Η εναλλακτική λύση για τη χώρα βρίσκεται μέσα στην Ευρωζώνη και στην προσπάθεια αλλαγής του κυρίαρχου παραδείγματος με τη διάβρωση των όρων του σημερινού συσχετισμού δύναμης, σύμφωνα με το βασικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ
Μετά την όξυνση της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε την παραίτηση της κυβέρνησης, είχε προσωρινά κοπάσει η επίκληση εναλλακτικών νομισματικών σχεδίων, αλλά τις τελευταίες ημέρες επανέρχεται με νέα ένταση στο προσκήνιο σε μια προσπάθεια να διεκδικήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Η αναπόδραστη υποτίμηση
Η υιοθέτηση ενός εγχώριου νομίσματος έχει ταυτιστεί περίπου αυτονόητα με τον εξοβελισμό των πολιτικών λιτότητας, όπως περιέχονται στην τελευταία συμφωνία με τον ESM, υποπίπτοντας όμως στο λογικό σφάλμα της λήψης του ζητούμενου. Θεωρεί εκ των προτέρων ότι με το εγχώριο νόμισμα θα έχουμε, άνευ άλλου, αύξηση των εισοδημάτων.
Εννοεί παράλληλα ότι θα αντιμετωπίσει τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με έναν αποτελεσματικό τρόπο, που θα δεν θα περιλαμβάνει ως μέρος της λύσης μια περιοριστική οικονομική πολιτική, ωσάν την επόμενη μέρα της αποκοπής της Τράπεζας της Ελλάδος από το Ευρωσύστημα να επιλύονταν μαγικά οι οικονομικές αδυναμίες της χώρας, που οδήγησαν στον άμετρο για τις δυνατότητές της δανεισμό.
Το χρέος δεν διαγράφεται ούτε αυτόματα ούτε μονομερώς, ενώ συνδέεται με δρακόντειους νομικούς καταναγκασμούς και είναι συνομολογημένο με τα κράτη της Ευρωζώνης πρόσφατα, ως αντικατάσταση του παλαιότερου χρέους προς τις αγορές, ενώ έχει συνομολογηθεί από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις την περίοδο 2010 - 2014.
Έτσι οι τυχόν νομικές ενέργειες, στρεφόμενες πρωτογενώς εναντίον της νομιμότητάς του, θα ήταν κατά βάση άκαρπες, εκτός από τις δυνατότητες που παρέχει το ίδιο το νομολογιακό δεδομένο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το εναπομείναν στην ΕΚΤ χρέος. Άλλωστε οι όποιες δυνατότητες παρέχει το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο για την αντιμετώπιση των συνεπειών των συνοδευτικών του χρέους συμφωνιών μπορούν να ασκηθούν καλύτερα εντός παρά εκτός Ευρωζώνης.
Διαφορετικό είναι το ζήτημα των τυχόν νομικών ενεργειών διασφάλισης της χώρας εντός της Ευρωζώνης με ανάλογη χρηματοδοτική διευκόλυνση και ρευστότητα, είτε στο διαπραγματευτικό χρόνο που διανύθηκε είτε στον μελλοντικό.
Αλλά, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι σύμφωνα με την κυρίαρχη γερμανική εκδοχή η έξοδος θα μπορούσε να συνοδευθεί από μια ελάφρυνση του χρέους, αυτό δεν θα έλυνε ουσιαστικά κανένα από τα ζητήματα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής, αφού η λιτότητα θα συνόδευε υποχρεωτικά το νέο νόμισμα.
Καθώς το εγχώριο νόμισμα θα υποτιμούνταν ραγδαία, η ονομαστική μείωση του χρέους θα αντισταθμιζόταν άμεσα από την υποχρέωση καταβολής του υπόλοιπου χρέους σε ξένο νόμισμα, το οποίο θα έπρεπε να εξασφαλιστεί με τη δημιουργία πλεονασμάτων στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, που θα επέτρεπαν τον σχηματισμό συναλλαγματικών αποθεμάτων για την πληρωμή του.
Η υποτίμηση του νομίσματος συνιστά ισοδύναμη μείωση εισοδημάτων και ως εκ τούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από την αντίστοιχη ονομαστική μείωσή τους που προκαλεί η λιτότητα εντός της Ευρωζώνης, οπότε τέθηκε στη δημόσια συζήτηση η ιδέα ότι η χώρα θα μπορούσε να κλειδώσει την ισοτιμία του νέου εγχώριου νομίσματος με το ευρώ σε μια αρχική τιμή ακόμη και 1 προς 1 και στη συνέχεια δεν θα επέτρεπε την υποτίμηση.
Αυτό σημαίνει ότι στην ουσία η χώρα υιοθετεί καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας ωσάν να βρίσκεται στην Ευρωζώνη, με μόνη διαφορά ότι, θεωρητικά και μόνο, θα έχει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, διότι η πρόσδεση σε ξένο νόμισμα ισοδυναμεί με κατάργηση της ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής, όπως συνέβη με τη δολαριοποίηση στην Αργεντινή.
Μα ακριβώς η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής έγκειται στη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος και για την Ελλάδα η υποτίμηση, αν θα είχε κάποιο νόημα, θα ήταν σχεδόν αποκλειστικά έναντι του ευρώ, αφού το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών συναλλαγών της χώρας αφορά τις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης.
Αν πρόκειται το εγχώριο νόμισμα να είναι κλειδωμένο σε ισοτιμία 1 προς 1 με το ευρώ, δεν υφίσταται κανένας λόγος υιοθέτησής του, αφού αυτή η πρόσδεση δεν συνιστά ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, η οποία κατά τους θιασώτες της εισαγωγής του θα είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομικής πολιτικής είτε των δυσχερειών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή, πολύ περισσότερο, των αναγκών ρευστότητας για την πληρωμή των χρεών της χώρας ή των υποχρεώσεων του κράτους.
Η αποτροπή της υποτίμησης όμως δεν θα ήταν εφικτή. Αναγκαστικά η νομισματική ανεξαρτησία θα οδηγούσε σε μεγάλη υποτίμηση, ακόμη και εάν επιβάλλονταν δραστικοί περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων με σκοπό τη διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν θα λειτουργούσαν ούτε τα δύο πρώτα σκέλη της «ανέφικτης τριλογίας». Γενικά θεωρείται αδύνατο να συνυπάρχουν οι εξής τρεις συνθήκες, η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής, οι σταθερές ισοτιμίες και η πλήρης κινητικότητα των κεφαλαίων, καθώς η τελευταία μεταβάλλει πάντα τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Η απαγόρευση της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την αρχική ισοτιμία με το ευρώ, καθώς προϋποθέτει ότι ήδη στην αφετηρία υιοθέτησης εγχώριου νομίσματος υπάρχουν επαρκή συναλλαγματικά διαθέσιμα, τα οποία όμως δεν διέθετε η χώρα και βέβαια δεν ήταν άξια λόγου τα μόλις 5,2 δισ. που υπήρχαν στο τέλος Μαΐου, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούνταν για τον σκοπό αυτόν.
Η φενάκη στήριξης από τρίτες χώρες
Εφόσον στη σχετική φιλολογία για την υιοθέτηση του εγχώριου νομίσματος κεντρικό άξονα έχει η ρήξη με την Ευρωζώνη, αναπόφευκτα θα αποκλειόταν η χρηματοδοτική στήριξη από τις χώρες του ευρώ.
Οι αναζητήσεις δεν περιλάμβαναν βέβαια ούτε άλλους δυτικούς συμμάχους, όπως τις ΗΠΑ ή την Αγγλία, αλλά τρίτες χώρες από την ομάδα BRICS και ουσιαστικά τις μόνες που λόγω μεγέθους και οικονομικού ή γεωπολιτικού και ιστορικού βάρους θα μπορούσαν να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο, την Κίνα και τη Ρωσία.
Ωστόσο η σχετική προσδοκία ήταν εξαρχής ανεδαφική και αυτό αποδείχθηκε επώδυνα.
Η Κίνα ενδιαφέρεται για άμεσες επενδύσεις την Ελλάδα στο πλαίσιο των συναλλαγών της με την Ευρωζώνη και κυρίως με τη Γερμανία, με την οποία διατηρεί προνομιακές εμπορικές σχέσεις, με κρίσιμο ειδικό βάρος για την παγκόσμια εμβέλεια των γεωπολιτικών της επιλογών. Θα μπορούσε να συνδράμει την Ελλάδα όχι σε περίπτωση ρήξης με τη Γερμανία, αλλά συμπληρωματικά στην ανθρωπιστική βοήθεια του Σόιμπλε. Εξάλλου δεν καλλιεργεί για το προβλεπτό μέλλον στρατηγικές φιλοδοξίες άσκησης αντιθετικής επιρροής στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η Ρωσία βρίσκεται σε περίοδο ουσιαστικής περαιτέρω αναδίπλωσης και υποχώρησης στον ευρωπαϊκό χώρο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ήττα στην Ουκρανία. Οι διεργασίες στο στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα εξουσίας στον δυτικό συνασπισμό εξακολουθούν να προωθούν τις ανάγκες συσσώρευσης κεφαλαίου και με τη συνεχιζόμενη εδαφική επέκταση, ιδίως στην ανατολική Ευρώπη.
Η άποψη, λοιπόν, ότι η Ρωσία θα μπορούσε να στηρίξει δανειοδοτικά ή μέσω επενδυτικών προγραμμάτων ανταλλαγής πόρων και χρηματοδότησης την αποκοπή της χώρας από την Ευρωζώνη εμπεριέχει την αποδοχή ότι θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια παγκόσμια ανακατάταξη που ισοδυναμεί με αντίστροφο 1989, καθώς μια χώρα του ΝΑΤΟ θα περνούσε έστω και οριακά στην επιρροή της Ρωσίας, όταν αντίθετα η δυναμική του 1989 συνεχίζεται ακάθεκτη με την απόσπαση και της Ουκρανίας από τη Ρωσία, με αυτήν να περιορίζεται στην αμυντική κίνηση για τη διατήρηση της Κριμαίας, λόγω κυρίως του στρατιωτικά στρατηγικού της χαρακτήρα, ενώ και το Ντονμπάς ενδιαφέρει τη Ρωσία διότι εκεί υπάρχει σημαντικό τμήμα της αμυντικής και γενικά της βαριάς της βιομηχανίας, που τροφοδοτεί κυρίως τον ρωσικό στρατό. Η Μόσχα ωστόσο πληρώνει με τις κυρώσεις και με τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, ακόμη και την Κριμαία και το Ντονμπάς, ανίκανη να αντιδράσει.
Παράλληλα η ομαλή αναπαραγωγή του παγκόσμιου κεφαλαίου στηρίζεται στην οικονομική και νομισματική πολιτική που να περιλαμβάνει και τη διαδικασία επιλεκτικής καταστροφής του, με πτώση συγκεκριμένων τοπικών αγορών και χρηματιστηρίων, μία δίνη στην οποία συνεχίζει να περιλαμβάνεται και η ελληνική οικονομία, ενώ στους σχετικά εξωτερικούς οικονομικούς σχηματισμούς και γενικά σε περιφερειακούς καπιταλιστικά χώρους η καταστροφή περιλαμβάνει και τις πολεμικές συρράξεις, όπως αυτές που είναι σε εξέλιξη τελευταία, σε διαφορετικές περιοχές και έχουν οξύνει το προσφυγικό πρόβλημα.
Η προοπτική
Η εναλλακτική λύση για τη χώρα βρίσκεται μέσα στην Ευρωζώνη και στην προσπάθεια αλλαγής του κυρίαρχου παραδείγματος με τη διάβρωση των όρων του σημερινού συσχετισμού δύναμης, σύμφωνα με το βασικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο υπέστη ένα σημαντικό πλήγμα, καθώς η αρχική ευρωπαϊκή δυναμική της νίκης του Γενάρη εξαντλήθηκε πρόωρα, πάντως δημιούργησε έναν διάδρομο που επιτρέπει να τοποθετηθεί στο επίκεντρο η αναγκαία νέα αρχιτεκτονική της Ευρώπης, έξω από τον κλοιό της ύφεσης και του αποπληθωρισμού, στην οποία μπορεί να οδηγήσει μόνο μια ουσιαστική αναδιανομή των εισοδημάτων και του πλούτου.
εφημ. Αυγή