ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
Όπως σημειώνει και ο μαχητικός ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας. Αντιγράφω από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του «Μικρά Ασία» (που πρόκειται να παρουσιαστεί στην Ένωση Ποντίων από τους προσφυγικούς συλλόγους του νομού στις 9/3/2016): «Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…» Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.». Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.
Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίματος στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας όπου φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων». Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσων. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίνεται για τη δολοφονία ενός πρόσφυγα από ένα γηγενή στη Νιγρήτα Σερρών: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».
Η εμπάθεια του Γεωργίου Βλάχου είναι τέτοια, ώστε αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; …..Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος» («Καθημερινή», 19/7/1928).
Στην περιοχή μας, σε ανταπόκριση της εφ. Ελεύθερον Βήμα, το 1924 διαβάζουμε την είδηση: “Ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος Κούκου παρά την Αικατερίνην, Κωνσταντίνος Καραβίδας, οπλίσας 15 χωρικούς επετέθη κατά των εγκατασταθέντων Ποντίων προσφύγων τραυματίσας άνδρας και γυναίκας διά ροπάλων. Δύο πρόσφυγες εξηφανίσθησαν, εις δε γέρων ερρίφθη εις την πυράν να καή ζων”». Αλλά και σε άλλες εφημερίδες, κυρίως μακεδονικές θα δούμε σωρεία περιγραφών με αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις γηγενών και προσφύγων, όπως η είδηση που δημοσιεύεται στην εφ. Μακεδονία, στις 28/10/1927 μεταξύ γηγενών Βρωμερής και προσφύγων Περιστάσεως Αικατερίνης.
Τα ίδια λίγο πολύ περιστατικά, αλλά και άλλα, μικρότερης έκτασης, περιγράφουν στις προφορικές τους αφηγήσεις οι πρόσφυγες στην πόλη μας. Στο βιβλίο τους «ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ» ο Θανάσης Μισιτσάκης και ο Νίκος Ντουλαπτσής περισυνέλεξαν αφηγήσεις των θρακιωτών που εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη. Το σπουδαίο του εγχειρήματος βρίσκεται στην προσωπική καταγραφή των πληροφορητών/ιστορητών περιγράφοντας τα στοιχειώδη του βίου τους: τόπος γέννησης, οικογενειακή κατάσταση, οικονομική κατάσταση, περιπέτειες εγκατάστασης, τρόπος ζωής στην θρακική πατρίδα, ψυχαγωγία και καθημερινός μικρόκοσμος (καφενεία, μαγαζιά, ποικίλες μνήμες). Ιδιαίτερα σημαντικές αποδεικνύονται οι προφορικές συνεντεύξεις των θρακιωτών της Κατερίνης σε ζητήματα που έχουν σχέση με τα προβλήματα της εγκατάστασης, οι μνήμες από την αντιμετώπιση των ντόπιων της πόλης και οι μνήμες από τις σχέσεις τους με τους Τούρκους.
Θυμάται ο Παναγιώτης Αγατσιώτης: «Εκείνα τα χρόνια οι Θρακιώτες κάθε Κυριακή κάνανε χορό στο πάρκο. Το πάρκο τότε το λέγανε Κισλά. Τότε οι βλάχοι, όταν έβλεπαν τους Θρακιώτες, τρέχανε και μαζεύανε τα παιδιά τους λέγοντας ότι θα τα φάνε οι πρόσφυγες. Τα φοβερίζανε με την ιδέα του πρόσφυγα» (σ. 33).
Ο Δημήτρης Γιαννακίδης θυμάται από τις αφηγήσεις του πατέρα του Ανέστη (1905-1986) τις δυσκολίες τής συνύπαρξης όπως αυτές που αφορούσαν τους γάμους προσφύγων και ντόπιων: «Για αρκετά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να συγγενέψουν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες και πόσο μάλιστα με τους Κουμπαγιώτες μέσα από γάμο. Το πρωτοπαλίκαρο όμως από τους ντόπιους που πρωτοστατούσε στους καυγάδες με τους Κουμπαγιώτες, ήταν αυτός που παντρεύτηκε πρώτος Κουμπαγιώτισσα. Ο γάμος αυτός βοήθησε πολύ στο να ομαλοποιηθούν τα πράγματα.» (σ.64).
Στην αποτίμηση του λόγου των πληροφορητών διακρίνει κανείς προκαταλήψεις και υποκειμενικές χρήσεις της ιστορικής μνήμης όπως για παράδειγμα οι αναφορές σε κόντρες με τους Τουρκόφωνους από τη Δράμα και με τους Ευαγγελικούς στην πόλη. Αναφερόμενος ο Κώστας Χρηστίδης (γεννήθηκε το 1921) γιος του ανδριανουπολίτη Χρήστου Χρηστίδη (1885-1935) υποστηρίζει τα εξής: «Εγώ γεννήθηκα το 1921 στην Κατερίνη, σε ένα χαμηλό τουρκόσπιτο [στο σπίτι του Ζέτα], απένα μέχρι το 1930. Μετά μας έδωσαν οικόπεδο στα Θρακιώτικα, η τότε Επιτροπή [Ε.Α.Π.]. Η δική μας Θρακιώτικη Επιτροπή δεν έκανε καλή μοιρασιά, γιατί και δεν πήρανε όλοι [χήρες, ορφανά], αλλά μας φάγανε και οι πόντιοι πρόσφυγες τα οικόπεδα στη Νέα Ζωή, τα οποία ήταν τα θρακιώτικα αλώνια. Στο κέντρο του συνοικισμού [σημερινή πλατεία Θρακών] Δραμινοί και τουρκόφωνοι πρόσφυγες, με πίεση από τον Κισά Μπατσάκ πήρανε ετσιθελικά τα δικά μας οικόπεδα όπως και οι Ευαγγελικοί. Όλοι αυτοί ήρθανε πολύ αργότερα από τους Θρακιώτες» (σ. 271).
Η διάσωση της εθνικής μνήμης συνδέεται στενά με την υπεράσπιση της αλήθειας και της ιστορικής αντικειμενικότητας. Η πλούσια βιβλιογραφία που παράγεται τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στη σχετική προβληματική. Παράλληλα, οφείλουν οι ζωντανές ποντιακές οργανώσεις και τα προσφυγικά σωματεία να ανοιχτούν στον δημόσιο διάλογο και την έρευνα, να αντιληφθούν τον πλούτο των δικών τους τοπικών παραδόσεων (μαρτυρίες, απομνημονεύματα, αφηγήσεις και προφορικές μαρτυρίες) εφόσον η ενασχόληση και η ανάδειξη της τοπικής μνήμης «φέρνει την ιστορία μέσα στην κοινότητα» των πολιτών, προσφέρει μια αμφισβήτηση των κοινών τόπων της μεγάλης ιστορίας και εν τέλει είναι «ένα μέσο ριζικής μεταμόρφωσης της κοινωνικής σημασίας της ιστορίας».
Κυρίως όμως προσφέρει μια σπουδαία ευκαιρία να πολεμήσουμε ρατσιστικές ακροδεξιές συμπεριφορές και ξεπερασμένα στερεότυπα.
«Ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος Κούκου παρά την Αικατερίνην, Κωνσταντίνος Καραβίδας, οπλίσας 15 χωρικούς επετέθη κατά των εγκατασταθέντων Ποντίων προσφύγων
τραυματίσας άνδρας και γυναίκας διά ροπάλων. Δύο πρόσφυγες εξηφανίσθησαν, εις δε γέρων ερρίφθη εις την πυράν να καή ζων» εφ. Ελ. Βήμα, 21/2/ 1924
Τo υπέροχο κύμα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς των τελευταίων εβδομάδων απέναντι στους πεινώντες και διψώντες πρόσφυγες απ΄τη μια αλλά και η μισαλλόδοξη ρατσιστική συμπεριφορά απ΄την άλλη οφείλουν να μας βάλουν να σκεφτούμε κάπως και τις δικές μας προσφυγικές
Τo υπέροχο κύμα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς των τελευταίων εβδομάδων απέναντι στους πεινώντες και διψώντες πρόσφυγες απ΄τη μια αλλά και η μισαλλόδοξη ρατσιστική συμπεριφορά απ΄την άλλη οφείλουν να μας βάλουν να σκεφτούμε κάπως και τις δικές μας προσφυγικές
ιστορίες. Το πλούσιο υλικό σχεδόν μισού αιώνα προσφυγικής μνήμης στην Πιερία επιτρέπει, παρακολουθώντας τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών της, να έχουμε μια καλύτερη εικόνα γύρω από ζητήματα όπως: αιτίες της προσφυγιάς, η στάση των γηγενών, προκαταλήψεις και στερεότυπα, τα προβλήματα της εγκατάστασης.
Όπως σημειώνει και ο μαχητικός ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας. Αντιγράφω από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του «Μικρά Ασία» (που πρόκειται να παρουσιαστεί στην Ένωση Ποντίων από τους προσφυγικούς συλλόγους του νομού στις 9/3/2016): «Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…» Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.». Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.
Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίματος στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας όπου φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων». Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσων. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίνεται για τη δολοφονία ενός πρόσφυγα από ένα γηγενή στη Νιγρήτα Σερρών: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».
Η εμπάθεια του Γεωργίου Βλάχου είναι τέτοια, ώστε αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; …..Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος» («Καθημερινή», 19/7/1928).
Στην περιοχή μας, σε ανταπόκριση της εφ. Ελεύθερον Βήμα, το 1924 διαβάζουμε την είδηση: “Ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος Κούκου παρά την Αικατερίνην, Κωνσταντίνος Καραβίδας, οπλίσας 15 χωρικούς επετέθη κατά των εγκατασταθέντων Ποντίων προσφύγων τραυματίσας άνδρας και γυναίκας διά ροπάλων. Δύο πρόσφυγες εξηφανίσθησαν, εις δε γέρων ερρίφθη εις την πυράν να καή ζων”». Αλλά και σε άλλες εφημερίδες, κυρίως μακεδονικές θα δούμε σωρεία περιγραφών με αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις γηγενών και προσφύγων, όπως η είδηση που δημοσιεύεται στην εφ. Μακεδονία, στις 28/10/1927 μεταξύ γηγενών Βρωμερής και προσφύγων Περιστάσεως Αικατερίνης.
Τα ίδια λίγο πολύ περιστατικά, αλλά και άλλα, μικρότερης έκτασης, περιγράφουν στις προφορικές τους αφηγήσεις οι πρόσφυγες στην πόλη μας. Στο βιβλίο τους «ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ» ο Θανάσης Μισιτσάκης και ο Νίκος Ντουλαπτσής περισυνέλεξαν αφηγήσεις των θρακιωτών που εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη. Το σπουδαίο του εγχειρήματος βρίσκεται στην προσωπική καταγραφή των πληροφορητών/ιστορητών περιγράφοντας τα στοιχειώδη του βίου τους: τόπος γέννησης, οικογενειακή κατάσταση, οικονομική κατάσταση, περιπέτειες εγκατάστασης, τρόπος ζωής στην θρακική πατρίδα, ψυχαγωγία και καθημερινός μικρόκοσμος (καφενεία, μαγαζιά, ποικίλες μνήμες). Ιδιαίτερα σημαντικές αποδεικνύονται οι προφορικές συνεντεύξεις των θρακιωτών της Κατερίνης σε ζητήματα που έχουν σχέση με τα προβλήματα της εγκατάστασης, οι μνήμες από την αντιμετώπιση των ντόπιων της πόλης και οι μνήμες από τις σχέσεις τους με τους Τούρκους.
Θυμάται ο Παναγιώτης Αγατσιώτης: «Εκείνα τα χρόνια οι Θρακιώτες κάθε Κυριακή κάνανε χορό στο πάρκο. Το πάρκο τότε το λέγανε Κισλά. Τότε οι βλάχοι, όταν έβλεπαν τους Θρακιώτες, τρέχανε και μαζεύανε τα παιδιά τους λέγοντας ότι θα τα φάνε οι πρόσφυγες. Τα φοβερίζανε με την ιδέα του πρόσφυγα» (σ. 33).
Ο Δημήτρης Γιαννακίδης θυμάται από τις αφηγήσεις του πατέρα του Ανέστη (1905-1986) τις δυσκολίες τής συνύπαρξης όπως αυτές που αφορούσαν τους γάμους προσφύγων και ντόπιων: «Για αρκετά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να συγγενέψουν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες και πόσο μάλιστα με τους Κουμπαγιώτες μέσα από γάμο. Το πρωτοπαλίκαρο όμως από τους ντόπιους που πρωτοστατούσε στους καυγάδες με τους Κουμπαγιώτες, ήταν αυτός που παντρεύτηκε πρώτος Κουμπαγιώτισσα. Ο γάμος αυτός βοήθησε πολύ στο να ομαλοποιηθούν τα πράγματα.» (σ.64).
Στην αποτίμηση του λόγου των πληροφορητών διακρίνει κανείς προκαταλήψεις και υποκειμενικές χρήσεις της ιστορικής μνήμης όπως για παράδειγμα οι αναφορές σε κόντρες με τους Τουρκόφωνους από τη Δράμα και με τους Ευαγγελικούς στην πόλη. Αναφερόμενος ο Κώστας Χρηστίδης (γεννήθηκε το 1921) γιος του ανδριανουπολίτη Χρήστου Χρηστίδη (1885-1935) υποστηρίζει τα εξής: «Εγώ γεννήθηκα το 1921 στην Κατερίνη, σε ένα χαμηλό τουρκόσπιτο [στο σπίτι του Ζέτα], απένα μέχρι το 1930. Μετά μας έδωσαν οικόπεδο στα Θρακιώτικα, η τότε Επιτροπή [Ε.Α.Π.]. Η δική μας Θρακιώτικη Επιτροπή δεν έκανε καλή μοιρασιά, γιατί και δεν πήρανε όλοι [χήρες, ορφανά], αλλά μας φάγανε και οι πόντιοι πρόσφυγες τα οικόπεδα στη Νέα Ζωή, τα οποία ήταν τα θρακιώτικα αλώνια. Στο κέντρο του συνοικισμού [σημερινή πλατεία Θρακών] Δραμινοί και τουρκόφωνοι πρόσφυγες, με πίεση από τον Κισά Μπατσάκ πήρανε ετσιθελικά τα δικά μας οικόπεδα όπως και οι Ευαγγελικοί. Όλοι αυτοί ήρθανε πολύ αργότερα από τους Θρακιώτες» (σ. 271).
Η διάσωση της εθνικής μνήμης συνδέεται στενά με την υπεράσπιση της αλήθειας και της ιστορικής αντικειμενικότητας. Η πλούσια βιβλιογραφία που παράγεται τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στη σχετική προβληματική. Παράλληλα, οφείλουν οι ζωντανές ποντιακές οργανώσεις και τα προσφυγικά σωματεία να ανοιχτούν στον δημόσιο διάλογο και την έρευνα, να αντιληφθούν τον πλούτο των δικών τους τοπικών παραδόσεων (μαρτυρίες, απομνημονεύματα, αφηγήσεις και προφορικές μαρτυρίες) εφόσον η ενασχόληση και η ανάδειξη της τοπικής μνήμης «φέρνει την ιστορία μέσα στην κοινότητα» των πολιτών, προσφέρει μια αμφισβήτηση των κοινών τόπων της μεγάλης ιστορίας και εν τέλει είναι «ένα μέσο ριζικής μεταμόρφωσης της κοινωνικής σημασίας της ιστορίας».
Κυρίως όμως προσφέρει μια σπουδαία ευκαιρία να πολεμήσουμε ρατσιστικές ακροδεξιές συμπεριφορές και ξεπερασμένα στερεότυπα.