Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Ενα βαθιά θρησκευόμενο «κοσμικό» κράτος


 Τα τελευταία χρόνια, οι εκάστοτε αρχηγοί της κεντρώας ή αριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν εξαγγείλει τον διαχωρισμό, για να ξεχάσουν τη... βλάσφημη σκέψη μόλις το τρένο της εξουσίας πλησιάσει | ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ//EUROKINISSI

Συντάκτης:
Ντίνα Δασκαλοπούλου


Είναι μια σχέση αιώνων που εύκολα αμφισβητείται, αλλά δύσκολα διαταράσσεται. Ο εναγκαλισμός της ελληνικής Πολιτείας με την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι παλιός όσο και το νεότερο ελληνικό κράτος. Αναρίθμητες είναι οι προσπάθειες να επανεξεταστεί έστω, να εκσυγχρονιστεί εν μέρει, αλλά κάθε φορά πέφτουν στο κενό.Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι εκάστοτε αρχηγοί της κεντρώας ή αριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν εξαγγείλει τον διαχωρισμό, για να ξεχάσουν τη... βλάσφημη σκέψη μόλις το τρένο της εξουσίας πλησιάσει. Κι άλλοι τόσοι βουλευτές ή και υπουργοί που έχουν ενοχλήσει με δηλώσεις τους τον κλήρο έχουν σπεύσει να μετανοήσουν, μόλις η Εκκλησία πιάσει το φραγγέλιο.
Απόπειρες

Από τη μεταπολίτευση και μετά έχουν γίνει αρκετές αποσπασματικές απόπειρες εκκοσμίκευσης της ελληνικής πολιτείας. Στις επιτυχίες και τις αποτυχίες αναφέρεται ο δρ Αλέξανδρος Σακελλαρίου, που εξειδικεύεται στην κοινωνιολογία της θρησκείας: «Μεταξύ των επιτυχημένων εκκοσμικευτικών προσπαθειών ήταν η καθιέρωση της ονοματοδοσίας του παιδιού το 1976, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου και η αποποινικοποίηση της μοιχείας το 1982, που προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εκκλησίας, η κατάργηση της εξομολόγησης στα σχολεία το 2006, η κατάργηση της άδειας ή γνωμοδότησης του επιχώριου μητροπολίτη για την ανέγερση ναού άλλης θρησκείας, επίσης το 2006, αλλά και η καθιέρωση του πολιτικού όρκου στα δικαστήρια».

Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση που κάνει ο κ. Σακελλαρίου ότι «οι περισσότερες επιτυχημένες και με λιγότερες αντιδράσεις εκκοσμικευτικές κινήσεις έχουν λάβει χώρα επί δεξιών κυβερνήσεων. Αλλες προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς εν μέσω θυελλωδών αντιδράσεων: το 1984 με το βιβλίο “Η ιστορία του ανθρώπινου γένους” της Α' Λυκείου, του Λ. Σταυριανού, ή με την προσπάθεια εισαγωγής στα σχολεία της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης δύο φορές (2001 και 2009), ενώ το αποκορύφωμα ήταν το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες το 2000».
Στην καθημερινότητα

Προφανώς, ο χωρισμός Πολιτείας - Εκκλησίας απέχει έτη φωτός από την ελληνική πραγματικότητα. Τι θα συνέβαινε στην καθημερινότητά μας και τι θα άλλαζε στη ζωή μας αν η Ελλάδα γινόταν ένα κοσμικό κράτος;

Σ' αυτήν την υπόθεση εργασίας προ(σ)καλέσαμε τον Κωστή Τσιτσελίκη, πρόεδρο της Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. «Η πρώτη αλλαγή θα ήταν στο Σύνταγμα, με κατάργηση του προοιμίου του και του άρθρου 3, το οποίο ρυθμίζει το καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Αγίου Ορους. Το άρθρο 33, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος μπορεί να ορκιστεί μόνο με θρησκευτικό ορθόδοξο όρκο. Πέρα από το συνταγματικό επίπεδο, πλήθος άλλων διατάξεων (νόμος που διέπει το καθεστώς της Εκκλησίας, διατάξεις στην εκπαιδευτική νομοθεσία κ.λπ.), αλλά και πρακτικών θα είχαν τροποποιηθεί».

Συγκεκριμένα:

1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα έπαυε να είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, όπως και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο. Παρόμοια και οι Μουφτείες της Θράκης θα έπαυαν να αποτελούν δημόσιες υπηρεσίες.

Ο πρόσφατος νόμος για τις θρησκευτικές κοινότητες θα έπρεπε να τροποποιηθεί, ώστε να εξισώνει όλες τις θρησκευτικές κοινότητες στη σφαίρα του ιδιωτικού, χωρίς προνομιακή μεταχείριση των ορθόδοξων χριστιανών, αλλά και των μουσουλμάνων (ο μουφτής εκλέγεται και χάνει τις δικαστικές του αρμοδιότητες).

2. Συνέπεια αυτού θα ήταν η μισθολογική ανεξαρτητοποίηση των κληρικών κάθε βαθμίδας από τον κρατικό προϋπολογισμό, η οποία θα βάρυνε την Εκκλησία που θα μισθοδοτούσε τους κληρικούς ως ιδιωτικούς υπαλλήλους της. Δεν θα υπήρχαν οργανικές θέσεις ιερέων στην Αστυνομία και στον Στρατό.

3. Πολλά θέματα που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία θα έπρεπε να επιλυθούν, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με την ειδική φορολόγηση, τις απαλλαγές.

4. Πολλά ακίνητα υπό δέσμευση από το κράτος επιστρέφονται στην Εκκλησία.

5. Εκεί που θα παρατηρούσαμε μεγάλες αλλαγές είναι ο χώρος της Παιδείας. Το μάθημα των θρησκευτικών θα είχε σχεδιαστεί στη βάση της θρησκειολογίας ενδεχομένως, σίγουρα όχι της κατήχησης. Θα μπορούσε ίσως να γίνεται επιλογή διαφόρων μαθημάτων θρησκευτικού περιεχομένου ή να καταργηθεί εντελώς. Πολλά και διάφορα μοντέλα λειτουργούν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

6. Η πρωινή προσευχή και ο αγιασμός θα καταργούνταν.

7. Στις δημόσιες υπηρεσίες και τα συμβολαιογραφεία, η ορκοδοσία θα ήταν υποχρεωτικά πολιτικού χαρακτήρα. Στα δικαστήρια θα μπορούσε κανείς να ορκιστεί και με θρησκευτικό όρκο, ανάλογα με τη θρησκεία του. Σε κάθε περίπτωση, θα προτασσόταν ο πολιτικός όρκος. Αυτό παρεμπιπτόντως θα έπρεπε να ισχύει και σήμερα.

8. Η ανάρτηση εικόνων σε δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως στα σχολεία και τα δικαστήρια θα έπρεπε να επανεξεταστεί στο νέο κοσμικό περιβάλλον.

Σήμερα δεν υπάρχει κανονισμός που να επιβάλλει την ανάρτησή τους. Παραμένουν εκεί σε αδράνεια, αντανακλώντας την ιδεολογική επιβολή της «κυρίαρχης θρησκείας». Κατά συνέπεια, η διαφοροποίηση από οποιαδήποτε θρησκευτική ταύτιση στους χώρους δημόσιας λειτουργίας της Παιδείας και της Δικαιοσύνης θα είχε κατοχυρωθεί αυστηρά.

9. Το υπουργείο Παιδείας δεν θα είχε αρμοδιότητες επί των θρησκευτικών θεμάτων κάθε θρησκευτικής κοινότητας, αφού αυτές θα είχαν την απόλυτη αυτοδιοίκηση των εσωτερικών τους θεμάτων.

10. Η αναγραφή του θρησκεύματος θα είχε απαλειφθεί από κάθε δημόσιο έγγραφο.

11. Η καύση νεκρών, αν και έχει κατοχυρωθεί νομικά σήμερα, δεν είναι δυνατή. Ανεξάρτητα από τον διαχωρισμό, θα έπρεπε να δίνεται η πραγματική δυνατότητα για μετά θάνατον καύση σε όσους το επιθυμούν. Θα είχαμε επίσης στα δημοτικά κοιμητήρια χώρους τέλεσης «πολιτικής κηδείας».

12. Ο πολιτικός γάμος θα ήταν ο μόνος επίσημα αναγνωρισμένος. Κάθε θρησκευτική τελετή γάμου θα μπορούσε φυσικά να γίνεται στη σφαίρα του ιδιωτικού, παράλληλα, χωρίς όμως να έχει έννομες συνέπειες.

Παρόμοια, η ονοματοδοσία του νεογέννητου παιδιού στο ληξιαρχείο θα ήταν η μόνη πράξη αναγνωρισμένη από το κράτος, ενώ η βάφτιση θα είχε καθαρά θρησκευτικό αντίκρισμα.

13. Ο εκκλησιασμός των πολιτικών αρχηγών και κρατικών αξιωματούχων συμβολίζει και ενσαρκώνει τον ιδεολογικό εναγκαλισμό Κράτους και Εκκλησίας. Δεν αφορά το κανονιστικό τμήμα ρύθμισης των διμερών σχέσεων. Ασφαλώς θα είχε εμπεδωθεί ως κοινή νοοτροπία ότι εκκλησιάζονται οι πιστοί και όχι το κράτος και οι εκπρόσωποί του.

Παρόμοια, η συμμετοχή εκπροσώπων της Εκκλησίας σε επίσημες εκδηλώσεις των οργάνων του κράτους σε ειδική θέση δεν θα μπορούσε να συνεχίζεται. Επίσης, τελετές έντονης συμβολικής αξίας, όπως ο αγιασμός της Βουλής για παράδειγμα, θα είχαν καταργηθεί.

14. Ούτε λόγος για υποδοχή του Αγίου Φωτός από τα Ιεροσόλυμα το Μεγάλο Σάββατο με τιμές αρχηγού κράτους.
Τιμωρία της βλασφημίας κατευθείαν από τον Μεσαίωνα

Πόσο βαθιά θρησκευόμενο είναι το φιλελεύθερο κράτος; Βαθύτατα, αν σκεφτούμε ότι αποδίδει τιμές αρχηγού κράτους στο φως ενός κεριού ή στα λείψανα μια αγίας και καταδικάζει τον Γέροντα Παστίτσιο.

Η ποινική απαγόρευση της βλασφημίας είναι μια ρύθμιση που έρχεται αυτούσια από φεουδαρχικά συστήματα δικαίου και ισχύει -σε διαφορετική ένταση προφανώς, αλλά με το ίδιο σκεπτικό κατά βάθος- από την Τεχεράνη μέχρι την Αθήνα.

Για τη βλασφημία μας μιλά ο Δημήτρης Χριστόπουλος, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο: «Τον Γενάρη του 2015, λίγες μέρες μετά τη δολοφονική επίθεση στο Charlie Hebdo, ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς διαδήλωνε στο Παρίσι μαζί με άλλους ηγέτες της Δύσης "je suis Charlie". Πόσο καλοδεχούμενη η συμπαράσταση στα θύματα των εξτρεμιστών όλων των θρησκειών, κυρίως μετά από ένα τόσο αποτρόπαιο γεγονός, όπως η δολοφονία τόσων ανθρώπων; Οχι όμως και τόσο ειλικρινής. Και αυτό δεν το λέω, τόσο επειδή ο κ. Σαμαράς και άλλοι ηγέτες όπως ο Νετανιάχου, ο Νταβούτογλου, ο Κάμερον και ο Σαρκοζί δεν είναι αυτό που θα ονόμαζε ακριβώς κανείς υπερασπιστές της ελευθερίας του λόγου, αλλά διότι το Charlie στην Ελλάδα θα είχε να αντιμετωπίσει δικαστικές διώξεις.

»Το Charlie Hebdo υπήρξε βλάσφημο και στην Ελλάδα η βλασφημία διώκεται ποινικά. Η συμπαράσταση σε έναν βλάσφημο λοιπόν έχει νόημα, όταν συνάμα στον οίκο σου προσπαθείς να αποτρέπεις την ποινικοποίηση της δράσης του. Δεν γίνεται στο Παρίσι να λες "είμαι Σαρλί" και στην Αθήνα να διώκεται και να καταδικάζεται ένας άνθρωπος που ανήρτησε στο facebook τον Γέροντα Παστίτσιο, οι χρυσαυγίτες να κατορθώνουν να κλείνουν το Χυτήριο που παίζει ένα βλάσφημο έργο και πάει λέγοντας...

Το να συμπαριστάμεθα στα θύματα της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, με την οποία όμως οι ίδιοι συμβιβαζόμαστε, όταν προέρχεται από τη δική μας θρησκεία, δεν είναι έντιμο. Θα μου πει κανείς: "Μα,ΑΝ καταργηθεί η βλασφημία, θα μπορεί ο καθένας να βρίζει τον θεό ατιμώρητα". Δεν είναι έτσι: αν κάποιου η προσωπικότητα θίγεται από ένα κακόγουστο αστείο σε βάρος του θείου, ή από την ύβρη του, τότε ο Ποινικός Κώδικας έχει άρθρα που προστατεύουν την τιμή και την προσωπικότητα εκάστου ημών, προκειμένου να αμυνθούμε.

»Τον θεό όμως δεν μπορούμε να τον έχουμε περιβάλει με την αξία του έννομου αγαθού. Και αυτό διότι, όπως έλεγε ένας θεοσεβούμενος καθηγητής Νομικής χρόνια τώρα, "ο θεός δεν έχει ανάγκη τη στήριξη του εισαγγελέα, για να επιβεβαιώσει την παρουσία Του, ούτε μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί έννομο αγαθό, αφού Αυτός είναι η αρχή και το τέλος όλων των έννομων αγαθών". Κατά το λαϊκότερο σήμερα, θα λέγαμε πως όποιος βρίζει τον θεό στην κόλαση μπορεί να πάει. Φυλακή όμως όχι. Οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν την τιμωρία της βλασφημίας πρέπει να καταργηθούν».
Πολύφερνη νύφη η εκκλησιαστική περιουσία

Το παγκάρι της εκκλησίας έχει πολλές φορές βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής που ασκείται στην Εκκλησία. Ωστόσο, η ρητορική αλλάζει μόλις ο φιλόδοξος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρεθεί στη θέση του πρωθυπουργού. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Γιώργου Παπανδρέου.

Το 2008 τοποθετείται υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία του ενός απέναντι στον άλλο», και δεσμεύεται ότι «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία».

Εγκριτοι νομικοί περιγράφουν το καθεστώς «φορολογικού παραδείσου που απολαμβάνουν η Εκκλησία και οι μονές ως νομικά όμοιο με αυτό offshore εταιρειών στη Λιβερία ή στον Παναμά».

Ο πρωθυπουργός -πλέον- Γιώργος Παπανδρέου προσκαλεί τον αρχιεπίσκοπο στο υπουργικό συμβούλιο και οι δυο τους δηλώνουν ότι επιθυμούν τη συνεργασία κυβέρνησης - Εκκλησίας. Ο κ. Παπανδρέου διαβεβαίωσε τον κ. Ιερώνυμο ότι θα προηγηθεί διάλογος για τις τυχόν αλλαγές και συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.

Τα οικονομικά θέματα της σχέσης Κράτους - Εκκλησίας έχουν ρυθμιστεί ή έχει γίνει απόπειρα να ρυθμιστούν αρκετές φορές στο παρελθόν, όπως μας εξηγεί ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου: «Επί Οθωνα έκλεισαν πολλές ανδρικές και γυναικείες μονές, η περιουσία των οποίων μεταβιβάστηκε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο που ιδρύθηκε το 1834 ή τουλάχιστον θα μεταβιβαζόταν, αλλά -όπως έχει υποστηριχθεί- ποτέ δεν έφτασε σε αυτό. Το 1917 με τον λεγόμενο αγροτικό νόμο γίνεται μια δεύτερη απόπειρα απαλλοτρίωσης μοναστηριακής περιουσίας υπέρ ακτημόνων, ενώ το 1920 η απαλλοτρίωση με νέο νόμο συνεχίζεται.

»Το 1952, υπογράφεται η σύμβαση για την ανταλλαγή ακινήτων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, ενώ η τελευταία προσπάθεια ρύθμισης περιουσιακών θεμάτων ήταν ο νόμος Τρίτση του 1987, ο οποίος όμως -μετά την αντίδραση της Εκκλησίας- απεσύρθη. Ως προς τη μισθοδοσία των ιερέων, αυτή θεσπίστηκε το 1945, ενώ επί χούντας, το 1968, οι κληρικοί εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος είναι σπάνια στην Ευρώπη, όπου συνήθως οι ιερείς πληρώνονται από τις εισφορές των πιστών που συλλέγονται μέσω ειδικής φορολόγησης Π.χ. Γερμανία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία).

»Εν μέσω οικονομικής κρίσης κληρικοί με διπλή θέση (ιερέα και εκπαιδευτικού για παράδειγμα) έχουν ζητήσει την ακύρωση της εγκυκλίου που προβλέπει είσπραξη μόνο του 30% του δεύτερου μισθού, κάτι που ισχύει για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ και η Εκκλησία ζήτησε να μην ισχύσει για τους ιερείς η αναλογία 1 προς 10 για τις προσλήψεις στο Δημόσιο».
http://www.efsyn.gr/