H δίκη του Φίλιππου Λοΐζου για τη γνωστή υπόθεση «Παστιτσίου» ήταν μια εμπειρία. Έχω εδώ και κάμποσα χρόνια καταθέσει πολλές φορές ως μάρτυρας υπεράσπισης σε υποθέσεις που διακυβεύονται δικαιώματα, αλλά είναι η πρώτη φορά που η έδρα με κράτησε τόση ώρα. Συνήθως τέτοιου είδους μαρτυρίες ξεπετιούνται σε μερικά λεπτά ενώ προχθές κατέθετα ενώπιον του προέδρου και της εισαγγελέως για περισσότερο από μισή ώρα.
Ο διάλογος αφορούσε δύο πράγματα: Πρώτον, αν και γιατί αυτό που έκανε ο Λοΐζος αποτελεί «κακόβουλη εξύβριση θρησκευμάτων» ή σάτιρα. Αν δηλαδή σκοπός του ήταν να βρίσει ή να δημιουργήσει γέλιο. Δεύτερον, αν και σε τι βαθμό η όποια πρόθεσή του προσβάλλει θρησκευόμενους ανθρώπους και επομένως η στάθμιση μεταξύ της ελευθερίας του λόγου του και της προστασίας της προσωπικότητας των ανθρώπων αυτών θα είχε ως πιθανή και θεμιτή έκβαση τον περιορισμό της ελευθερίας του.
Και τα δύο αυτά ζητήματα έχουν κρίσιμο θεωρητικό ενδιαφέρον και πρακτικές απολήξεις. Η συζήτηση δηλαδή ήταν νομίζω ενδιαφέρουσα και είναι από αυτές που γίνονται και σε πανεπιστημιακά μαθήματα. Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, οι δικαστές αδυνατούσαν ή δεν θέλανε να αποδεχθούν ότι κάποιος μπορεί να κάνει σάτιρα με θέμα ο,τιδήποτε άπτεται της θρησκείας. Επειδή ήταν προφανές ότι η ιστοσελίδα δεν είχε υβριστικό περιεχόμενο ή χυδαιολογία οι ερωτήσεις τόσο του προέδρου όσο και της εισαγγελέως είχαν ως στόχο να δείξουν ότι η πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν να προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα και όχι να καυτηριάσει την θρησκοληψία.
Εμφατικά και επανειλημμένως, ρωτήθηκα αν η μια ή η άλλη εικόνα είναι όντως αστεία. Η απάντησή μου ότι η σάτιρα μπορεί να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει δεν φάνηκε πειστική μολονότι είμαι σίγουρος ότι και ο πρόεδρος και η εισαγγελέας – νέα παιδιά, κάτω των σαράντα κι οι δύο – έχουν πολλές φορές γελάσει με κάτι που έχει πρόθεση να είναι αστείο και άλλες δεν έχουν γελάσει διότι τους φαίνεται κρύο ή γκροτέσκο.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα ήταν προφανές ότι η έδρα είχε κάνει την επιλογή της. Όταν το θρησκευτικό συναίσθημα κάποιων προσβάλλεται τότε οι υπόλοιποι πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό ακόμη και στο διαδίκτυο. Διότι να μη ξεχνάμε ότι ο Παστίτσιος δεν αναρτήθηκε στην Πλατεία της Μητρόπολης Αθηνών ή του Αγίου Κωνσταντίνου στο Βόλο την ώρα της θείας λειτουργίας αλλά στο διαδίκτυο. Όποιος ήθελε να το δει τον έβλεπε. Όποιος δεν ήθελε δεν τον έβλεπε.
Η έδρα δηλαδή έδειχνε εμφατικά πεπεισμένη ότι σε ό,τι αφορά τα θρησκευτικά πιστεύω υπάρχει ένα γενικευμένο δικαίωμα μη προσβολής το οποίο προστατεύεται από το συγκεκριμένο άρθρο του Ποινικού Κώδικα και από τα άλλα του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Το γενικευμένο δικαίωμα της μη προσβολής δεν στοιχειοθετείται από την πρόθεση του δημιουργού, ούτε από τη δημιουργία αλλά από τα συναισθήματα που η δημιουργία αυτή εικάζεται ότι προκαλούν στους πιστούς.
Άρα, εν προκειμένω δεν χρειάζεται καν ένας – δύο ή δέκα πιστοί να προσφύγουν στη δικαιοσύνη διότι θίγονται από τον Παστίτσιο αλλά αρκεί ότι ένας εισαγγελέας θεώρησε ότι οι συγκεκριμένες αναρτήσεις συνιστούν «κακόβουλη καθύβριση» και ξεκίνησε την ποινική δίωξη. Δεν έχει σημασία δηλαδή αν όντως κάποιοι προσβλήθηκαν αλλά το ότι ο Παστίτσιος απλώς υπήρχε ως διαδικτυακή κατασκευή. Ενοχλεί δηλαδή ότι υπάρχει.
Μέσα από το θαυμαστό κόσμο του ιντερνετ λοιπόν, η ελληνική δικαιοσύνη διάλεξε το βλάσφημο δημιούργημα. Αυτό δεν είναι ο δολοφονικός ρατσισμός. Δεν είναι η αισχρότητα κάθε λογής. Δεν είναι η άνευ όρων εμπορική εκμετάλλευση των πάντων. Είναι ο Παστίτσιος…
Δε θέλω να συνεχίσω με νομικές κατασκευές σε αυτό το κείμενο. Το μήνυμα της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου στην υπόθεση αυτή είναι: «όταν μιλάτε για τα θεία με τρόπο που δε μας αρέσει θα τιμωρείστε. Δεν θα τιμωρείστε με λιθοβολισμό ή κρεμάλα όπως πιθανώς στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία ή την Ισπανία του Μεσαίωνα, αλλά θα τιμωρείστε τόσο ώστε να καταλαβαίνετε ότι τέτοιες εξυπνάδες δεν περνάνε».
Οι ερωτήσεις των δικαστών και οι απαντήσεις που έδωσα στο πλαίσιο της μαρτυρίας μου έδειξαν ήταν προφανείς ενδείξεις μιας διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων αυτών: μιας συντηρητικής, ας την πω, και μιας φιλελεύθερης (ξέρω ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είναι απολύτως σαφείς αλλά για λόγους οικονομίας τους κάνω). Οι διαφωνίες στα θέματα αυτά είναι απολύτως θεμιτές και αναγκαίες σε μια κοινωνία που θέλει να λέγεται δημοκρατική.
Κάποιος γελάει με τον Παστίτσιο και άλλος όχι. Κάποιος το κάνει κέφι κάποιος άλλος του φαίνεται βλακεία. Κάποιος ενοχλείται και άλλος το προσπερνάει αδιάφορος. Αυτό συμβαίνει με όλες σχεδόν τις παραστάσεις της καθημερινότητάς μας. Είμαστε καταδικασμένοι να διαφωνούμε. Αυτό είναι καλό. Το να κλείνουμε φυλακή 10 μήνες (έστω με αναστολή) αυτόν με τον οποίον διαφωνούμε είναι όμως κακό. Πολύ κακό. Ο δρόμος είναι μακρύς, όπως λέει και ο Λοΐζος. Και δύσκολος.
Θα τον διαβούμε.
* Δημήτρης Χριστόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου & Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Και τα δύο αυτά ζητήματα έχουν κρίσιμο θεωρητικό ενδιαφέρον και πρακτικές απολήξεις. Η συζήτηση δηλαδή ήταν νομίζω ενδιαφέρουσα και είναι από αυτές που γίνονται και σε πανεπιστημιακά μαθήματα. Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, οι δικαστές αδυνατούσαν ή δεν θέλανε να αποδεχθούν ότι κάποιος μπορεί να κάνει σάτιρα με θέμα ο,τιδήποτε άπτεται της θρησκείας. Επειδή ήταν προφανές ότι η ιστοσελίδα δεν είχε υβριστικό περιεχόμενο ή χυδαιολογία οι ερωτήσεις τόσο του προέδρου όσο και της εισαγγελέως είχαν ως στόχο να δείξουν ότι η πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν να προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα και όχι να καυτηριάσει την θρησκοληψία.
Εμφατικά και επανειλημμένως, ρωτήθηκα αν η μια ή η άλλη εικόνα είναι όντως αστεία. Η απάντησή μου ότι η σάτιρα μπορεί να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει δεν φάνηκε πειστική μολονότι είμαι σίγουρος ότι και ο πρόεδρος και η εισαγγελέας – νέα παιδιά, κάτω των σαράντα κι οι δύο – έχουν πολλές φορές γελάσει με κάτι που έχει πρόθεση να είναι αστείο και άλλες δεν έχουν γελάσει διότι τους φαίνεται κρύο ή γκροτέσκο.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα ήταν προφανές ότι η έδρα είχε κάνει την επιλογή της. Όταν το θρησκευτικό συναίσθημα κάποιων προσβάλλεται τότε οι υπόλοιποι πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό ακόμη και στο διαδίκτυο. Διότι να μη ξεχνάμε ότι ο Παστίτσιος δεν αναρτήθηκε στην Πλατεία της Μητρόπολης Αθηνών ή του Αγίου Κωνσταντίνου στο Βόλο την ώρα της θείας λειτουργίας αλλά στο διαδίκτυο. Όποιος ήθελε να το δει τον έβλεπε. Όποιος δεν ήθελε δεν τον έβλεπε.
Η έδρα δηλαδή έδειχνε εμφατικά πεπεισμένη ότι σε ό,τι αφορά τα θρησκευτικά πιστεύω υπάρχει ένα γενικευμένο δικαίωμα μη προσβολής το οποίο προστατεύεται από το συγκεκριμένο άρθρο του Ποινικού Κώδικα και από τα άλλα του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Το γενικευμένο δικαίωμα της μη προσβολής δεν στοιχειοθετείται από την πρόθεση του δημιουργού, ούτε από τη δημιουργία αλλά από τα συναισθήματα που η δημιουργία αυτή εικάζεται ότι προκαλούν στους πιστούς.
Άρα, εν προκειμένω δεν χρειάζεται καν ένας – δύο ή δέκα πιστοί να προσφύγουν στη δικαιοσύνη διότι θίγονται από τον Παστίτσιο αλλά αρκεί ότι ένας εισαγγελέας θεώρησε ότι οι συγκεκριμένες αναρτήσεις συνιστούν «κακόβουλη καθύβριση» και ξεκίνησε την ποινική δίωξη. Δεν έχει σημασία δηλαδή αν όντως κάποιοι προσβλήθηκαν αλλά το ότι ο Παστίτσιος απλώς υπήρχε ως διαδικτυακή κατασκευή. Ενοχλεί δηλαδή ότι υπάρχει.
Μέσα από το θαυμαστό κόσμο του ιντερνετ λοιπόν, η ελληνική δικαιοσύνη διάλεξε το βλάσφημο δημιούργημα. Αυτό δεν είναι ο δολοφονικός ρατσισμός. Δεν είναι η αισχρότητα κάθε λογής. Δεν είναι η άνευ όρων εμπορική εκμετάλλευση των πάντων. Είναι ο Παστίτσιος…
Δε θέλω να συνεχίσω με νομικές κατασκευές σε αυτό το κείμενο. Το μήνυμα της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου στην υπόθεση αυτή είναι: «όταν μιλάτε για τα θεία με τρόπο που δε μας αρέσει θα τιμωρείστε. Δεν θα τιμωρείστε με λιθοβολισμό ή κρεμάλα όπως πιθανώς στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία ή την Ισπανία του Μεσαίωνα, αλλά θα τιμωρείστε τόσο ώστε να καταλαβαίνετε ότι τέτοιες εξυπνάδες δεν περνάνε».
Οι ερωτήσεις των δικαστών και οι απαντήσεις που έδωσα στο πλαίσιο της μαρτυρίας μου έδειξαν ήταν προφανείς ενδείξεις μιας διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων αυτών: μιας συντηρητικής, ας την πω, και μιας φιλελεύθερης (ξέρω ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είναι απολύτως σαφείς αλλά για λόγους οικονομίας τους κάνω). Οι διαφωνίες στα θέματα αυτά είναι απολύτως θεμιτές και αναγκαίες σε μια κοινωνία που θέλει να λέγεται δημοκρατική.
Κάποιος γελάει με τον Παστίτσιο και άλλος όχι. Κάποιος το κάνει κέφι κάποιος άλλος του φαίνεται βλακεία. Κάποιος ενοχλείται και άλλος το προσπερνάει αδιάφορος. Αυτό συμβαίνει με όλες σχεδόν τις παραστάσεις της καθημερινότητάς μας. Είμαστε καταδικασμένοι να διαφωνούμε. Αυτό είναι καλό. Το να κλείνουμε φυλακή 10 μήνες (έστω με αναστολή) αυτόν με τον οποίον διαφωνούμε είναι όμως κακό. Πολύ κακό. Ο δρόμος είναι μακρύς, όπως λέει και ο Λοΐζος. Και δύσκολος.
Θα τον διαβούμε.
* Δημήτρης Χριστόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου & Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
tvxs