Τη στιγμή που ένας στους δύο Έλληνες νέους είναι άνεργος, 25.000 άστεγοι περιπλανώνται στους δρόμους της Αθήνας, το 30% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχιας, χιλιάδες οικογένειες υποχρεούνται να βάλουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα προκειμένου να μην πεθάνουν από την πείνα και το κρύο, νεόφτωχοι και πρόσφυγες δίνουν μάχες για τους σκουπιδοτενεκέδες στους δημόσιους χώρους, οι «σωτήρες» της Ελλάδας, υπό το πρόσχημα ότι οι Έλληνες «δεν καταβάλουν αρκετές προσπάθειες», επιβάλλουν ένα νέο σχέδιο βοήθειας που διπλασιάζει τη χορηγούμενη θανατηφόρα δόση. Ένα σχέδιο που καταργεί το εργατικό Δίκαιο και καταδικάζει τους φτωχούς σε ακραία ένδεια, εξαφανίζοντας παράλληλα τις μεσαίες τάξεις.
Ο στόχος δεν είναι σε καμία περίπτωση η «σωτηρία» της Ελλάδας: όλοι οι οικονομολόγοι που είναι άξιοι του ονόματός τους συμφωνούν επ’ αυτού. Το ζητούμενο είναι να κερδηθεί χρόνος προκειμένου να σωθούν οι πιστωτές, ενώ παράλληλα η χώρα οδηγείται σε μια προδιαγεγραμμένη χρεοκοπία. Πρωτίστως, το ζητούμενο είναι να μετατραπεί η Ελλάδα σε εργαστήριο μιας κοινωνικής μεταλλαγής που θα γενικευθεί, σε έναν δεύτερο χρόνο, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το μοντέλο που δοκιμάζεται πάνω στους Έλληνες είναι εκείνο μιας κοινωνίας χωρίς δημόσιες υπηρεσίες, στο πλαίσιο της οποίας τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα ιατρικά κέντρα κατεδαφίζονται, η υγεία καθίσταται προνόμιο των πλουσίων, οι ευπαθείς πληθυσμοί προορίζονται για μια προγραμματισμένη εξόντωση, ενώ όσοι εξακολουθούν να έχουν μια εργασία καταδικάζονται σε ακραίες μορφές εργασιακής επισφάλειας και οικονομικής εξαθλίωσης.
Προκειμένου όμως αυτή η αντεπίθεση του νεοφιλελευθερισμού να πετύχει τον στόχο της χρειάζεται να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς που καταργεί τα πλέον στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Με διαταγή των σωτήρων, βλέπουμε λοιπόν να εγκαθίστανται στην Ευρώπη κυβερνήσεις τεχνοκρατών που περιφρονούν τη λαϊκή κυριαρχία. Πρόκειται για ένα σημείο καμπής όσον αφορά στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα στο πλαίσιο των οποίων βλέπουμε τους «αντιπροσώπους του λαού» να εξουσιοδοτούν εν λευκώ τους ειδικούς και τους τραπεζίτες, απαρνούμενοι την υποτιθέμενη εξουσία τους να αποφασίζουν. Ένα είδος κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος, το οποίο προσφεύγει, μεταξύ άλλων, και σε ένα διευρυμένο κατασταλτικό οπλοστάσιο απέναντι στις λαϊκές διαμαρτυρίες. Έτσι, από τη στιγμή που οι βουλευτές επικύρωσαν την διαμετρικά αντίθετη με την εντολή που είχαν λάβει σύμβαση που τους υπαγόρευσε η Τρόικα (Ευρωπαϊκή Ένωση, Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), μια εξουσία στερούμενη δημοκρατικής νομιμότητας υποθήκευσε το μέλλον της χώρας για τα επόμενα τριάντα ή σαράντα χρόνια.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να δημιουργήσει έναν δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό στον οποίον θα κατατίθεται απευθείας η βοήθεια προς την Ελλάδα προκειμένου να χρησιμοποιείται αποκλειστικά προς όφελος του χρέους. Τα έσοδα της χώρας οφείλουν να αφιερώνονται κατά «απόλυτη προτεραιότητα» στην εξόφληση των πιστωτών και, εφόσον παραστεί ανάγκη, να κατατίθενται απευθείας σε αυτόν τον λογαριασμό την διαχείριση του οποίου έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Σύμβαση υπαγορεύει ρητά ότι κάθε νέα υποχρέωση που θα προκύπτει στο πλαίσιό της θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, το οποίο απαιτεί υλικές εγγυήσεις, ενώ οι διενέξεις θα εκδικάζονται από τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου, με την Ελλάδα να έχει αποποιηθεί εκ των προτέρων κάθε δικαίωμα προσφυγής ενάντια σε όποια κατάσχεση αποφασίσουν οι πιστωτές της. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα, οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν ανατεθεί σε ένα Ταμείο υπό τη διαχείριση της Τρόικας στο οποίο θα κατατίθενται οι τίτλοι ιδιοκτησίας των δημοσίων αγαθών. Εν συντομία, έχουμε να κάνουμε με μια γενικευμένη λεηλασία, χαρακτηριστικό γνώρισμα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που προσφέρει εν προκειμένω στον εαυτό του μια θεσμική καθοσίωση. Στο βαθμό που πωλητές και αγοραστές θα κάθονται στην ίδια πλευρά του τραπεζιού, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι το εν λόγω εγχείρημα ιδιωτικοποιήσεων αποτελεί πραγματικό συμπόσιο για τους αγοραστές.
Όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα την εμβάθυνση του ελληνικού εθνικού χρέους το οποίο, με τη βοήθεια των σωτήρων που δανείζουν με τοκογλυφικά επιτόκια, έχει κυριολεκτικά εκτοξευθεί στα ύψη προσεγγίζοντας το 170% ενός ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε ελεύθερη πτώση, ενώ το 2009 δεν αντιπροσώπευε παρά το 120%. Μπορεί κανείς να στοιχηματίσει ότι αυτός ο εσμός σχεδίων σωτηρίας -τα οποία παρουσιάζονται κάθε φορά ως «τελικά»- δεν στόχευε παρά στο να εξασθενίσει ολοένα και περισσότερο τη θέση της Ελλάδας ούτως ώστε, στερούμενη κάθε δυνατότητας να προτείνει από μόνη της τους όρους μιας ανασυγκρότησης , να εξαναγκαστεί να εκχωρήσει τα πάντα στους πιστωτές της υπό τον εκβιασμό «καταστροφή ή λιτότητα». Η τεχνητή και καταναγκαστική επιδείνωση του προβλήματος του χρέους χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο εφόδου για την άλωση μιας κοινωνίας στο σύνολό της.
Σκόπιμα χρησιμοποιούμε εδώ όρους που ανήκουν στη στρατιωτική ορολογία: πρόκειται σαφώς για έναν πόλεμο που διεξάγεται με τα μέσα της οικονομίας, της πολιτικής και του δικαίου, έναν πόλεμο ταξικό εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας. Και τα λάφυρα που η χρηματοπιστωτική τάξη υπολογίζει να αποσπάσει από «τον εχθρό» είναι τα κοινωνικά κεκτημένα και τα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά αυτό που διακυβεύεται σε τελική ανάλυση είναι η δυνατότητα για μια ανθρώπινη ζωή. Και η ζωή εκείνων που δεν παράγουν ή δεν καταναλώνουν αρκετά σε σύγκριση με τις στρατηγικές μεγιστοποίησης του κέρδους, δεν πρέπει να διατηρηθεί.
Έτσι, η αδυναμία μιας χώρας πιασμένης στη μέγγενη της χωρίς όρια κερδοσκοπίας και των καταστροφικών σχεδίων σωτηρίας, γίνεται η μυστική πόρτα από την οποία εισβάλλει βίαια ένα μοντέλο κοινωνίας σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του νέο-φιλελεύθερου φονταμενταλισμού. Μοντέλο που προορίζεται για ολόκληρη την Ευρώπη και πέραν αυτής. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα, και γι αυτό η υπεράσπιση του ελληνικού λαού δεν είναι συρρικνώσιμη σε μια χειρονομία αλληλεγγύης ή αφηρημένης ανθρωπιάς: διακυβεύεται το μέλλον της δημοκρατίας και η τύχη των ευρωπαϊκών λαών. Παντού η «επιτακτική αναγκαιότητα» μιας «οδυνηρής αλλά σωτήριας» λιτότητας θα μας παρουσιαστεί ως το μέσον για να αποφύγουμε τη μοίρα της Ελλάδας, ενώ οδηγεί κατευθείαν σε αυτήν.
Μπροστά σε αυτή την οργανωμένη επίθεση ενάντια στην κοινωνία, μπροστά στην καταστροφή και των τελευταίων νησίδων της δημοκρατίας, καλούμε τους συμπολίτες μας, τους γάλλους και ευρωπαίους φίλους μας να εκφρασθούν σθεναρά. Δεν πρέπει να αφήσουμε το μονοπώλιο του λόγου στους ειδήμονες και στους πολιτικάντηδες. Το γεγονός ότι το αίτημα κυρίως των γερμανών και των γάλλων ιθυνόντων είναι η απαγόρευση πλέον των εκλογών στην Ελλάδα μπορεί να μάς αφήνει άραγε αδιάφορους; Ο στιγματισμός και η συστηματική δυσφήμηση ενός λαού δεν θα άξιζε άραγε μια απάντηση; Είναι δυνατόν να μην υψώσουμε την φωνή μας ενάντια στη θεσμική δολοφονία του ελληνικού λαού; Και μπορούμε άραγε να σιωπούμε μπροστά στην καταναγκαστική εγκαθίδρυση ενός συστήματος που θέτει εκτός νόμου ακόμη και την ίδια την ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης;
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο μη επιστροφής. Είναι επείγον να δώσουμε τη μάχη των αριθμών και τον πόλεμο των λέξεων για να αναχαιτίσουμε την ακραίο-φιλελεύθερη ρητορική του φόβου και της παραπληροφόρησης. Είναι επείγον να αποδομήσουμε τα μαθήματα ηθικής που συσκοτίζουν την πραγματική διαδικασία που εκτυλίσσεται μέσα στην κοινωνία. Είναι κάτι περισσότερο από επείγον να απομυθοποιήσουμε τη ρατσιστική εμμονή περί ελληνικής «ιδιαιτερότητας» που φιλοδοξεί να αναγάγει τον υποτιθέμενο εθνικό χαρακτήρα ενός λαού (τεμπελιά ή κατά βούληση πονηριά) σε πρωταρχική αιτία μιας κρίσης η οποία στην πραγματικότητα είναι παγκόσμια. Αυτό που μετρά σήμερα δεν είναι οι ιδιαιτερότητες, πραγματικές ή φαντασιακές, αλλά τα κοινά: η τύχη ενός λαού που θα επηρεάσει και τους άλλους.
Πολλές τεχνικές λύσεις έχουν προταθεί για να βγούμε από το δίλημμα «ή καταστροφή της κοινωνίας ή πτώχευση» (πράγμα που σημαίνει, το βλέπουμε σήμερα: «και καταστροφή και πτώχευση). Όλες οι λύσεις πρέπει να εξεταστούν σαν στοιχεία στοχασμού προκειμένου να οικοδομήσουμε μιαν άλλη Ευρώπη. Αλλά κατ’ αρχάς πρέπει να καταγγείλουμε το έγκλημα, να αναδείξουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ελληνικός λαός, εξ αιτίας των «σχεδίων βοήθειας» τα οποία έχουν συλληφθεί από και για τους κερδοσκόπους και τους πιστωτές. Τη στιγμή που ένα κίνημα υποστήριξης υφαίνεται σε όλο τον κόσμο, όπου τα δίκτυα Ιντερνέτ βουίζουν από πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, οι γάλλοι διανοούμενοι θα ήταν άραγε οι τελευταίοι που θα ύψωναν τη φωνή τους υπέρ της Ελλάδας; Χωρίς να περιμένουμε περισσότερο, ας πολλαπλασιάσουμε τα άρθρα, τις παρεμβάσεις στα μέσα, τις συζητήσεις, τις εκκλήσεις, τις διαδηλώσεις. Γιατί κάθε πρωτοβουλία είναι καλοδεχούμενη, κάθε πρωτοβουλία είναι επείγουσα. Σε ό,τι μας αφορά, ιδού τι προτείνουμε: να προχωρήσουμε τάχιστα στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής επιτροπής διανοουμένων και καλλιτεχνών για την αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό που αντιστέκεται.
Αν δεν είμαστε εμείς, ποιος θα είναι;
Αν δεν είναι τώρα, πότε θα είναι;
Βίκη ΣΚΟΥΜΠΗ, Αρχισυντάκτρια του περιοδικού αλήthεια, Αθήνα.
Michel SURYA, Διευθυντής του περιοδικού Lignes, Παρίσι.
Δημήτρις Βεργέτης, Διευθυντής του περιοδικού αλήthεια.
Και
Daniel ALVARO
Alain BADIOU
Jean-Christophe BAILLY
Etienne BALIBAR
Fernanda BERNARDO
Barbara CASSIN
Bruno CLEMENT
Danièle COHEN-LEVINAS
Yannick COURTEL
Claire DENIS
Georges DIDI-HUBERMANN
Roberto ESPOSITO
Francesca ISIDORI
Pierre-Philippe JANDIN
Jèrôme LEBRE
Jean-Clet MARTIN
Jean-Luc NANCY
Jacques RANCIERE
Judith REVEL
Elisabeth RIGAL
Jacob ROGOZINSKI
Avital RONELL
Ugo SANTIAGO
Beppe SEBASTE
Michele SINAPI
Enzo TRAVERSO
Το κείμενο στα γαλλικά:
Sauvons le peuple grec de ses sauveurs !
Par un collectif d’intellectuels et d’artistes européens
Au moment où un jeune Grec sur deux est au chômage, où 25 000 SDF errent dans les rues d’Athènes, où 30% de la population est tombée sous le seuil de pauvreté, où des milliers de familles sont obligées de placer leurs enfants pour qu’ils ne crèvent pas de faim et de froid, où nouveaux pauvres et réfugiés se disputent les poubelles dans les décharges publiques, les «sauveurs» de la Grèce, sous prétexte que les Grecs «ne font pas assez d’efforts», imposent un nouveau plan d’aide qui double la dose létale administrée. Un plan qui abolit le droit du travail, et qui réduit les pauvres à l’extrême misère, tout en faisant disparaître du tableau les classes moyennes.
Le but ne saurait être le «sauvetage» de la Grèce : sur ce point, tous les économistes dignes de ce nom sont d’accord. Il s’agit de gagner du temps pour sauver les créanciers tout en menant le pays à une faillite différée. Il s’agit surtout de faire de la Grèce le laboratoire d’un changement social qui, dans un deuxième temps, se généralisera à toute l’Europe. Le modèle expérimenté sur les Grecs est celui d’une société sans services publics, où les écoles, les hôpitaux et les dispensaires tombent en ruine, où la santé devient le privilège des riches, où les populations vulnérables sont vouées à une élimination programmée, tandis que ceux qui travaillent encore sont condamnés aux formes extrêmes de la paupérisation et de la précarisation.
Mais pour que cette offensive du néolibéralisme puisse arriver à ses fins, il faut instaurer un régime qui fait l’économie de droits démocratiques les plus élémentaires. Sous l’injonction des sauveurs, on voit donc s’installer en Europe des gouvernements de technocrates qui font fi de la souveraineté populaire. Il s’agit d’un tournant dans les régimes parlementaires où l’on voit les «représentants du peuple» donner carte blanche aux experts et aux banquiers, abdiquant leur pouvoir décisionnel supposé. Un coup d’Etat parlementaire en quelque sorte, qui fait aussi appel à un arsenal répressif amplifié face aux protestations populaires. Ainsi, dès lors que les députés ont ratifié la convention dictée par la troïka (l’Union européenne, la Banque centrale européenne et le Fonds monétaire international), diamétralement opposée au mandat qu’ils avaient reçu, un pouvoir dépourvu de légitimité démocratique aura engagé l’avenir du pays pour trente ou quarante ans.
Parallèlement l’Union européenne s’apprête à constituer un compte bloqué où serait directement versée l’aide à la Grèce afin qu’elle soit employée uniquement au service de la dette. Les recettes du pays devraient être en «priorité absolue» consacrées au remboursement de créanciers, et, si besoin est, directement versées à ce compte géré par l’Union européenne. La convention stipule que toute nouvelle obligation émise dans son cadre sera régie par le droit anglais, qui engage des garanties matérielles, alors que les différends seront jugés par les tribunaux du Luxembourg, la Grèce ayant renoncé d’avance à tout droit de recours contre une saisie décidée par ses créanciers. Pour compléter le tableau, les privatisations sont confiées à une caisse gérée par la troïka, où seront déposés les titres de propriété de biens publics. Bref, c’est le pillage généralisé, trait propre du capitalisme financier qui s’offre ici une belle consécration institutionnelle. Dans la mesure où vendeurs et acheteurs siégeront du même côté de la table, on ne doute guère que cette entreprise de privatisation soit un vrai festin pour les repreneurs.
Or toutes les mesures prises jusqu’à maintenant n’ont fait que creuser la dette souveraine grecque et, avec le secours de sauveurs qui prêtent à des taux usuraires, celle-ci a carrément explosé en approchant des 170% d’un PIB en chute libre, alors qu’en 2009 elle n’en représentait encore que 120%. Il est à parier que cette cohorte de plans de sauvetage - à chaque fois présentés comme «ultimes» - n’a eu d’autre but que d’affaiblir toujours davantage la position de la Grèce de sorte que, privée de toute possibilité de proposer elle-même les termes d’une restructuration, elle soit réduite à tout céder à ses créanciers sous le chantage de «la catastrophe ou l’austérité».
L’aggravation artificielle et coercitive du problème de la dette a été utilisée comme une arme pour prendre d’assaut une société entière. C’est à bon escient que nous employons ici des termes relevant du domaine militaire : il s’agit bel et bien d’une guerre conduite par les moyens de la finance, de la politique et du droit, une guerre de classe contre la société entière. Et le butin que la classe financière compte arracher à «l’ennemi», ce sont les acquis sociaux et les droits démocratiques, mais au bout du compte, c’est la possibilité même d’une vie humaine. La vie de ceux qui ne produisent ou ne consomment pas assez au regard des stratégies de maximisation du profit, ne doit plus être préservée.
Ainsi, la faiblesse d’un pays pris en étau entre la spéculation sans limites et les plans de sauvetage dévastateurs, devient la porte dérobée par où fait irruption un nouveau modèle de société conforme aux exigences du fondamentalisme néolibéral. Modèle destiné à toute l’Europe et plus si affinités. C’est le véritable enjeu et c’est pour cela que défendre le peuple grec ne se réduit pas à un geste de solidarité ou d’humanité abstraite : l’avenir de la démocratie et le sort des peuples européens sont en question. Partout la «nécessité impérieuse» d’une austérité «douloureuse, mais salutaire» va nous être présentée comme le moyen d’échapper au destin grec, alors qu’elle y mène tout droit.
Devant cette attaque en règle contre la société, devant la destruction des derniers îlots de la démocratie, nous appelons nos concitoyens, nos amis français et européens à s’exprimer haut et fort. Il ne faut pas laisser le monopole de la parole aux experts et aux politiciens. Le fait qu’à la demande des dirigeants allemands et français en particulier la Grèce soit désormais interdite d’élections peut-il nous laisser indifférents ? La stigmatisation et le dénigrement systématique d’un peuple européen ne mériteraient-ils pas une riposte ? Est-il possible de ne pas élever sa voix contre l’assassinat institutionnel du peuple grec ? Et pouvons-nous garder le silence devant l’instauration à marche forcée d’un système qui met hors la loi l’idée même de solidarité sociale?
Nous sommes au point de non-retour. Il est urgent de mener la bataille des chiffres et la guerre des mots pour contrer la rhétorique ultralibérale de la peur et de la désinformation. Il est urgent de déconstruire les leçons de morale qui occultent le processus réel à l’œuvre dans la société. Il devient plus qu’urgent de démystifier l’insistance raciste sur la «spécificité grecque», qui prétend faire du caractère national supposé d’un peuple (paresse et roublardise à volonté) la cause première d’une crise en réalité mondiale. Ce qui compte aujourd’hui ne sont pas les particularités, réelles ou imaginaires, mais les communs : le sort d’un peuple qui affectera tous les autres.
Bien des solutions techniques ont été proposées pour sortir de l’alternative «ou la destruction de la société ou la faillite» (qui veut dire, on le voit aujourd’hui : «et la destruction et la faillite»). Toutes doivent être mises à plat comme éléments de réflexion pour la construction d’une autre Europe. Mais d’abord il faut dénoncer le crime, porter au grand jour la situation dans laquelle se trouve le peuple grec à cause des «plans d’aide» conçus par et pour les spéculateurs et les créanciers. Au moment où un mouvement de soutien se tisse autour du monde, où les réseaux d’Internet bruissent d’initiatives de solidarité, les intellectuels français seraient-ils donc les derniers à élever leur voix pour la Grèce ? Sans attendre davantage, multiplions les articles, les interventions dans les médias, les débats, les pétitions, les manifestations. Car toute initiative est bienvenue, toute initiative est urgente.
Pour nous, voici ce que nous proposons : aller très vite vers la formation d’un comité européen des intellectuels et des artistes pour la solidarité avec le peuple grec qui résiste. Si ce n’est pas nous, ce sera qui ? Si ce n’est pas maintenant, ce sera quand ?
Vicky Skoumbi, rédactrice en chef de la revue «Alètheia», Athènes, Michel Surya, directeur de la revue «Lignes», Paris, Dimitris Vergetis, directeur de la revue «Alètheia», Athènes.
Et : Daniel Alvara,Alain Badiou, Jean-Christophe Bailly, Etienne Balibar, Fernanda Bernardo, Barbara Cassin, Bruno Clément, Danielle Cohen-Levinas, Yannick Courtel, Claire Denis, Georges Didi-Huberman, Roberto Esposito, Francesca Isidori, Pierre-Philippe Jandin, Jérôme Lèbre, Jean-Clet Martin, Jean-Luc Nancy, Jacques Rancière, Judith Revel, Elisabeth Rigal, Jacob Rogozinski, Hugo Santiago, Beppe Sebaste, Michèle Sinapi, Enzo Traverso