Τα ξημερώματα της 30ης Μαΐου 1941, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, νέοι φοιτητές τότε, σκαρφάλωσαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης με στόχο να κατεβάσουν τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα.
Η Αθήνα βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή ήδη από τον Απρίλιο και την ίδια μέρα η κατέλαβαν την Κρήτη δυνάμεις του Άξονα.
Οι δύο νέοι προετοιμάστηκαν πολύ καλά πριν υλοποιήσουν το άκρως επικίνδυνο σχέδιό τους. Διάβασαν ότι σχετικό υπήρχε με τον Ιερό Βράχο και κατέληξαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Ήταν η στιγμή που αποφάσισαν να δώσουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στο γόητρο του κατακτητή.
Στις 9:30 το βράδυ και ενώ η μικρή φρουρά της Ακρόπολης βρισκόταν στα Προπύλαια, πήδηξαν τα σύρματα, έφτασαν μέχρι τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και χρησιμοποίησαν τις σκαλωσιές των αρχαιολόγων προκειμένου να ανεβούν.
Προχώρησαν προς τον ιστό της σημαίας και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν το τεραστίων διαστάσεων σύμβολο του Γ' Ράιχ.
Στη θέα της «άδειας» Ακρόπολης οι Γερμανοί εξοργίστηκαν. Διέταξαν ανακρίσεις, εκτέλεσαν τους άνδρες της φρουράς και απήλλαξαν τους Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής από τα καθήκοντά τους.
Η σβάστικα αντικαταστάθηκε στις 11 το πρωί, η υποστολή του ναζιστικού συμβόλου όμως αποτέλεσε την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα και αποτέλεσε την απαρχή της οργάνωσης του αντιστασιακού κινήματος.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Το περιστατικό έγινε γνωστό μέσα από δύο ταυτόχρονες δηλώσεις του Γλέζου στον «Ριζοσπάστη» και του Σάντα στην «Ελευθερία» στις 5 Μαρτίου του 1945.