Μια επείγουσα ηθική και πολιτική αναγκαιότητα
προσφύγων στην Ευρώπη, προτάσσοντας την φιλοξενία και το δικαίωμα ασύλου ενάντια
στη βαρβαρότητα. Το κείμενο ήδη υπογράφεται, μεταξύ άλλων, από τους Μισέλ Αζέρ, Χορστ Άρενζ, Χρύσα Αβλάμη, Αθηνά Αθανασίου, Βάλτερ Μπάγιερ, Ετιέν Μπαλιμπάρ, Μαρί Μπουαζί, Χαμίτ Μποζαρσλάν, Τζούντιθ Μπάτλερ, Στέφανος Δημητρίου, Κύρκος Δοξιάδης, Ντάριο Σιπρούτ, Πατρίς Κοέν-Σιτ, Έντουαρντ Ντελ Ρουέλ, Μάθιου ντε Ναντέιλ, Γούλφγκανγκ Φριτζ Χόγκ, Αχμέτ Ινσέλ, Μάκης Κουζέλης, Νικολά Κλότζ, Ζουστίν Λα Κρουά, Αμάντα Λάτιμερ, Καμίλ Λουί, Γιακόμο Μαραμάο, Ρότζερ Μαρτελί, Σάντρο Μεζάντρα, Μαρία Νικολακάκη, Τζόσεφ Ραμονέδα, Βίκυ Σκούμπη, Μπάρμπαρα Σπινέλι, Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Μπο Στράθ, Ετιέν Τασίν, Χανς Βένεμα, Μαρί-Κριστίν Βεργκιάτ, Φρίντερ Ότο Γουλφ. Η συλλογή υπογραφών συνεχίζεται στο www.transform-network.net.
Εμείς, πολίτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ζώνης Σένγκεν, των Βαλκανίων και της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, αλλά και πολίτες άλλων περιοχών του κόσμου που μοιράζονται τις ανησυχίες μας, απευθύνουμε μια επείγουσα έκκληση στους συμπολίτες μας, στις κυβερνήσεις μας και στους αντιπροσώπους μας στα εθνικά κοινοβούλια και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στον Ανώτατη Επίτροπο των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες:
Πρέπει να σώσουμε και να υποδεχτούμε τους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή!
Ανθρωπιστική καταστροφή
(…) Από τότε που οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή και ιδίως στη Συρία πήραν διαστάσεις μαζικής σφαγής χωρίς προβλέψιμο τέλος, η κατάσταση άλλαξε επίπεδο. Όμηροι μεταξύ των εμπόλεμων, βομβαρδισμένοι, πεινασμένοι, τρομοκρατημένοι, πληθυσμοί ολόκληροι ξεκινούν μια ριψοκίνδυνη έξοδο που, με τίμημα εκατομμύρια επιπλέον νεκρών, σπρώχνει άντρες, γυναίκες και παιδιά προς τις γειτονικές χώρες και χτυπά τις πόρτες της Ευρώπης.
Πρόκειται για μια μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή. Μια καταστροφή που μας θέτει ενώπιον μιας ιστορικής ευθύνης την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων
Η ανικανότητα των κυβερνήσεων όλων των χωρών μας να βάλουν ένα τέλος στις αιτίες της εξόδου (όταν δεν συμβάλλουν στην επιδείνωσή τους) δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον να συντρέξουν και να υποδεχτούν τους πρόσφυγες σεβόμενοι τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, που είναι εγγεγραμμένα μαζί με το δικαίωμα ασύλου στις διακηρύξεις και τις συμβάσεις που θεμελιώνουν το διεθνές δίκαιο.
Με κάποιες εξαιρέσεις ωστόσο ‒ την υποδειγματική πρωτοβουλία της Γερμανίας, που δεν έχει προς το παρόν ανακληθεί, να ανοίξει τις πόρτες της στους Σύρους πρόσφυγες· τη γιγαντιαία προσπάθεια της Ελλάδας προκειμένου να σώσει, να υποδεχτεί και να προωθήσει τα εκατομμύρια των διασωθέντων που καθημερινά προσαράζουν στις ακτές της, ενώ την ίδια στιγμή η οικονομία της είναι βυθισμένη σε μια καταστροφική λιτότητα· την καλή θέληση που έδειξε η Πορτογαλία για να δεχτεί κάποιο μέρος των προσφύγων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα‒, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρνούνται να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της κατάστασης, να την εξηγήσουν στην κοινή τους γνώμη και να οργανώσουν την αλληλεγγύη υπερβαίνοντας τους εθνικούς εγωισμούς. Αντιθέτως, από την Ανατολή ως τη Δύση και από τον Βορά ως τον Νότο, απορρίπτουν και το ελάχιστο σχέδιο κατανομής των προσφύγων που είχε επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ή επιλέγουν την υπονόμευσή του. Ακόμη χειρότερα, επιδίδονται στην καταστολή, στο στιγματισμό, στην κακομεταχείριση των προσφύγων και των μεταναστών εν γένει (…)
Στον αντίποδα, οι πολίτες της Ευρώπης
Στον αντίποδα, οι απλοί πολίτες της Ευρώπης και άλλων χωρών: ψαράδες και κάτοικοι της Λαμπεντούζα και της Λέσβου, ακτιβιστές των ενώσεων συνδρομής των προσφύγων, θρησκευτικές ή λαϊκές εστίες φιλοξενίας, που τις διαχειρίζονται καλλιτέχνες και διανοούμενοι, έσωσαν την τιμή και έδειξαν το δρόμο μιας λύσης. Προσκρούουν ωστόσο στην ανεπάρκεια των μέσων, ενίοτε στην εχθρότητα και τη βία των δημόσιων εξουσιών, και βρίσκονται αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν, μαζί με τους ίδιους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, την ταχύτατη ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού μετώπου ξενοφοβίας, που εκτείνεται από βίαιες, ανοιχτά ρατσιστικές ή νεοφασιστικές οργανώσεις μέχρι «αξιοσέβαστους» πολιτικούς ηγέτες και κυβερνήσεις που όλο και συχνότερα υποκύπτουν στον αυταρχισμό, στον εθνικισμό και στη δημαγωγία. Δύο εντελώς ασύμβατες Ευρώπες βρίσκονται λοιπόν αντιμέτωπες, και ανάμεσά τους είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να διαλέξουμε.
Αυτή η ξενοφοβική τάση, ταυτοχρόνως φονική για τους ξένους και καταστροφική για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου ως γης ελευθερίας, πρέπει να ανατραπεί αμέσως.
Από τα 60 εκατομμύρια προσφύγων που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο, ο Λίβανος και η Ιορδανία έχουν υποδεχτεί από ένα εκατομμύριο (το 20% και το 12% του πληθυσμού τους αντίστοιχα), η Τουρκία δύο εκατομμύρια (3%). Το ένα εκατομμύριο των προσφύγων που έχει φτάσει το 2015 στην Ευρώπη (μια από τις πλουσιότερες περιοχές του κόσμου, παρά την κρίση) δεν αντιπροσωπεύουν παρά το 0,2 % του πληθυσμού της! Οι ευρωπαϊκές χώρες, εκλαμβανόμενες στο σύνολό τους, όχι μόνο έχουν τα μέσα να δεχτούν τους πρόσφυγες και να τους φερθούν με αξιοπρέπεια, αλλά οφείλουν να το κάνουν για να μπορούν να συνεχίσουν να επικαλούνται τα δικαιώματα του ανθρώπου ως θεμέλιο της πολιτικής τους συγκρότησης. Το επιτάσσει, επίσης, το συμφέρον τους, αν θέλουν να αρχίσουν να αναδημιουργούν, μαζί με όλες τις χώρες του μεσογειακού χώρου με τις οποίες μοιράζονται εδώ και χιλιετίες κοινή ιστορία και κοινή πολιτισμική κληρονομιά, τις συνθήκες ειρήνευσης και συλλογικής ασφάλειας. Και είναι αυτό η προϋπόθεση ώστε το φάσμα μιας νέας εποχής οργανωμένων θεσμικών διακρίσεων και εξάλειψης «ανεπιθύμητων» ανθρώπων να απομακρυνθεί οριστικά από τον ορίζοντά μας.
Κανείς δεν μπορεί να πει πότε και σε ποια αναλογία οι πρόσφυγες θα επιστρέψουν «στα σπίτια τους», και κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τη δυσκολία του προς επίλυση προβλήματος, τις αντιστάσεις που γεννά, τα εμπόδια, αλλά και τους κινδύνους που εμπεριέχει. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ανακηρύσσει το πρόβλημα άλυτο με σκοπό απλώς να υπεκφύγει.
Επιβάλλονται άμεσα επείγοντα μέτρα πολύ μεγάλου εύρους
Το καθήκον να συνδράμουμε τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής στο πλαίσιο μιας κατάστασης εξαίρεσης πρέπει να κηρυχθεί και να ενεργοποιηθεί από τους διοικούντες θεσμούς της ΕΕ και να αναληφθεί από όλα τα κράτη μέλη. Πρέπει να καθιερωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη και να γίνει αντικείμενο μιας διαρκούς συνεργασίας με τα δημοκρατικά κράτη όλης της περιοχής.
Πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις πρέπει να ενεργοποιηθούν, όχι για να διεξαγάγουν έναν θαλάσσιο ανταρτοπόλεμο ενάντια στους «διακινητές», αλλά για να προσφέρουν βοήθεια στους μετανάστες και να σταματήσουν το σκάνδαλο των θαλάσσιων πνιγμών. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει ενδεχομένως να καταστείλουμε τη διακίνηση και να καταδικάσουμε τις συνενοχές από τις οποίες επωφελείται. Η απαγόρευση της νόμιμης πρόσβασης είναι αυτή που γεννά τις μαφιόζικες πρακτικές και όχι το αντίθετο.
Το βάρος των χωρών πρώτης υποδοχής, κυρίως της Ελλάδας, πρέπει να έχει άμεση ελάφρυνση. Η συμβολή τους στο κοινό συμφέρον πρέπει να αναγνωριστεί.
Η ζώνη ελεύθερης κυκλοφορίας της Σένγκεν πρέπει να διατηρηθεί, αλλά οι συμφωνίες του Δουβλίνου που προβλέπουν την απώθηση των μεταναστών προς τη χώρα εισόδου πρέπει να ανασταλούν και να γίνουν αντικείμενο νέας διαπραγμάτευσης. Η ΕΕ πρέπει να πιέσει τις παραδουνάβιες και βαλκανικές χώρες να ξανανοίξουν τα σύνορά τους, και να διαπραγματευτεί με την Τουρκία, ώστε να πάψει να χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως πολιτικοστρατιωτικό άλλοθι και μέσο συναλλαγής.
Ταυτοχρόνως, τα εναέρια και θαλάσσια μέσα συγκοινωνίας πρέπει να ενεργοποιηθούν για να μεταφέρονται όλοι οι πρόσφυγες που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι στις χώρες του ευρωπαϊκού «Βορρά» οι οποίες μπορούν αντικειμενικά να τους υποδεχτούν, αντί να τους αφήνουμε να συσσωρεύονται σε μια μικρή χώρα που απειλείται να καταστεί ένα τεράστια στρατόπεδο συγκέντρωσης για λογαριασμό των γειτόνων της.
Πιο μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη ‒αντιμέτωπη με μια από αυτές τις μεγάλες προκλήσεις που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας των λαών‒ πρέπει να επεξεργαστεί ένα δημοκρατικά ελεγχόμενο σχέδιο βοήθειας για όσους δραπετεύουν από τη μεγάλη σφαγή και γι’ αυτούς που τους προσφέρουν βοήθεια: όχι μόνο ποσοστώσεις υποδοχής, αλλά και κοινωνικές και εκπαιδευτικές δράσεις βοήθειας, νομικά εργαλεία που θα εγγυώνται τα νέα δικαιώματα εντάσσοντας αξιοπρεπώς και ειρηνικά τους εκτοπισμένους πληθυσμούς στις κοινωνίες υποδοχής.
Δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά μόνο αυτή: φιλοξενία και δικαίωμα ασύλου, ή βαρβαρότητα!
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
Εμείς, πολίτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ζώνης Σένγκεν, των Βαλκανίων και της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, αλλά και πολίτες άλλων περιοχών του κόσμου που μοιράζονται τις ανησυχίες μας, απευθύνουμε μια επείγουσα έκκληση στους συμπολίτες μας, στις κυβερνήσεις μας και στους αντιπροσώπους μας στα εθνικά κοινοβούλια και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στον Ανώτατη Επίτροπο των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες:
Πρέπει να σώσουμε και να υποδεχτούμε τους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή!
Ανθρωπιστική καταστροφή
(…) Από τότε που οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή και ιδίως στη Συρία πήραν διαστάσεις μαζικής σφαγής χωρίς προβλέψιμο τέλος, η κατάσταση άλλαξε επίπεδο. Όμηροι μεταξύ των εμπόλεμων, βομβαρδισμένοι, πεινασμένοι, τρομοκρατημένοι, πληθυσμοί ολόκληροι ξεκινούν μια ριψοκίνδυνη έξοδο που, με τίμημα εκατομμύρια επιπλέον νεκρών, σπρώχνει άντρες, γυναίκες και παιδιά προς τις γειτονικές χώρες και χτυπά τις πόρτες της Ευρώπης.
Πρόκειται για μια μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή. Μια καταστροφή που μας θέτει ενώπιον μιας ιστορικής ευθύνης την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων
Η ανικανότητα των κυβερνήσεων όλων των χωρών μας να βάλουν ένα τέλος στις αιτίες της εξόδου (όταν δεν συμβάλλουν στην επιδείνωσή τους) δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον να συντρέξουν και να υποδεχτούν τους πρόσφυγες σεβόμενοι τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, που είναι εγγεγραμμένα μαζί με το δικαίωμα ασύλου στις διακηρύξεις και τις συμβάσεις που θεμελιώνουν το διεθνές δίκαιο.
Με κάποιες εξαιρέσεις ωστόσο ‒ την υποδειγματική πρωτοβουλία της Γερμανίας, που δεν έχει προς το παρόν ανακληθεί, να ανοίξει τις πόρτες της στους Σύρους πρόσφυγες· τη γιγαντιαία προσπάθεια της Ελλάδας προκειμένου να σώσει, να υποδεχτεί και να προωθήσει τα εκατομμύρια των διασωθέντων που καθημερινά προσαράζουν στις ακτές της, ενώ την ίδια στιγμή η οικονομία της είναι βυθισμένη σε μια καταστροφική λιτότητα· την καλή θέληση που έδειξε η Πορτογαλία για να δεχτεί κάποιο μέρος των προσφύγων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα‒, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρνούνται να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της κατάστασης, να την εξηγήσουν στην κοινή τους γνώμη και να οργανώσουν την αλληλεγγύη υπερβαίνοντας τους εθνικούς εγωισμούς. Αντιθέτως, από την Ανατολή ως τη Δύση και από τον Βορά ως τον Νότο, απορρίπτουν και το ελάχιστο σχέδιο κατανομής των προσφύγων που είχε επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ή επιλέγουν την υπονόμευσή του. Ακόμη χειρότερα, επιδίδονται στην καταστολή, στο στιγματισμό, στην κακομεταχείριση των προσφύγων και των μεταναστών εν γένει (…)
Στον αντίποδα, οι πολίτες της Ευρώπης
Στον αντίποδα, οι απλοί πολίτες της Ευρώπης και άλλων χωρών: ψαράδες και κάτοικοι της Λαμπεντούζα και της Λέσβου, ακτιβιστές των ενώσεων συνδρομής των προσφύγων, θρησκευτικές ή λαϊκές εστίες φιλοξενίας, που τις διαχειρίζονται καλλιτέχνες και διανοούμενοι, έσωσαν την τιμή και έδειξαν το δρόμο μιας λύσης. Προσκρούουν ωστόσο στην ανεπάρκεια των μέσων, ενίοτε στην εχθρότητα και τη βία των δημόσιων εξουσιών, και βρίσκονται αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν, μαζί με τους ίδιους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, την ταχύτατη ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού μετώπου ξενοφοβίας, που εκτείνεται από βίαιες, ανοιχτά ρατσιστικές ή νεοφασιστικές οργανώσεις μέχρι «αξιοσέβαστους» πολιτικούς ηγέτες και κυβερνήσεις που όλο και συχνότερα υποκύπτουν στον αυταρχισμό, στον εθνικισμό και στη δημαγωγία. Δύο εντελώς ασύμβατες Ευρώπες βρίσκονται λοιπόν αντιμέτωπες, και ανάμεσά τους είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να διαλέξουμε.
Αυτή η ξενοφοβική τάση, ταυτοχρόνως φονική για τους ξένους και καταστροφική για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου ως γης ελευθερίας, πρέπει να ανατραπεί αμέσως.
Από τα 60 εκατομμύρια προσφύγων που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο, ο Λίβανος και η Ιορδανία έχουν υποδεχτεί από ένα εκατομμύριο (το 20% και το 12% του πληθυσμού τους αντίστοιχα), η Τουρκία δύο εκατομμύρια (3%). Το ένα εκατομμύριο των προσφύγων που έχει φτάσει το 2015 στην Ευρώπη (μια από τις πλουσιότερες περιοχές του κόσμου, παρά την κρίση) δεν αντιπροσωπεύουν παρά το 0,2 % του πληθυσμού της! Οι ευρωπαϊκές χώρες, εκλαμβανόμενες στο σύνολό τους, όχι μόνο έχουν τα μέσα να δεχτούν τους πρόσφυγες και να τους φερθούν με αξιοπρέπεια, αλλά οφείλουν να το κάνουν για να μπορούν να συνεχίσουν να επικαλούνται τα δικαιώματα του ανθρώπου ως θεμέλιο της πολιτικής τους συγκρότησης. Το επιτάσσει, επίσης, το συμφέρον τους, αν θέλουν να αρχίσουν να αναδημιουργούν, μαζί με όλες τις χώρες του μεσογειακού χώρου με τις οποίες μοιράζονται εδώ και χιλιετίες κοινή ιστορία και κοινή πολιτισμική κληρονομιά, τις συνθήκες ειρήνευσης και συλλογικής ασφάλειας. Και είναι αυτό η προϋπόθεση ώστε το φάσμα μιας νέας εποχής οργανωμένων θεσμικών διακρίσεων και εξάλειψης «ανεπιθύμητων» ανθρώπων να απομακρυνθεί οριστικά από τον ορίζοντά μας.
Κανείς δεν μπορεί να πει πότε και σε ποια αναλογία οι πρόσφυγες θα επιστρέψουν «στα σπίτια τους», και κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τη δυσκολία του προς επίλυση προβλήματος, τις αντιστάσεις που γεννά, τα εμπόδια, αλλά και τους κινδύνους που εμπεριέχει. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ανακηρύσσει το πρόβλημα άλυτο με σκοπό απλώς να υπεκφύγει.
Επιβάλλονται άμεσα επείγοντα μέτρα πολύ μεγάλου εύρους
Το καθήκον να συνδράμουμε τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής στο πλαίσιο μιας κατάστασης εξαίρεσης πρέπει να κηρυχθεί και να ενεργοποιηθεί από τους διοικούντες θεσμούς της ΕΕ και να αναληφθεί από όλα τα κράτη μέλη. Πρέπει να καθιερωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη και να γίνει αντικείμενο μιας διαρκούς συνεργασίας με τα δημοκρατικά κράτη όλης της περιοχής.
Πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις πρέπει να ενεργοποιηθούν, όχι για να διεξαγάγουν έναν θαλάσσιο ανταρτοπόλεμο ενάντια στους «διακινητές», αλλά για να προσφέρουν βοήθεια στους μετανάστες και να σταματήσουν το σκάνδαλο των θαλάσσιων πνιγμών. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει ενδεχομένως να καταστείλουμε τη διακίνηση και να καταδικάσουμε τις συνενοχές από τις οποίες επωφελείται. Η απαγόρευση της νόμιμης πρόσβασης είναι αυτή που γεννά τις μαφιόζικες πρακτικές και όχι το αντίθετο.
Το βάρος των χωρών πρώτης υποδοχής, κυρίως της Ελλάδας, πρέπει να έχει άμεση ελάφρυνση. Η συμβολή τους στο κοινό συμφέρον πρέπει να αναγνωριστεί.
Η ζώνη ελεύθερης κυκλοφορίας της Σένγκεν πρέπει να διατηρηθεί, αλλά οι συμφωνίες του Δουβλίνου που προβλέπουν την απώθηση των μεταναστών προς τη χώρα εισόδου πρέπει να ανασταλούν και να γίνουν αντικείμενο νέας διαπραγμάτευσης. Η ΕΕ πρέπει να πιέσει τις παραδουνάβιες και βαλκανικές χώρες να ξανανοίξουν τα σύνορά τους, και να διαπραγματευτεί με την Τουρκία, ώστε να πάψει να χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως πολιτικοστρατιωτικό άλλοθι και μέσο συναλλαγής.
Ταυτοχρόνως, τα εναέρια και θαλάσσια μέσα συγκοινωνίας πρέπει να ενεργοποιηθούν για να μεταφέρονται όλοι οι πρόσφυγες που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι στις χώρες του ευρωπαϊκού «Βορρά» οι οποίες μπορούν αντικειμενικά να τους υποδεχτούν, αντί να τους αφήνουμε να συσσωρεύονται σε μια μικρή χώρα που απειλείται να καταστεί ένα τεράστια στρατόπεδο συγκέντρωσης για λογαριασμό των γειτόνων της.
Πιο μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη ‒αντιμέτωπη με μια από αυτές τις μεγάλες προκλήσεις που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας των λαών‒ πρέπει να επεξεργαστεί ένα δημοκρατικά ελεγχόμενο σχέδιο βοήθειας για όσους δραπετεύουν από τη μεγάλη σφαγή και γι’ αυτούς που τους προσφέρουν βοήθεια: όχι μόνο ποσοστώσεις υποδοχής, αλλά και κοινωνικές και εκπαιδευτικές δράσεις βοήθειας, νομικά εργαλεία που θα εγγυώνται τα νέα δικαιώματα εντάσσοντας αξιοπρεπώς και ειρηνικά τους εκτοπισμένους πληθυσμούς στις κοινωνίες υποδοχής.
Δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά μόνο αυτή: φιλοξενία και δικαίωμα ασύλου, ή βαρβαρότητα!
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
http://epohi.gr/