Μέσα στο κατακαλόκαιρο (Ιούλιος 2013), κυβέρνηση και τρόικα, μεθόδευσαν την ψήφιση του Ν.4172/2013, ο οποίος εκτός των άλλων, προβλέπει ( στα άρθρα 41 έως 43) ότι κάθε
εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης με επαχθή αιτία ακίνητης περιουσίας και δεν συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα (!!! Sic), υπόκειται σε φόρο (τον λεγόμενο φόρο υπεραξίας), της τάξης του 15% επί της διαφοράς μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης, αφού προηγουμένως εφαρμοστούν κάποιοι μειωτικοί συντελεστές, ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου. Της Λίτσας Κιτσαντά
Η υπεραξία αυτή, απομειωμένη μέχρι του ποσού των 25000 ευρώ, απαλλάσσεται από το φόρο, μόνο αν ο φορολογούμενος (πωλητής) διακράτησε το ακίνητο αυτό για τουλάχιστον 5 χρόνια και δεν πραγματοποίησε μέσα στο διάστημα αυτό άλλη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας. Για να το πούμε πιο απλά, όποιος για παράδειγμα έχει δύο ακίνητα και πωλήσει σήμερα το ένα, θα πληρώσει τον φόρο υπεραξίας με την απομείωση των 25.000 ευρώ καταβάλλοντας ένα άλφα ποσό, ενώ αν μετά από δύο μέρες πωλήσει και το άλλο ακίνητο, η άνω απομείωση δεν θα ισχύει και ο φόρος υπεραξίας που θα του επιβληθεί θα είναι πολλαπλάσιος και υπέρογκος!
Όλη η φιλοσοφία της καθιέρωσης και εφαρμογής του φόρου αυτού είναι βαθύτατα ταξική, ανορθολογική, κοινωνικά ανάλγητη και εν τέλει αναποτελεσματική. Ήδη αυτή τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό, υπάρχει τέτοια σύγχυση και τέτοια αδυναμία ως προς τον υπολογισμό την τιμής κτήσης, ειδικά για τα παλιά ακίνητα, όπου ακόμα και σήμερα, παρά τις αλλεπάλληλες και αντιφατικές εγκυκλίους του Υπουργείου Οικονομικών, καμία Δ.Ο.Υ και κανένας υπάλληλος ή συμβολαιογράφος μπορεί με ασφάλεια να υπολογίσει και να καταλογίσει τον φόρο αυτό, με αποτέλεσμα οι συναλλαγές να έχουν παγώσει.
Η ταξικότητα και η κοινωνική μεροληψία συνίσταται καταρχήν στο ότι ο φόρος αυτόςαπαλλάσσει αυτούς που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή τις οικοδομικές και τις realestateεπιχειρήσεις ή αυτές που ασχολούνται συστηματικά με την πώληση ακινήτων και βαρύνει τον απλό πολίτη, προσθετικά με τους άλλους βαρύτατους φόρους που ήδη έχει πληρώσει για το ακίνητό του (ΕΕΤΗΔΕ, ΕΤΑΚ, ΦΑΠ, ΤΑΠ κλπ) και ο οποίος (πολίτης) στις περισσότερες των περιπτώσεων, αφού επιτέλους (πάνω στην πίεση και στην ανάγκη του) βρει έναν αγοραστή για το ακίνητό του αυτό (μέσα σ΄αυτό το καθεστώς της εσωτερικής υποτίμησης και της καθίζησης της κτηματαγοράς), το πουλάει -ή αλλιώς το ξεπουλάει– σε τιμή πολύ κατώτερη της πραγματικής αξίας του (συνήθως κάτω από την αντικειμενική), ενώ προηγουμένως και προκειμένου να προβεί στη νόμιμη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, έχει ήδη κληθεί να πληρώσει σημαντικότατα ποσά σε μηχανικούς, λογιστές, εφορία, Δήμο κλπ για τη σύνταξη νέων τοπογραφικών διαγραμμάτων και βεβαιώσεων, έκδοση Π.ΕΑ, τυχόν τακτοποίηση αυθαιρέτων, τυχόν διορθώσεις εντύπων (Ε9), οφειλόμενα σε ΟΤΑ, κλπ.
Εν ολίγοις, ο ταλαίπωρος αυτός πολίτης όχι μόνο οδηγείται στο ξεπούλημα της περιουσίας του (λόγω των συνθηκών), αλλά καλείται πλέον ναπληρώσει και έναν πρόσθετο φόρο για μια υπεραξία, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει! Το σχέδιο πιστωτών, τροϊκανών και κυβέρνησης να φτωχοποιήσει τους Ελληνες, να κόψει τη ρευστότητα στην αγορά και να απαξιώσει δημόσια και ιδιωτική περιουσίαείναι συντονισμένο, καλά σχεδιασμένο και θωρακισμένο από κάθε πλευρά.
Έχουν αποφασίσει συνειδητά και ανυποχώρητα να απαξίωσουν και να αφανίσουν την μικρομεσαία ιδιοκτησία, προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων, ξένων και ντόπιων, που ετοιμάζονται να βάλουν χέρι όχι μόνο στα «καλά φιλέτα» του δημοσίου, αλλά και στην ιδιωτική περιουσία, αγοράζοντας ή αποκτώντας από πλειστηριασμούς μισοτιμής τα ακίνητα ενός αφανισμένου, απελπισμένου και εξαθλιωμένου λαού!
Παράλληλα –κατ΄εντολή της τρόικας- και με το επιχείρημα της δήθεν τόνωσης της κτηματαγοράς, η κυβέρνηση ψήφισε, τον Δεκέμβρη, τον νόμο που μείωσε τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων (ΦΜΑ) μόλις στο 3% (από 8 και 10% αντίστοιχα) και ο οποίος φόρος βαρύνει τους αγοραστές. Εν ολίγοις, οι αετονύχηδες (αγοραστές) θα αγοράζουν φτηνά και θα πληρώνουν χαμηλό φόρο και οι απελπισμένοι (πωλητές) θα πωλούν πάμφθηνα και θα πληρώνουν κι από πάνω έναν υπέρογκο φόρο υπεραξίας!
Κι επιπλέον,επειδή η κυβέρνηση ετοιμάζει περαιτέρω συρρίκνωση των Δ.Ο.Υ και μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων (και εφοριακών), μεταθέτει την αρμοδιότητα, αλλά και την ευθύνη για τον υπολογισμό, την επιβολή και την είσπραξη του φόρου αυτού, στους συμβολαιογράφους, οι οποίοι μαζί με τα πλείστα άλλα προβλήματά τους και το άγχος της επιβίωσής τους, λόγω της κατακόρυφης πτώσης της εργασίας τους εξαιτίας της ύφεσης και της νέκρωσης της κτηματαγοράς, καλούνται τώρα να παριστάνουν τον φοροεισπράκτορα, αμμισθί και με βαρύτατες ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις, αλλά και τσουχτερά πρόστιμα σε περίπτωση λάθους ως προς τον υπολογισμό και την καταβολή του φόρου υπεραξίας, ο οποίος (άκουσον – άκουσον) θα παρακρατείται από τον Συμβολαιογράφο και θα αποδίδεται με αποκλειστική ευθύνη του, εντός διμήνου από την σύνταξη του συμβολαίου!Και φυσικά σ΄αυτόν τον παραλογισμό (ο οποίος είναι απόλυτα συνειδητός και σαφής ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα), προστίθεται και ο παραλογισμός της εξακρίβωσης της «υπεραξίας» των πωλουμένων ακινήτων, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ της τιμής πώλησης και της τιμής κτήσης τους, η οποία εξαιτίας των αντιφάσεων και των αιρέσεων που προκύπτουν από την σχετική εγκύκλιο (ΠΟΛ. 1008/2014), καθιστούν τον συμβολαιογράφο όχι νομικό επιστήμονα και εγγυητή της ασφάλειας των συναλλαγών, όπως πρέπει να είναι, αλλά ταλαίπωρο και αγχώδη επαγγελματία, ο οποίος θα παρακαλάει τον εκάστοτε αρμόδιο υπάλληλο της αντίστοιχης Δ.Ο.Υ να του δώσει ένα συγκριτικό στοιχείο ή μια παλιά αντικειμενική αξία, προκειμένου να υπολογίσει σωστά (ως οφείλει) την αξία κτήσης ενός παλιού ακινήτου,φοβούμενος διαρκώς την πιθανότητα λάθους και των συνεπειών του!
Όλα τα παραπάνω δεν συνιστούν λοιπόν, απλά ή μόνον προχειρότητα και ανικανότητα των κυβερνώντων έναντι των υπέρμετρα φορολογούμενων ελλήνων πολιτών, σε βάρος του εισοδήματος και της ακίνητης περιουσίας τους, αλλά αντίθεταεντάσσονται άρρηκτα στοκαλά σχεδιασμένο στρατηγικό σχέδιο της φτωχοποίησης και της εσωτερικής υποτίμησης μέσω της εξαντλητικής υπερφορολόγησης του λαού και της υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας από ντόπια και ξένα αρπακτικά, με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα σχέδιο απόλυτα επικίνδυνο, το οποίο έχουμε καθήκον να ανατρέψουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα.
*Λίτσα Κιτσαντά (Συμβολαιογράφος Άρτας)
Όλη η φιλοσοφία της καθιέρωσης και εφαρμογής του φόρου αυτού είναι βαθύτατα ταξική, ανορθολογική, κοινωνικά ανάλγητη και εν τέλει αναποτελεσματική. Ήδη αυτή τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό, υπάρχει τέτοια σύγχυση και τέτοια αδυναμία ως προς τον υπολογισμό την τιμής κτήσης, ειδικά για τα παλιά ακίνητα, όπου ακόμα και σήμερα, παρά τις αλλεπάλληλες και αντιφατικές εγκυκλίους του Υπουργείου Οικονομικών, καμία Δ.Ο.Υ και κανένας υπάλληλος ή συμβολαιογράφος μπορεί με ασφάλεια να υπολογίσει και να καταλογίσει τον φόρο αυτό, με αποτέλεσμα οι συναλλαγές να έχουν παγώσει.
Η ταξικότητα και η κοινωνική μεροληψία συνίσταται καταρχήν στο ότι ο φόρος αυτόςαπαλλάσσει αυτούς που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή τις οικοδομικές και τις realestateεπιχειρήσεις ή αυτές που ασχολούνται συστηματικά με την πώληση ακινήτων και βαρύνει τον απλό πολίτη, προσθετικά με τους άλλους βαρύτατους φόρους που ήδη έχει πληρώσει για το ακίνητό του (ΕΕΤΗΔΕ, ΕΤΑΚ, ΦΑΠ, ΤΑΠ κλπ) και ο οποίος (πολίτης) στις περισσότερες των περιπτώσεων, αφού επιτέλους (πάνω στην πίεση και στην ανάγκη του) βρει έναν αγοραστή για το ακίνητό του αυτό (μέσα σ΄αυτό το καθεστώς της εσωτερικής υποτίμησης και της καθίζησης της κτηματαγοράς), το πουλάει -ή αλλιώς το ξεπουλάει– σε τιμή πολύ κατώτερη της πραγματικής αξίας του (συνήθως κάτω από την αντικειμενική), ενώ προηγουμένως και προκειμένου να προβεί στη νόμιμη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, έχει ήδη κληθεί να πληρώσει σημαντικότατα ποσά σε μηχανικούς, λογιστές, εφορία, Δήμο κλπ για τη σύνταξη νέων τοπογραφικών διαγραμμάτων και βεβαιώσεων, έκδοση Π.ΕΑ, τυχόν τακτοποίηση αυθαιρέτων, τυχόν διορθώσεις εντύπων (Ε9), οφειλόμενα σε ΟΤΑ, κλπ.
Εν ολίγοις, ο ταλαίπωρος αυτός πολίτης όχι μόνο οδηγείται στο ξεπούλημα της περιουσίας του (λόγω των συνθηκών), αλλά καλείται πλέον ναπληρώσει και έναν πρόσθετο φόρο για μια υπεραξία, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει! Το σχέδιο πιστωτών, τροϊκανών και κυβέρνησης να φτωχοποιήσει τους Ελληνες, να κόψει τη ρευστότητα στην αγορά και να απαξιώσει δημόσια και ιδιωτική περιουσίαείναι συντονισμένο, καλά σχεδιασμένο και θωρακισμένο από κάθε πλευρά.
Έχουν αποφασίσει συνειδητά και ανυποχώρητα να απαξίωσουν και να αφανίσουν την μικρομεσαία ιδιοκτησία, προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων, ξένων και ντόπιων, που ετοιμάζονται να βάλουν χέρι όχι μόνο στα «καλά φιλέτα» του δημοσίου, αλλά και στην ιδιωτική περιουσία, αγοράζοντας ή αποκτώντας από πλειστηριασμούς μισοτιμής τα ακίνητα ενός αφανισμένου, απελπισμένου και εξαθλιωμένου λαού!
Παράλληλα –κατ΄εντολή της τρόικας- και με το επιχείρημα της δήθεν τόνωσης της κτηματαγοράς, η κυβέρνηση ψήφισε, τον Δεκέμβρη, τον νόμο που μείωσε τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων (ΦΜΑ) μόλις στο 3% (από 8 και 10% αντίστοιχα) και ο οποίος φόρος βαρύνει τους αγοραστές. Εν ολίγοις, οι αετονύχηδες (αγοραστές) θα αγοράζουν φτηνά και θα πληρώνουν χαμηλό φόρο και οι απελπισμένοι (πωλητές) θα πωλούν πάμφθηνα και θα πληρώνουν κι από πάνω έναν υπέρογκο φόρο υπεραξίας!
Κι επιπλέον,επειδή η κυβέρνηση ετοιμάζει περαιτέρω συρρίκνωση των Δ.Ο.Υ και μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων (και εφοριακών), μεταθέτει την αρμοδιότητα, αλλά και την ευθύνη για τον υπολογισμό, την επιβολή και την είσπραξη του φόρου αυτού, στους συμβολαιογράφους, οι οποίοι μαζί με τα πλείστα άλλα προβλήματά τους και το άγχος της επιβίωσής τους, λόγω της κατακόρυφης πτώσης της εργασίας τους εξαιτίας της ύφεσης και της νέκρωσης της κτηματαγοράς, καλούνται τώρα να παριστάνουν τον φοροεισπράκτορα, αμμισθί και με βαρύτατες ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις, αλλά και τσουχτερά πρόστιμα σε περίπτωση λάθους ως προς τον υπολογισμό και την καταβολή του φόρου υπεραξίας, ο οποίος (άκουσον – άκουσον) θα παρακρατείται από τον Συμβολαιογράφο και θα αποδίδεται με αποκλειστική ευθύνη του, εντός διμήνου από την σύνταξη του συμβολαίου!Και φυσικά σ΄αυτόν τον παραλογισμό (ο οποίος είναι απόλυτα συνειδητός και σαφής ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα), προστίθεται και ο παραλογισμός της εξακρίβωσης της «υπεραξίας» των πωλουμένων ακινήτων, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ της τιμής πώλησης και της τιμής κτήσης τους, η οποία εξαιτίας των αντιφάσεων και των αιρέσεων που προκύπτουν από την σχετική εγκύκλιο (ΠΟΛ. 1008/2014), καθιστούν τον συμβολαιογράφο όχι νομικό επιστήμονα και εγγυητή της ασφάλειας των συναλλαγών, όπως πρέπει να είναι, αλλά ταλαίπωρο και αγχώδη επαγγελματία, ο οποίος θα παρακαλάει τον εκάστοτε αρμόδιο υπάλληλο της αντίστοιχης Δ.Ο.Υ να του δώσει ένα συγκριτικό στοιχείο ή μια παλιά αντικειμενική αξία, προκειμένου να υπολογίσει σωστά (ως οφείλει) την αξία κτήσης ενός παλιού ακινήτου,φοβούμενος διαρκώς την πιθανότητα λάθους και των συνεπειών του!
Όλα τα παραπάνω δεν συνιστούν λοιπόν, απλά ή μόνον προχειρότητα και ανικανότητα των κυβερνώντων έναντι των υπέρμετρα φορολογούμενων ελλήνων πολιτών, σε βάρος του εισοδήματος και της ακίνητης περιουσίας τους, αλλά αντίθεταεντάσσονται άρρηκτα στοκαλά σχεδιασμένο στρατηγικό σχέδιο της φτωχοποίησης και της εσωτερικής υποτίμησης μέσω της εξαντλητικής υπερφορολόγησης του λαού και της υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας από ντόπια και ξένα αρπακτικά, με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα σχέδιο απόλυτα επικίνδυνο, το οποίο έχουμε καθήκον να ανατρέψουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα.
*Λίτσα Κιτσαντά (Συμβολαιογράφος Άρτας)