεν έχει βίο ανθόσπαρτο, ότι ο αντίπαλος όχι μόνο δεν παραχωρεί την εξουσία, αλλά μεθοδεύει να πάρει πίσω και την κυβέρνηση, ότι η κυβέρνηση δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη με εμπόδια, μεθόδευση αδιεξόδων, πιέσεις, εκβιασμούς, δολιοφθορές, αποσταθεροποίηση, προσπάθειες ώστε να παραιτηθεί από το πρόγραμμά της, να χάσει την αξιοπιστία της και να υπομονευθούν οι ιδέες που πρεσβεύει.

Η όξυνση των αντιθέσεων στο στρατόπεδο του αντιπάλου επίσης δεν είναι κάτι άγνωστο στους αριστερούς και τους αριστερότερους των αριστερών. Η σφήνα στο στρατόπεδο της Αριστεράς ανάμεσα στις ιδέες της και τη διαχείριση των προβλημάτων πάντα ήταν προνομιακό όπλο του αντιπάλου. Πηγάζει από την ιστορικά αναπόφευκτη αντίφαση ανάμεσα στις αρχές και τις αξίες που διέπουν το αριστερό όραμα και τον μηχανισμό λειτουργίας του συστήματος. Αυτή η αντίφαση θα συνοδεύει την Αριστερά και θα πρέπει να μάθει να τη διαχειρίζεται.

Είναι λογικό τα παραπάνω να είναι από τα κυριότερα θέματα ανάλυσης στα σενάρια ρήξης. Ή μήπως η ρήξη θα είναι μια λεωφόρος ευθεία και ανθόσπαρτη, χωρίς συμβιβασμούς και συνειδησιακά διλήμματα; Έχει νόημα η ανάλυση αυτών των εκδοχών του πολέμου για τη «μεγάλη» ρήξη και η αγνόησή τους στις «μικρότερες» μάχες;

Η στάση που στηρίζεται από τη μία μεριά στην υποστήριξη των θετικών και από την άλλη, όσον αφορά τα αρνητικά, όχι απλώς στην άσκηση κριτικής, αλλά στην αντιπαλότητα, που μπορεί να φτάσει έως και στην πτώση της κυβέρνησης, είναι ατελέσφορη. Η πέραν της κριτικής αντιπαλότητα αποδυναμώνει τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας το εγχείρημα και να επιτύχουν ακόμη περισσότερα θετικά αποτελέσματα.

Δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει, ευνοϊκό πλαίσιο ώστε μια κυβέρνηση της Αριστεράς να κυβερνήσει αναπόσπαστα, ήρεμα, χωρίς αντιξοότητες και χωρίς κανείς από τους συμμετέχοντες στο εγχείρημα να μην μπει στη διαδικασία να δοκιμαστεί με τη συνείδησή του. Αν δεν είναι ο «Σόιμπλε», θα είναι κάποιος «άλλος» που θα ναρκοθετεί το πεδίο: το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

*Ο Ευάγγελος Νικολαΐδης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

left.gr