Είναι αριστουργήματα σπουδαίων μαστόρων της πέτρας και μόνον στην περιοχή της Ηπείρου ξεπερνούν τα 250, από τα οποία τα 55 έχουν κηρυχτεί διατηρητέα, αλλά στην ουσία παραμένουν απροστάτευτα, αφού την τελευταία δεκαετία δεν έχουν προχωρήσει οι αναγκαίες εργασίες συντήρησης. Αποτελούν ιδιαίτερες κατασκευές με πολλά τεχνικά προβλήματα, από τα οποία πηγάζει και ο θρύλος με τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα που συνοδεύει το γεφύρι της Αρτας
Φωτογραφία: Γεφύρι του Καμπέρ Αγά. Το θολωτό γεφύρι στους Μηλωτάδες Θεσπρωτίας φέρει το όνομα του Καμπέρ Αγά, που το χρηματοδότησε, και είναι έργο του 18ου αιώνα. Ξεχωρίζει για τα δύο μικρότερα τόξα που κατασκευάστηκαν για μεγαλύτερη προστασία από τα νερά των ποταμών | Βασίλης Μαθιουδάκης
Η κατάρρευση του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας, που σημάδεψε με εμβληματικό τρόπο τις καταστροφές από την τελευταία θεομηνία στην Ηπειρο, αποδόθηκε στην καταρρακτώδη βροχή, αλλά στην πραγματικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι είχε να συντηρηθεί από το 1998. Είχε προηγηθεί «βροχή» υπομνημάτων από τοπικούς φορείς και οργανώσεις που ειδικεύονται στη διάσωση των πέτρινων γεφυριών, τα οποία όμως δεν είχαν βρει ανταπόκριση από τους αρμόδιους υπουργούς. «Η αναστήλωση του γεφυριού είναι στοίχημα για τη χώρα», διαβεβαίωσε ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης, που βρέθηκε στην περιοχή λίγες ώρες μετά την καταστροφή, περιγράφοντας το στίγμα της νέας πολιτικής που θα ακολουθηθεί στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το μονότοξο γεφύρι δεν αποκαλείται τυχαία «Παρθενώνας των Τζουμέρκων». Κατασκευάστηκε το 1866 στο πιο στενό σημείο της όχθης του ποταμού Αραχθου, ο οποίος το 1881 αποτελούσε σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Το 1943 οι Γερμανοί το είχαν βομβαρδίσει χωρίς επιτυχία, ενώ ένα χρόνο αργότερα στο οίκημα που υπήρχε δίπλα στο γεφύρι είχε υπογραφεί η περίφημη συμφωνία ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ από τον Αρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
Είναι έργο του περίφημου μάστορα Κώστα Μπέκα και είναι το τρίτο που χτίστηκε στη συγκεκριμένη θέση. Το πρώτο κατασκευάστηκε το 1860 και παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του Αραχθου, ενώ το δεύτερο (1863) κατέρρευσε την ημέρα των εγκαινίων του!
Η κατασκευή μιας γέφυρας αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, ακόμη και με τις σημερινές δυνατότητες της τεχνικής. Υπαγορεύτηκε από την αρχέγονη ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία και ανταλλαγή αγαθών, η οποία στην Ηπειρο αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους: ψηλά βουνά και ορμητικά ποτάμια λειτουργούσαν σαν «φράχτες» ανάμεσα στους οικισμούς. Το Κέντρο Μελετών Πέτρινων Γεφυριών έχει καταγράψει περισσότερα από 1.200 γεφύρια σε όλη τη χώρα, από τα οποία όμως διατηρείται περίπου το 60%. Μόνον στην Ηπειρο υπάρχουν πάνω από 250, από τα οποία τα 55 έχουν κηρυχτεί μνημεία, χωρίς όμως να ενταχθούν σε προγράμματα ανάδειξης και διατήρησης.
Τα μυστικά της κατασκευής τους
Τα πρώτα γεφύρια της Ηπείρου ήταν ξύλινα, αλλά την περίοδο της τουρκοκρατίας ξεκίνησε η αντικατάστασή τους με πέτρινα, καθώς η περιοχή, και ειδικά τα Ζαγοροχώρια, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται χάρη στα προνόμια που είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν πλούσιοι ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, τα Γιάννενα και άλλα δυναμικά οικονομικά κέντρα της εποχής. Η κατασκευή τους βασίστηκε στο ιδιαίτερο πέτρωμα της περιοχής και κυρίως στους περίφημους μάστορες, τους κιοπρουλήδες, προσωνύμιο το οποίο προέρχεται από την τουρκική λέξη κιοπριού, που σημαίνει γεφύρι.
Η κατασκευή των γεφυριών είχε τα δικά της μυστικά, αφού διαφοροποιείται από την τεχνική στη χρήση της πέτρας στα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας αρχοντικά σπίτια της περιοχής. Την αναλάμβαναν ειδικευμένα συνεργεία, τα οποία, όπως περιγράφει ο Αντώνης Καλογήρου στο βιβλίο του «Τα μονοπάτια του Ζαγοριού», ξεκινούσαν από τα χωριά γύρω στο Πάσχα. Υστερα από ένα τρικούβερτο γλέντι, αποχαιρετούσαν τις οικογένειές τους, φόρτωναν τα εργαλεία τους στα ζώα και αναχωρούσαν για να εγκατασταθούν στα εργοτάξια, όπου δούλευαν όσο διαρκούσε το φως της ημέρας.
Το τελετουργικό είχε τη βάση του στα σοβαρά προβλήματα που ανέκυπταν στην κατασκευή κάθε γεφυριού. Τα φυσικά φαινόμενα και οι αστοχίες οδηγούσαν μερικές φορές σε καταρρεύσεις και έτσι είχαν αναπτυχθεί θρύλοι για στοιχειά και δράκους, καθώς και προλήψεις που διατηρούνται ώς τις μέρες μας, κυρίως σε υπόγεια έργα. Τα «μπουλούκια» πάντως ήταν άριστα οργανωμένα υπό τον πρωτομάστορα, που έκλεινε τις εργολαβίες, τους μαστόρους, τους καλφάδες (βοηθοί) και τα τσιράκια (μαθητευόμενοι). Εχει ενδιαφέρον ότι το γεφύρι έπρεπε να παραδοθεί πριν μπει ο χειμώνας, σε αντίθεση με τα σύγχρονα έργα (αυτοκινητόδρομοι κ.λπ.) που μεταφέρονται από ΕΣΠΑ σε ΕΣΠΑ χωρίς να έχουν τελειωμό.
Εργο του πρωτομάστορα
Ο σχεδιασμός ήταν προνόμιο του πρωτομάστορα, που βασιζόταν στην πείρα του για να υπολογίσει τα θεμέλια, το πιο καθοριστικό στοιχείο της όλης κατασκευής. Ξεδίπλωνε όμως όλο το μεράκι του στη μορφή του γεφυριού και τα τόξα του. Αν το άνοιγμα του ποταμιού ήταν μικρό, αρκούσε ένα τόξο, ενώ οι καμάρες είχαν μορφή κυκλική ή οξύκορφη και έδιναν χάρη στην όλη κατασκευή. Εχει ενδιαφέρον ότι το χτίσιμο ξεκινούσε ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές του ποταμιού και κατέληγε στη στέψη, με τον πρωτομάστορα να βάζει την τελική και πιο καθοριστική πέτρα, αφού αυτή «σήκωνε» όλο το βάρος του τόξου.
Κύριο δομικό υλικό ήταν ο τοπικός σχιστόλιθος, που όμως έπρεπε να είναι συμπαγής και χωρίς ρωγμές για αντέχει στις δοκιμασίες των φυσικών φαινομένων. Στα θεμέλια οι πέτρες ήταν μεγάλες και ορθογώνιες, ενώ στις καμάρες γινόταν αριστοτεχνικό πελέκημα. Το στρώσιμο του γεφυριού ήταν στην ουσία συνέχεια του πέτρινου μονοπατιού και στο πλάι τοποθετούσαν τις αρκάδες, τις πλάκες τοπικού σχιστόλιθου που λειτουργούσαν ως προστατευτικό για τους διερχόμενους και τα ζώα. Δυστυχώς έχουν απομείνει ελάχιστα δείγματα, καθώς το έθιμο απαιτούσε από τις γυναίκες που αποκτούσαν παιδί να αποσπούν κομμάτια τους και να τα ρίχνουν στο ποτάμι. Το κουρασάνι αποτελούσε τη συνδετική ύλη και ήταν μείγμα νερού, ασβέστη, χώματος και τρίμματος από κεραμίδι. Η χρήση του γινόταν με τέτοια μαεστρία ώστε ήταν αόρατο. Ορισμένοι αρχιμάστορες πειραματίζονταν με τα υλικά και χρησιμοποιούσαν τρίχες ζώων, ξερά χόρτα, ακόμη και τσόφλια αυγών για να δώσουν στην κατασκευή μεγαλύτερη αντοχή σε σεισμούς αλλά και κατεβασιές των ορμητικών νερών των ποταμιών που καταπονούν τα θεμέλια.
Το υψηλό κόστος κατασκευής οδηγούσε σε αναζήτηση χορηγών, που έδιναν το όνομά τους στα γεφύρια. Αρκετές φορές συνέβαλαν οικονομικά οι τοπικές αρχές, αλλά και κάτοικοι της περιοχής που προσέφεραν δωρεάν εργασία ή υλικά.
Το Καλογερικό
Αποτελεί το ωραιότερο τρίτοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Βρίσκεται στον οικισμό των Κήπων, σε μικρή απόσταση από τα Γιάννενα. Λέγεται Καλογερικό γιατί κατασκευάστηκε το 1748 με πρωτοβουλία του ηγούμενου Σεραφείμ από το Μοναστήρι του προφήτη Ηλία.
Η γέφυρα του Κόρακα
Η παλαιότερη μονότοξη γέφυρα των Βαλκανίων βρίσκεται στην περιοχή της Αργιθέας και κατασκευάστηκε το 1515. Εχει άνοιγμα 48 μέτρα και ύψος 26 μέτρα. «Βαφτίστηκε» γέφυρα του Κόρακα, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, την ώρα των εγκαινίων ένα κοράκι κάθισε στο υψηλότερο σημείο της.
Ο θρύλος και το αποτυχημένο σαμποτάζ
Το περίφημο γεφύρι της Αρτας, σύμφωνα με τον θρύλο, στέριωσε χάρη στη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα. Η πρώτη ιστορική αναφορά ανάγεται στους κλασικούς χρόνους. Η σημερινή πέτρινη κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1615. Εχει άνοιγμα 145 μέτρων και διαθέτει τέσσερις ημικυκλικές καμάρες που διατάσσονται σε όλο το πλάτος του Αραχθου χωρίς καμία συμμετρία. Σώθηκε από την ανατίναξη του 1944, πιθανότατα γιατί ο Γερμανός σαμποτέρ σεβάστηκε το μνημείο. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Βωβούσας. Πήρε το όνομά του, όπως και το ομώνυμο χωριό, από τη βοή των νερών του ποταμού Αώου και αποτελεί παραφθορά της αρχικής Βοϊούσας. Χτίστηκε το 1748 με χορηγία του Αλέξη Μίσιου για να γεφυρώσει τις δυο γειτονιές του οικισμού. Από το 1936 έχει τοποθετηθεί ξύλινο στηθαίο. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι του Αγίου Μηνά. Βρίσκεται στο Ανατολικό Ζαγόρι, ανάμεσα στα χωριά Μακρίνο και Ελατοχώρι που ενωνόνται και με άλλα δύο γεφύρια. Χτίστηκε το 1748 και παλιότερα λειτουργούσε δίπλα του ο μύλος του Χάνου-Χάρβαλη, που έχει γκρεμιστεί. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Δόλιανης. Βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, που το 1955 έγινε επίσημη προσπάθεια να μετονομαστεί σε «Νέον Αμαρούσιον» (!), αλλά δέκα χρόνια αργότερα επανήλθε στην αρχική ονομασία. Μνημονεύεται και ως γεφύρι του Παπά, που είχε την κατοικία του σε διπλανό χώρο. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Κούρτιας. Θεωρείται «συνομήλικο» με το γειτονικό μοναστήρι της Θεοτόκου Βουτσάς, που χτίστηκε το 7ο αιώνα. Βρίσκεται κοντά στο Γρεβενίτι Ζαγορίου και ενώνει τις όχες του Βάρδα, παραπόταμου του Αραχθου. Διαθέτει υποβοηθητικά τόξα. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Γκαλντερούσιας. Βρίσκεται στο χωριό Δόλιανη και κατασκευάστηκε το 1867 χάρη στα 3.500 γρόσια που είχε προσφέρει ο Δ. Στέλιος από το Τσερνέσι (σημερινό Ελατοχώρι). Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Τσίπιανης. Είναι μονότοξο γεφύρι και ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα στο Ζαγόρι λόγω του οξύκορφου τόξου του. Κατασκευάστηκε το 1875 και διέθετε καμπανάκι για να προειδοποιεί τους περαστικούς όταν επικρατούσαν στην περιοχή ισχυροί άνεμοι.
Φωτογραφία: Γεφύρι του Καμπέρ Αγά. Το θολωτό γεφύρι στους Μηλωτάδες Θεσπρωτίας φέρει το όνομα του Καμπέρ Αγά, που το χρηματοδότησε, και είναι έργο του 18ου αιώνα. Ξεχωρίζει για τα δύο μικρότερα τόξα που κατασκευάστηκαν για μεγαλύτερη προστασία από τα νερά των ποταμών | Βασίλης Μαθιουδάκης
Η κατάρρευση του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας, που σημάδεψε με εμβληματικό τρόπο τις καταστροφές από την τελευταία θεομηνία στην Ηπειρο, αποδόθηκε στην καταρρακτώδη βροχή, αλλά στην πραγματικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι είχε να συντηρηθεί από το 1998. Είχε προηγηθεί «βροχή» υπομνημάτων από τοπικούς φορείς και οργανώσεις που ειδικεύονται στη διάσωση των πέτρινων γεφυριών, τα οποία όμως δεν είχαν βρει ανταπόκριση από τους αρμόδιους υπουργούς. «Η αναστήλωση του γεφυριού είναι στοίχημα για τη χώρα», διαβεβαίωσε ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης, που βρέθηκε στην περιοχή λίγες ώρες μετά την καταστροφή, περιγράφοντας το στίγμα της νέας πολιτικής που θα ακολουθηθεί στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το μονότοξο γεφύρι δεν αποκαλείται τυχαία «Παρθενώνας των Τζουμέρκων». Κατασκευάστηκε το 1866 στο πιο στενό σημείο της όχθης του ποταμού Αραχθου, ο οποίος το 1881 αποτελούσε σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Το 1943 οι Γερμανοί το είχαν βομβαρδίσει χωρίς επιτυχία, ενώ ένα χρόνο αργότερα στο οίκημα που υπήρχε δίπλα στο γεφύρι είχε υπογραφεί η περίφημη συμφωνία ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ από τον Αρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
Είναι έργο του περίφημου μάστορα Κώστα Μπέκα και είναι το τρίτο που χτίστηκε στη συγκεκριμένη θέση. Το πρώτο κατασκευάστηκε το 1860 και παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του Αραχθου, ενώ το δεύτερο (1863) κατέρρευσε την ημέρα των εγκαινίων του!
Η κατασκευή μιας γέφυρας αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, ακόμη και με τις σημερινές δυνατότητες της τεχνικής. Υπαγορεύτηκε από την αρχέγονη ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία και ανταλλαγή αγαθών, η οποία στην Ηπειρο αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους: ψηλά βουνά και ορμητικά ποτάμια λειτουργούσαν σαν «φράχτες» ανάμεσα στους οικισμούς. Το Κέντρο Μελετών Πέτρινων Γεφυριών έχει καταγράψει περισσότερα από 1.200 γεφύρια σε όλη τη χώρα, από τα οποία όμως διατηρείται περίπου το 60%. Μόνον στην Ηπειρο υπάρχουν πάνω από 250, από τα οποία τα 55 έχουν κηρυχτεί μνημεία, χωρίς όμως να ενταχθούν σε προγράμματα ανάδειξης και διατήρησης.
Τα μυστικά της κατασκευής τους
Τα πρώτα γεφύρια της Ηπείρου ήταν ξύλινα, αλλά την περίοδο της τουρκοκρατίας ξεκίνησε η αντικατάστασή τους με πέτρινα, καθώς η περιοχή, και ειδικά τα Ζαγοροχώρια, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται χάρη στα προνόμια που είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν πλούσιοι ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, τα Γιάννενα και άλλα δυναμικά οικονομικά κέντρα της εποχής. Η κατασκευή τους βασίστηκε στο ιδιαίτερο πέτρωμα της περιοχής και κυρίως στους περίφημους μάστορες, τους κιοπρουλήδες, προσωνύμιο το οποίο προέρχεται από την τουρκική λέξη κιοπριού, που σημαίνει γεφύρι.
Η κατασκευή των γεφυριών είχε τα δικά της μυστικά, αφού διαφοροποιείται από την τεχνική στη χρήση της πέτρας στα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας αρχοντικά σπίτια της περιοχής. Την αναλάμβαναν ειδικευμένα συνεργεία, τα οποία, όπως περιγράφει ο Αντώνης Καλογήρου στο βιβλίο του «Τα μονοπάτια του Ζαγοριού», ξεκινούσαν από τα χωριά γύρω στο Πάσχα. Υστερα από ένα τρικούβερτο γλέντι, αποχαιρετούσαν τις οικογένειές τους, φόρτωναν τα εργαλεία τους στα ζώα και αναχωρούσαν για να εγκατασταθούν στα εργοτάξια, όπου δούλευαν όσο διαρκούσε το φως της ημέρας.
Το τελετουργικό είχε τη βάση του στα σοβαρά προβλήματα που ανέκυπταν στην κατασκευή κάθε γεφυριού. Τα φυσικά φαινόμενα και οι αστοχίες οδηγούσαν μερικές φορές σε καταρρεύσεις και έτσι είχαν αναπτυχθεί θρύλοι για στοιχειά και δράκους, καθώς και προλήψεις που διατηρούνται ώς τις μέρες μας, κυρίως σε υπόγεια έργα. Τα «μπουλούκια» πάντως ήταν άριστα οργανωμένα υπό τον πρωτομάστορα, που έκλεινε τις εργολαβίες, τους μαστόρους, τους καλφάδες (βοηθοί) και τα τσιράκια (μαθητευόμενοι). Εχει ενδιαφέρον ότι το γεφύρι έπρεπε να παραδοθεί πριν μπει ο χειμώνας, σε αντίθεση με τα σύγχρονα έργα (αυτοκινητόδρομοι κ.λπ.) που μεταφέρονται από ΕΣΠΑ σε ΕΣΠΑ χωρίς να έχουν τελειωμό.
Εργο του πρωτομάστορα
Ο σχεδιασμός ήταν προνόμιο του πρωτομάστορα, που βασιζόταν στην πείρα του για να υπολογίσει τα θεμέλια, το πιο καθοριστικό στοιχείο της όλης κατασκευής. Ξεδίπλωνε όμως όλο το μεράκι του στη μορφή του γεφυριού και τα τόξα του. Αν το άνοιγμα του ποταμιού ήταν μικρό, αρκούσε ένα τόξο, ενώ οι καμάρες είχαν μορφή κυκλική ή οξύκορφη και έδιναν χάρη στην όλη κατασκευή. Εχει ενδιαφέρον ότι το χτίσιμο ξεκινούσε ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές του ποταμιού και κατέληγε στη στέψη, με τον πρωτομάστορα να βάζει την τελική και πιο καθοριστική πέτρα, αφού αυτή «σήκωνε» όλο το βάρος του τόξου.
Κύριο δομικό υλικό ήταν ο τοπικός σχιστόλιθος, που όμως έπρεπε να είναι συμπαγής και χωρίς ρωγμές για αντέχει στις δοκιμασίες των φυσικών φαινομένων. Στα θεμέλια οι πέτρες ήταν μεγάλες και ορθογώνιες, ενώ στις καμάρες γινόταν αριστοτεχνικό πελέκημα. Το στρώσιμο του γεφυριού ήταν στην ουσία συνέχεια του πέτρινου μονοπατιού και στο πλάι τοποθετούσαν τις αρκάδες, τις πλάκες τοπικού σχιστόλιθου που λειτουργούσαν ως προστατευτικό για τους διερχόμενους και τα ζώα. Δυστυχώς έχουν απομείνει ελάχιστα δείγματα, καθώς το έθιμο απαιτούσε από τις γυναίκες που αποκτούσαν παιδί να αποσπούν κομμάτια τους και να τα ρίχνουν στο ποτάμι. Το κουρασάνι αποτελούσε τη συνδετική ύλη και ήταν μείγμα νερού, ασβέστη, χώματος και τρίμματος από κεραμίδι. Η χρήση του γινόταν με τέτοια μαεστρία ώστε ήταν αόρατο. Ορισμένοι αρχιμάστορες πειραματίζονταν με τα υλικά και χρησιμοποιούσαν τρίχες ζώων, ξερά χόρτα, ακόμη και τσόφλια αυγών για να δώσουν στην κατασκευή μεγαλύτερη αντοχή σε σεισμούς αλλά και κατεβασιές των ορμητικών νερών των ποταμιών που καταπονούν τα θεμέλια.
Το υψηλό κόστος κατασκευής οδηγούσε σε αναζήτηση χορηγών, που έδιναν το όνομά τους στα γεφύρια. Αρκετές φορές συνέβαλαν οικονομικά οι τοπικές αρχές, αλλά και κάτοικοι της περιοχής που προσέφεραν δωρεάν εργασία ή υλικά.
Το Καλογερικό
Αποτελεί το ωραιότερο τρίτοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Βρίσκεται στον οικισμό των Κήπων, σε μικρή απόσταση από τα Γιάννενα. Λέγεται Καλογερικό γιατί κατασκευάστηκε το 1748 με πρωτοβουλία του ηγούμενου Σεραφείμ από το Μοναστήρι του προφήτη Ηλία.
Η γέφυρα του Κόρακα
Η παλαιότερη μονότοξη γέφυρα των Βαλκανίων βρίσκεται στην περιοχή της Αργιθέας και κατασκευάστηκε το 1515. Εχει άνοιγμα 48 μέτρα και ύψος 26 μέτρα. «Βαφτίστηκε» γέφυρα του Κόρακα, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, την ώρα των εγκαινίων ένα κοράκι κάθισε στο υψηλότερο σημείο της.
Ο θρύλος και το αποτυχημένο σαμποτάζ
Το περίφημο γεφύρι της Αρτας, σύμφωνα με τον θρύλο, στέριωσε χάρη στη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα. Η πρώτη ιστορική αναφορά ανάγεται στους κλασικούς χρόνους. Η σημερινή πέτρινη κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1615. Εχει άνοιγμα 145 μέτρων και διαθέτει τέσσερις ημικυκλικές καμάρες που διατάσσονται σε όλο το πλάτος του Αραχθου χωρίς καμία συμμετρία. Σώθηκε από την ανατίναξη του 1944, πιθανότατα γιατί ο Γερμανός σαμποτέρ σεβάστηκε το μνημείο. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Βωβούσας. Πήρε το όνομά του, όπως και το ομώνυμο χωριό, από τη βοή των νερών του ποταμού Αώου και αποτελεί παραφθορά της αρχικής Βοϊούσας. Χτίστηκε το 1748 με χορηγία του Αλέξη Μίσιου για να γεφυρώσει τις δυο γειτονιές του οικισμού. Από το 1936 έχει τοποθετηθεί ξύλινο στηθαίο. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι του Αγίου Μηνά. Βρίσκεται στο Ανατολικό Ζαγόρι, ανάμεσα στα χωριά Μακρίνο και Ελατοχώρι που ενωνόνται και με άλλα δύο γεφύρια. Χτίστηκε το 1748 και παλιότερα λειτουργούσε δίπλα του ο μύλος του Χάνου-Χάρβαλη, που έχει γκρεμιστεί. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Δόλιανης. Βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, που το 1955 έγινε επίσημη προσπάθεια να μετονομαστεί σε «Νέον Αμαρούσιον» (!), αλλά δέκα χρόνια αργότερα επανήλθε στην αρχική ονομασία. Μνημονεύεται και ως γεφύρι του Παπά, που είχε την κατοικία του σε διπλανό χώρο. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Κούρτιας. Θεωρείται «συνομήλικο» με το γειτονικό μοναστήρι της Θεοτόκου Βουτσάς, που χτίστηκε το 7ο αιώνα. Βρίσκεται κοντά στο Γρεβενίτι Ζαγορίου και ενώνει τις όχες του Βάρδα, παραπόταμου του Αραχθου. Διαθέτει υποβοηθητικά τόξα. Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Γκαλντερούσιας. Βρίσκεται στο χωριό Δόλιανη και κατασκευάστηκε το 1867 χάρη στα 3.500 γρόσια που είχε προσφέρει ο Δ. Στέλιος από το Τσερνέσι (σημερινό Ελατοχώρι). Βασίλης Μαθιουδάκης
Γεφύρι της Τσίπιανης. Είναι μονότοξο γεφύρι και ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα στο Ζαγόρι λόγω του οξύκορφου τόξου του. Κατασκευάστηκε το 1875 και διέθετε καμπανάκι για να προειδοποιεί τους περαστικούς όταν επικρατούσαν στην περιοχή ισχυροί άνεμοι.