Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Το ΣτΕ έβαλε φρένο στους επιδόξους καταπατητές δασών και δασικών εκτάσεων




Φρένο στους επιδόξους καταπατητές δασών και δασικών εκτάσεων έθεσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, αναδιατυπώνοντας τα κύρια και κομβικά σημεία του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος του υπουργείου Περιβάλλοντος, για το ορισμό του δάσους και των δασικών εκτάσεων, κ.λπ.Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Ε΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος και εισηγητής ο Πάρεδρος Δημήτρης Βασιλειάδης) επεξεργάστηκαν σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος το οποίο προσδιορίζει τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής, σύμφωνα με το δασικό νόμο 998/1979 και τον εν συνεχεία αποκαλούμενο «αντιδασικό» νόμο 4280/2014.Αναλυτικότερα, το εν λόγω σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος τιτλοφορείται: «Ορισμός συνεκτιμώμενων στοιχείων και επιστημονικών κριτηρίων για την υπαγωγή των εκτάσεων στις περιπτώσεις 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 ως ισχύει».

Σκοπός του επίμαχου διατάγματος είναι ο καθορισμός των κριτηρίων δυνάμει των οποίων γίνεται ο χαρακτηρισμός των εκτάσεων σύμφωνα με τους νόμους 998/1979 και 4280/2014.

Στο άρθρο 2 του διατάγματος επαναλαμβάνονται οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης. Στα άρθρα 3 και 4 τίθενται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της οργανικής ενότητας της βλάστησης, καθώς και τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ή συνεκτιμώνται.

Στο άρθρο 5 ορίζεται το κριτήριο διάκρισης του δάσους και της δασικής έκτασης και στο άρθρο 6 προσδιορίζεται η έννοια των χορτολιβαδικών, των βραχωδών και των πεδινών χορτολιβαδικών εκτάσεων.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας στην υπ΄ αριθμ. 26/2016 γνωμοδότηση-πρακτικό του Ε΄ Τμήματος, κάνουν εκτενή αναφορά, τόσο στις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, όσο και την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ του 2013 (32/2013), αλλά και στην απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του 1999 (27/1999), που γίνεται εκτενής αναφορά στην έννοια του όρου δάσος και δασική έκταση, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Παράλληλα με τις εν λόγω δύο δικαστικές αποφάσεις επιλύονται βασικά ζητήματα της δασικής νομοθεσίας.

Κατ΄ αρχάς το ΣτΕ έκρινε νόμιμο το εν λόγω διάταγμα, αλλά έκανε 20 νομοτεχνικού περιεχομένου παρατηρήσεις, ενώ αναδιατύπωσε ορισμένα βασικά άρθρα του, έτσι ώστε να προστατευτούν οι δασικές εκτάσεις από τους επίδοξους καταπατητές.

Πλέον των άλλων, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν ουσιαστικές παρεμβάσεις τόσο στον ορισμό του δασικού οικοσυστήματος (δάσος - δασική έκταση), όσο και στις «οργανικές ενότητες» που για το χαρακτηρισμό τους απαιτείται ως ελάχιστη έκταση τα 700 τ.μ. Δηλαδή, επιφάνεια που οι δασικοί χάρτες θεωρούν ως ελάχιστη για την καταγραφή της έκτασης στους χάρτες αυτούς. Ακόμη, παρέμβαση έκαναν οι δικαστές και ως προς τις χορτολιβαδικές εκτάσεις.

Έτσι, δεν μπορούν να μην υπαχθούν στην προστασία της δασικής νομοθεσίας, δάση και δασικές εκτάσεις οι οποίες σύμφωνα με τα κριτήρια της δασικής οικολογίας (δασολογίας) έχουν δασικό χαρακτήρα.

Ακόμη, τροποποίησαν όλο το άρθρο 5 του σχεδίου διατάγματος (μετά τις παρεμβάσεις του ΣτΕ έγινε άρθρο 3) που αφορά το κριτήριο προσδιορισμού διάκρισης τους δάσους από τη δασική έκταση.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας έριξαν το βάρος τους στο κριτήριο του ορισμού της πυκνότητας της δασικής βλάστησης (συγκόμωση).

Το εν λόγω άρθρο αναδιατυπώθηκε ως εξής: «Θεωρείται αραιά η δασική βλάστηση εφόσον μεταξύ των διακένων των δασικών ατόμων δύναται να παρεμβληθεί άτομο με κανονική κόμη και εφόσον στο σύνολο της έκτασης ο μέσος βαθμός συγκόμωσης δεν υπερβαίνει το 25% (αραιά συγκόμωση). Το κριτήριο είναι ενδεικτικό και μπορεί η έκταση να αποτελεί δάσος και με μικρότερη συγκόμωση».

Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας στο πλαίσιο της προστασίας του δασικού πλούτου, αναδιατύπωσαν το άρθρο 6 του σχεδίου, που αφορά τον εννοιολογικό προσδιορισμό των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων, δίνοντας τον αναγκαίο και κομβικής σημασίας ορισμό της ξυλώδους βλάστησης (φρύγανα).

Η νέα διατύπωση του άρθρου 6 έχει ως εξής:

«1. Χορτολιβαδικές θεωρούνται οι εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα.
2. Βραχώδεις ή πετρώδεις θεωρούνται οι εκτάσεις επί των οποίων κυριαρχούν οι βραχώδεις ή πετρώδεις εξάρσεις επί του εδάφους και βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών.
3. Ως πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις (μη ορεινές ή ημιορεινές και μη κείμενες επί ανώμαλων εδαφών) θεωρούνται οι εκτάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος ή της βλάστησης της παραγράφου 1 και των οποίων, σωρευτικά, το υψόμετρο δεν υπερβαίνει τα 100 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, η δε μέση κλίση της εδαφικής επιφάνειας δεν υπερβαίνει το 8% και η μέγιστη εδαφική κλίση δεν ξεπερνά το 12% επί του συνόλου της εδαφικής επιφάνειας».



Το πλήρες κείμενο της υπ΄ αριθμ. 26/2016 γνωμοδότησης του ΣτΕ έχει ως εξής:
1. Με το υπό επεξεργασία σχέδιο προεδρικού διατάγματος επιχειρείται, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 998/1979, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του
ν. 4280/2014, και του άρθρου 52 παρ. 21 του τελευταίου νόμου, ο καθορισμός συνεκτιμωμένων στοιχείων και επιστημονικών κριτηρίων για την υπαγωγή εκτάσεων στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του σχεδίου ορίζεται ότι σκοπός του διατάγματος είναι ο καθορισμός των κριτηρίων δυνάμει των οποίων γίνεται ο χαρακτηρισμός εκτάσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979, για την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του νόμου αυτού, στο άρθρο 2 επαναλαμβάνονται οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης, στα άρθρα 3 και 4 τίθενται ορισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό της οργανικής ενότητας της βλάστησης καθώς και τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ή συνεκτιμώνται, στο άρθρο 5 ορίζεται το κριτήριο διάκρισης του δάσους και της δασικής έκτασης, στο άρθρο 6 προσδιορίζεται η έννοια των χορτολιβαδικών, των βραχωδών και των πεδινών χορτολιβαδικών εκτάσεων και στο άρθρο 7 ορίζεται η έναρξη ισχύος του διατάγματος.

2. Με τις διατάξεις των άρθρων 32 επόμ. του ν. 4280/2014 (Α΄159) τροποποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι γενικές διατάξεις του ν. 998/1979 (Α΄289) με σκοπό, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, την πληρέστερη εναρμόνισή τους προς τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος και την πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων και ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συγκεκριμένα, στο μεν άρθρο 1 του ν. 998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 4280/2014, ορίζεται ότι «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι ο καθορισμός των συγκεκριμένων μέτρων προστασίας για τη διατήρηση, ανάπτυξη και βελτίωση των δασών, των δασικών εκτάσεων και των δημοσίων χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας και σε συνάρτηση με το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που διέπει την ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση αυτών, όπως και ο προσδιορισμός κατά περίπτωση των όρων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι προστατευτέες εκτάσεις μπορεί στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης να μεταβάλουν την κατά προορισμό χρήση τους ή να εξυπηρετούν και άλλες χρήσεις, για λόγους επιβαλλόμενους από το δημόσιο συμφέρον», στο δε στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 998/1979, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4280/2014, ορίζεται ότι
«1. Οι εκτάσεις του άρθρου 3 του παρόντος, που διέπονται από τις προστατευτικές διατάξεις αυτού, συνιστούν εθνικό κεφάλαιο, που η προστασία του αποτελεί υποχρέωση των κρατικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και συγχρόνως υποχρέωση και δικαίωμα των πολιτών. Με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ορίζονται τα συνεκτιμώμενα στοιχεία, επιστημονικά κριτήρια για την υπαγωγή έκτασης στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, όπως ισχύει. 2 […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 του ν. 4280/2014, ορίζονται τα εξής: «1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. 3. Ως δάση και δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως, από δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών. 3 Οι εκτάσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις. 4. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, το περιαστικό πράσινο, οι κηρυγμένες δασωτέες ή αναδασωτέες εκτάσεις. Στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας υπάγονται και τμήματα πάρκου ή άλσους, τα οποία φέρουν μη δασική βλάστηση συνδέονται όμως οργανικά με το σύνολο του πάρκου ή άλσους υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του συνόλου. 5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου πλην των περιπτώσεων των άρθρων 17, 22, 63, 64 και 65 του παρόντος νόμου υπάγονται και οι εκτάσεις των επόμενων περιπτώσεων α΄ και β΄ του παρόντος, που δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές με έναν από τους τρόπους του άρθρου 10 του ν. 3208/2003: α) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση που δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα. β) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών. γ) Οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του παρόντος δεν κηρύσσονται αναδασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, δύνανται όμως να κηρυχθούν δασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 37. Σε περίπτωση καταστροφής τους από πυρκαγιά ή άλλη αιτία δεν αποβάλλουν το χαρακτήρα τους, αποκαθίστανται και προστατεύονται και διαχειρίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, όπως ισχύει, με εξαίρεση την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 και των περιπτώσεων α΄ και η΄ της παραγράφου 2 αυτού, εφαρμόζεται αναλόγως και επί των ανωτέρω εκτάσεων. δ) Η αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των εκτάσεων αυτών υπάγεται, κατά περίπτωση, στην αρμοδιότητα των επιτροπών του άρθρου 7 του ν. 2308/1995 (Α΄ 114), όπως ισχύει, και των πολιτικών δικαστηρίων […] ε) Οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του παρόντος χαρτογραφούνται και διατίθενται ιδίως για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος νόμου ή χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι ή για τη δημιουργία νέων δασών. 6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε στις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) Οι ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις […] η) […]». Τέλος, στο άρθρο 52 παρ. 21 του ανωτέρω ν. 4280/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζεται ότι «Το προεδρικό διάταγμα, που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του
ν. 998/1979, όπως το εδάφιο αυτό προστίθεται στην παράγραφο 1 με την παρ. 2 του άρθρου 32 του παρόντος νόμου, εκδίδεται εντός προθεσμίας έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος», στο δε άρθρο 53 παρ. 3 και 4 του ίδιου νόμου περιελήφθησαν διατάξεις για την προσαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας που αναφέρεται σε χορτολιβαδικές και βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις στις ρυθμίσεις του ν. 4280/2014, με την υπαγωγή των εκτάσεων αυτών στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 περ. α΄ και β΄, αντιστοίχως, του ν. 998/1979.

3. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο (παρατ. 1), το σχέδιο προτεινόμενο αρμοδίως από τον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Ιωάννη Τσιρώνη δυνάμει του άρθρου 1 (παρ. 1 περ. γ΄) της απόφασης Υ31/2015 του Πρωθυπουργού (Β΄2183), ευρίσκει κατ’αρχήν νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του ν. 998/1979 και 52 παρ. 21 του ν. 4280/2014, προκαλεί δε τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

4. Νομίμως προτείνεται το σχέδιο μετά την πάροδο της προβλεπόμενης στο άρθρο 52 παρ. 21 του ν. 4280/2014 εξάμηνης προθεσμίας, διότι, κατά τον σκοπό του νόμου, η ως άνω προθεσμία δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα και το σχέδιο προτείνεται εντός ευλόγου χρόνου μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1932/2013, 3973/2009 Ολομ., πρβλ. Π.Ε. 42/2015, 306/2013, 144/2008 Ολομ. παρατ. Γ-2 κ.ά.).

5. Ο τίτλος του σχεδίου πρέπει να τεθεί χωρίς το σύμβολο «&» και τα εισαγωγικά, ως εξής: «Ορισμός επιστημονικών κριτηρίων και συνεκτιμωμένων στοιχείων για την υπαγωγή εκτάσεων στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979».

6. Τα στοιχεία 1, 2, 5, 6, 8, 9, 11 και 12 του προοιμίου του σχεδίου πρέπει να απαλειφθούν και να αναριθμηθούν καταλλήλως τα λοιπά στοιχεία.

7. Το στοιχείο 3 του προοιμίου πρέπει να τεθεί ως στοιχείο 1 και να αναδιατυπωθεί ως εξής: «1. α. Το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 998/1979 (Α΄289), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4280/2014 “Περιβαλλοντική αναβάθμιση και ιδιωτική πολεοδόμηση − Βιώσιμη ανάπτυξη οικισμών Ρυθμίσεις δασικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις” (Α΄159) και β. το άρθρο 52 παρ.21 του αυτού ν. 4280/2014».

8. Το στοιχείο 4 να τεθεί ως στοιχείο 2, ως ακολούθως: «2. Το άρθρο 90 του “Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα”, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄98).

9. Στα λοιπά στοιχεία του προοιμίου του σχεδίου και όπου μνημονεύεται σε παρένθεση το ΦΕΚ, η παραπομπή ενδείκνυται να γίνει με μνεία μόνον του τεύχους και του αριθμού του ΦΕΚ δημοσίευσης του οικείου νομοθετήματος. Επίσης, αντί του συμβόλου «&» να τεθεί ο σύνδεσμος «και».

10. Η από 27.11.2015 (συν. 6η) γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών (ΤΣΔ), η οποία έγινε αποδεκτή από τον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Ιωαν. Τσιρώνη, καλώς μνημονεύεται στο προοίμιο του σχεδίου, διότι αποτελεί οικειοθελή τύπο, πρέπει όμως το σχετικό στοιχείο του προοιμίου να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Την από 27.11.2015 (συν. 6η) γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών, η οποία έγινε αποδεκτή με την απόφαση 134151/6760/16.12.2015 του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Ιωαν. Τσιρώνη».

11. Οι αποφάσεις του ΑΕΔ και του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μνημονεύονται στο στοιχείο 12 του προοιμίου, πρέπει να περιληφθούν στην αιτιολογική έκθεση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά τα εκτιθέμενα στην παρατήρηση 13.

12. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος έτους 2001, η μεν
παρ. 1 του άρθρου 24 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε, ορίζει ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους […]», υπό δε το άρθρο 24 προστέθηκε η εξής ερμηνευτική δήλωση: «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η αγρία ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά». Με την απόφαση 32/2013 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε (βλ. σκ. 9 και 10), μεταξύ άλλων, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης που είχε δεχθεί η απόφαση 27/1999 του Α.Ε.Δ., η οποία ρητώς αναφέρει ότι αυτοί αποτελούν ορισμούς της επιστήμης της δασικής οικολογίας, ότι είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη αγρίων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελούνται, δηλαδή, αν είναι δασοπονικά ή μη, εφόσον αποτελούν οργανική ενότητα, ότι η προσθήκη της λέξεως «αναγκαία» εντάσσεται στους ορισμούς αυτούς και δεν τους ανατρέπει, απαιτώντας μία αριθμητικώς προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 998/1979, ή προς ικανοποίηση της «κοινής λογικής», αλλά μία έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσεως αυτού (υψομέτρου, γεωγραφικού πλάτους και μήκους) και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών, καθώς και ότι, κατά την έννοια της ανωτέρω ερμηνευτικής δήλωσης, κριτήριο ύπαρξης του δασικού οικοσυστήματος είναι η οργανική ενότητα της επ’ αυτού βλάστησης, τούτο δε κρίνεται εν όψει του είδους και της ηλικίας αυτής καθώς και της κατά τα ανωτέρω θέσης του εδάφους επί του οποίου φύεται και των επικρατουσών σε αυτό συνθηκών.

13. Όπως αναφέρθηκε, στο άρθρο 1 του σχεδίου διατάγματος περιλαμβάνεται ο σκοπός των προτεινομένων ρυθμίσεων. Με βάση το εύρος της εξουσιοδοτικής διάταξης, αλλά και των όσων έγιναν δεκτά με την 27/1999 απόφαση του ΑΕΔ και την 32/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καλώς στο άρθρο 1 του σχεδίου οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του διατάγματος, πρέπει όμως να απαλειφθούν και να περιληφθούν στην αιτιολογική έκθεση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι αρχές της δασικής οικολογίας και οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, με βάση τις οποίες διαμορφώθηκαν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του υπό επεξεργασία σχεδίου. Επομένως, το άρθρο 1 του σχεδίου πρέπει να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως: «Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι ο προσδιορισμός των κριτηρίων για την υπαγωγή εκτάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979, στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 3 του ανωτέρω νόμου».

14. Στο άρθρο 2 του υπό επεξεργασία σχεδίου, που φέρει τον τίτλο «Αναγκαία συνθήκη προσδιορισμού των εννοιών» ορίζεται ότι «Αναγκαία και ικανή συνθήκη προσδιορισμού του δάσους και της δασικής έκτασης αποτελεί η ύπαρξη της οργανικής ενότητας. Εφόσον υπάρχει η οργανική ενότητα, η οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές) υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως». Με το ανωτέρω περιεχόμενο το άρθρο 2 του σχεδίου δίδει τον ορισμό του δασικού οικοσυστήματος (δάσους ή δασικής έκτασης) κατά τη δασική οικολογία, επαναλαμβάνει δε, κατ’ουσίαν, τον ορισμό που έχει δοθεί από το ΑΕΔ με την 27/1999 απόφαση και ο οποίος στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τον συνταγματικό νομοθέτη με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος (πρβλ. ως προς την έννοια του δασικού οικοσυστήματος Σ.τ.Ε. 32/2013 Ολομ. και πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε.). Κατά συνέπεια, εφόσον στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 του σχεδίου δεν εξειδικεύεται περαιτέρω το κατά τη δασική οικολογία κριτήριο της οργανικής ενότητας για τον ορισμό του δασικού οικοσυστήματος, το άρθρο 2 είναι περιττό και πρέπει να διαγραφεί, προεχόντως για τον λόγο αυτόν.

15. Περαιτέρω, ως προς την κατάστρωση και διάρθρωση των νυν άρθρων 3 και 4 του σχεδίου παρατηρούνται τα ακόλουθα: Στο άρθρο 3 ορίζονται δύο κριτήρια της δασολογίας (1ο και 2ο), με βάση τα οποία εξειδικεύεται η έννοια της οργανικής ενότητας. Στη συνέχεια, στο άρθρο 4 περιπτ. Α΄ του σχεδίου παρατίθενται ορισμένα στοιχεία της δασικής οικολογίας τα οποία συνεκτιμώνται κατά την έρευνα του 2ου ως άνω κριτηρίου καθώς και στοιχεία τα οποία είτε περιλαμβάνονται στο αρχείο της υπηρεσίας (εκδοθείσες διοικητικές πράξεις κ.λπ.) είτε αποτελούν μέσο (αεροφωτογραφίες, αυτοψία κ.ά.) για την έρευνα των τιθεμένων κριτηρίων κατά τα ανωτέρω. Από νομοτεχνική άποψη, τα στοιχεία της δασικής οικολογίας που αναφέρονται στο άρθρο 4 περιπτ. Α΄ πρέπει να τεθούν αμέσως μετά και σε συνέχεια του 2ου κριτηρίου του άρθρου 3 στο οποίο, άλλωστε, αναφέρονται. Επίσης, από τα άρθρα 3 και 4 του σχεδίου πρέπει να απαλειφθούν όλα τα εδάφια και οι προτάσεις ή φράσεις οι οποίες αναφέρονται στον σκοπό των προτεινομένων ρυθμίσεων και οι οποίες δεν έχουν κανονιστικό περιεχόμενο ή είναι αόριστες π.χ. από το άρθρο 3 πρέπει να διαγραφεί η φράση «που οι δασικοί χάρτες … σ’αυτούς», από το άρθρο 4 πρέπει να απαλειφθεί το πρώτο εδάφιο και από το ίδιο άρθρο 4 πρέπει να διαγραφεί το στοιχείο δ΄ της περιπτ. Β΄, το οποίο, όπως διατυπώνεται, είναι αόριστο. Τα διαγραπτέα αυτά στοιχεία ενδείκνυται να μνημονευθούν στην αιτιολογική έκθεση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διότι δικαιολογούν τις λοιπές κανονιστικές ρυθμίσεις των άρθρων 3 και 4.

16. Κατόπιν των όσων εκτέθηκαν στις παρατηρήσεις 14 και 15, το άρθρο 3 του σχεδίου πρέπει να τεθεί ως άρθρο 2 με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Άρθρο 2 Κριτήρια που λαμβάνονται σωρευτικά για τον προσδιορισμό της οργανικής ενότητας 1. Κριτήριο 1ο: «Αναγκαία επιφάνεια εδάφους», ως ενδεικτικό προσδιοριστικό αριθμητικό δεδομένο για την ύπαρξη δάσους ή δασικής έκτασης, νοείται η εδαφική έκταση που καλύπτεται από δασική βλάστηση (υψηλή ή θαμνώδη), έχει τα οικολογικά χαρακτηριστικά της δασοβιοκοινότητας και του ιδιαίτερου δασογενούς περιβάλλοντος και αποτελεί, κατά τους κανόνες της δασολογικής επιστήμης, λειτουργική διαχειριστική μονάδα που συμβάλλει στην οικολογική ισορροπία του περιβάλλοντος ορισμένης περιοχής. Ως τέτοια επιφάνεια δίδεται, ενδεικτικά, η έχουσα μέγεθος λόχμης με ελάχιστο εμβαδόν επτακόσια τετραγωνικά μέτρα (700 τ.μ.) επιφάνεια, χωρίς να αποκλείονται, λόγω της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης και των ιδιαίτερων εκάστοτε συνθηκών, και εκτάσεις με δασική βλάστηση μικρότερες αυτής, στις περιπτώσεις που περιβάλλονται ή συνορεύουν με άλλες εκτάσεις δασικού χαρακτήρα ή που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου κριτηρίου. 2. Κριτήριο 2ο: Το σύνολο των άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Κατά την εξέταση του κριτηρίου αυτού λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της δασικής οικολογίας, όπως: α) Η φυόμενη επί της εκτάσεως άγρια ξυλώδης βλάστηση (υψηλή ή θαμνώδης). Τα στοιχεία της χλωρίδας που συνθέτουν την ξυλώδη βλάστηση (είδη και σύνθεση αυτής). β) Η ύπαρξη άγριας ζωής ως στοιχείο της δασοβιοκοινότητας μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης της υπάρχουσας χλωρίδας και πανίδας. γ) Η φυτοκοινωνιολογική ζώνη στην οποία υπάγεται η περιοχή της υπό εξέταση εκτάσεως. δ) Οι εδαφολογικές συνθήκες (είδος και βάθος εδάφους, γόνιμο, άγονο, επιδεκτικό ή μη καλλιέργειας). ε) Οι σταθμολογικές συνθήκες (τοπογραφία, ανάγλυφο, υπερθαλάσσιο ύψος, έκθεση ως προς τον ορίζοντα, κλίσεις εδάφους). στ) Το γεωλογικό υπόστρωμα (υπέδαφος, μητρικό πέτρωμα).
ζ) Οι κλιματολογικές συνθήκες (πώς επηρεάζουν την ανάπτυξη και εξέλιξη της βλάστησης ιδιαίτερα σε σχέση με την κλιματική ζώνη, μέσο ύψος βροχής, διάρκεια ξηροθερμικών περιόδων κ.λπ.). η) Η θέση της έκτασης σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή (στοιχεία όμορων και παρακείμενων εκτάσεων, απόσταση εξ αυτών, είδος βλάστησης) καθώς και αν η έκταση ευρίσκεται εντός αλπικής ζώνης ή επί αβάτων κλιτύων ορέων (αναφορικά με εκτάσεις που καλύπτονται από οποιαδήποτε ξυλώδη ή μη βλάστηση και ευρίσκονται εντός και υπεράνω των δασών και δασικών εκτάσεων)».

17. Το άρθρο 5 του σχεδίου πρέπει να τεθεί ως άρθρο 3 με τον τίτλο που φέρει («Κριτήριο προσδιορισμού διάκρισης τους δάσους από τη δασική έκταση») και να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως: «Θεωρείται αραιά η δασική βλάστηση εφόσον μεταξύ των διακένων των δασικών ατόμων δύναται να παρεμβληθεί άτομο με κανονική κόμη και εφόσον στο σύνολο της έκτασης ο μέσος βαθμός συγκόμωσης δεν υπερβαίνει το 25% (αραιά συγκόμωση). Το κριτήριο είναι ενδεικτικό και μπορεί η έκταση να αποτελεί δάσος και με μικρότερη συγκόμωση».

18. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του σχεδίου πρέπει να τεθεί τίτλος «Συμπληρωματικά στοιχεία» και το άρθρο αυτό να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Συνεκτιμώνται, συμπληρωματικά, τα ακόλουθα στοιχεία που προκύπτουν από το αρχείο των δασικών υπηρεσιών: α) Ανθρώπινες παρεμβάσεις και δραστηριότητες που έχουν λάβει χώρα οποτεδήποτε στην έκταση είτε κατόπιν εκδόσεως νομίμων αδειών είτε παράνομων υλικών ενεργειών και πράξεων, ή διοικητικές πράξεις που αφορούν την έκταση. β) Στερεοσκοπική παρατήρηση της έκτασης διαχρονικά με χρήση αεροφωτογραφιών, ορθοφωτοχαρτών και άλλων στοιχείων της σύγχρονης τεχνολογίας και επιστήμης, ιδίως χαρτών, δορυφορικών συστημάτων τηλεπισκόπησης, καθώς και φωτοερμηνευτική ανασκόπηση της έκτασης σε συνδυασμό με την επιτόπια αυτοψία». Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 του σχεδίου, όπως αυτό αναδιατυπώνεται και αναριθμείται, έχουν τη σημασία που εκάστοτε αποδίδουν σ’ αυτά το Σύνταγμα και ο νόμος και δεν υπαγορεύουν μόνον αυτά τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, αλλά συνεκτιμώνται εντός του πλαισίου των ορισμών του δάσους και της δασικής έκτασης οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 24 παρ. 1 και την υπό το άρθρο αυτό ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος. Εξάλλου, η διαπίστωση ενεργειών και πράξεων, κατά το ως άνω άρθρο 4, με τις οποίες μεταβλήθηκε παρανόμως η μορφή δάσους ή δασικής έκτασης, έχει την έννοια ότι καθιερώνεται υποχρέωση των κρατικών οργάνων για την προστασία του δασικού πλούτου της Χώρας και, ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται ο χαρακτηρισμός και η προστασία των εκτάσεων αυτών που άλλαξαν παρανόμως μορφή. Σημειώνεται, επίσης, ότι τυχόν παράνομες διοικητικές πράξεις μεταβολής της δασικής μορφής ορισμένης έκτασης εκτιμώνται, υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ, με βάση το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, το δε όργανο που τις εξέδωσε μπορεί να τις ανακαλέσει είτε δυνάμει ειδικής διάταξης, εφόσον αυτή υπάρχει, είτε σύμφωνα με τις γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα ανωτέρω πρέπει να περιληφθούν και στην αιτιολογική έκθεση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ώστε να καθίσταται σαφής ο σκοπός των προαναφερθεισών ρυθμίσεων του άρθρου 4 του σχεδίου.

19. Το νυν άρθρο 6 του σχεδίου πρέπει να τεθεί ως άρθρο 5 και να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Εννοιολογικός προσδιορισμός των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεων 1. Χορτολιβαδικές θεωρούνται οι εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα. 2. Βραχώδεις ή πετρώδεις θεωρούνται οι εκτάσεις επί των οποίων κυριαρχούν οι βραχώδεις ή πετρώδεις εξάρσεις επί του εδάφους και βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών. 3. Ως πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις (μη ορεινές ή ημιορεινές και μη κείμενες επί ανώμαλων εδαφών) θεωρούνται οι εκτάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος ή της βλάστησης της παραγράφου 1 και των οποίων, σωρευτικά, το υψόμετρο δεν υπερβαίνει τα 100 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, η δε μέση κλίση της εδαφικής επιφάνειας δεν υπερβαίνει το 8% και η μέγιστη εδαφική κλίση δεν ξεπερνά το 12% επί του συνόλου της εδαφικής επιφάνειας».

20. Το άρθρο 7 του σχεδίου πρέπει να αναριθμηθεί σε άρθρο 6. Τέλος, η ρήτρα δημοσίευσης και εκτέλεσης του διατάγματος πρέπει, κατά τα παγίως κριθέντα, να ανατεθεί στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας (βλ. Π.Ε. 107/2015 κ.ά.).

Η παρούσα γνωμοδότηση εκδόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2016.

Ο Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος Αθ. Ράντος

Η Γραμματέας Κ. Γκιώκα

Παναγιώτης Τσιμπούκης http://www.protothema.gr/