Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά έχει αφήσει στην ελληνική κοινωνία ένα «ίχνος» μεγαλύτερο από αυτό που μαρτυρούν οι εκλογικές της επιδόσεις από το 1974 μέχρι σήμερα. Έχοντας πρωτοστατήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, και έχοντας διαχωριστεί έγκαιρα –στις κυριότερες εκδοχές της τουλάχιστον– από τη φρίκη του «υπαρκτού», οι οργανώσεις, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριές της νοηματοδότησαν παραπάνω απ’ όσο τους αντιστοιχούσε η επίσημη τοποθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για αυτόνομη κάθοδο και στις νέες εκλογές δεν αλλάξει, η υποχρέωση της Αριστεράς να υπερασπιστεί από κοινού τους «από κάτω», έστω και αν βαδίζει χωριστά, θα παραμείνει στο ακέραιο. Όμως, εκτός από «καθήκοντα» και «υποχρεώσεις», υπάρχουν και δυνατότητες. Υπάρχει λοιπόν ένα ερώτημα που οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορούν να παρακάμψουν: ενδεχόμενη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ (θυμίζουμε: τη ΝΔ των Πλεύρη, Βορίδη, Γεωργιάδη, Κρανιδιώτη και Μπακογιάννη…), θα σημάνει περισσότερες ή λιγότερες δυνατότητες να είναι νικηφόρα η μετεκλογική κοινή δράση της Αριστεράς; Κι αν σημαίνει (προφανώς) λιγότερες, η διάσωση των υπαρκτών δυνατοτήτων δεν αφορά άραγε και όσους στήριξαν και στηρίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Με άλλη διατύπωση: αν η απάντηση είναι «οι αγώνες», όποια κι αν είναι η ερώτηση, ενδεχόμενη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από την ακροδεξιά ΝΔ του Σαμαρά διευρύνει ή στενεύει αποκαρδιωτικά τους ορίζοντες των αγώνων αυτών;
Οι συντροφικές σχέσεις πρέπει να στηρίζονται στην ειλικρίνεια: Υπάρχει ένα τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που στο τελευταίο ερώτημα απαντά προφητεύοντας, δηλαδή «αντιδιαλεκτικά»: προδιαγράφοντας από σήμερα τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε «νέα σοσιαλδημοκρατία» και «αριστερό ανάχωμα του συστήματος• το λέει ρητά ο Γιώργος Ρούσσης στην «Ανοιχτή Επιστολή» του προς το ΚΚΕ, συνηχώντας με την Αλέκα Παπαρήγα, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να κάνει αυτά που λέει. Υπάρχει, πιο γενικά, μια αντίληψη πολύ δημοφιλής σε όλες τις εκδοχές της Αριστεράς, σύμφωνα με την οποία το βασικό στοιχείο που πρέπει να καθοδηγεί τις επιλογές μας είναι οι εκάστοτε «αντικειμενικοί περιορισμοί» του σήμερα στο αύριο: η ΕΕ, το ευρώ, οι διεθνείς συσχετισμοί. Όμως, ακριβώς τους περιορισμούς αυτούς επικαλείται σήμερα η εγχώρια και ευρωπαϊκή, οικονομική και κοινωνική ακροδεξιά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρηματολογώντας ακατάσχετα ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει αύριο.
Για να είμαστε συνεννοημένοι: Όσο και αν με προβληματίζει η εργαλειοποίηση των απόψεων της «άλλης Αριστεράς» από τους κοινούς μας αντιπάλους, δεν υπαινίσσομαι κανενός είδους ταύτιση των μεν με τους δε. Αυτό που θέλω να πω είναι άλλο. Ότι η στοιχειώδης αίσθηση του διακυβεύματος, αυτή δηλαδή που επιδεικνύουν οι κοινοί μας αντίπαλοι (εξ ου και «ανασυντίθενται», μιλούν για εμφυλίους και εκτελέσεις και τρομοκρατούν) απαιτεί από την Αριστερά να μην αυτοπεριοριστεί, για μια ακόμα φορά και ειδικά σήμερα, στο ρόλο της Κασσάνδρας: στο ρόλο του ιχνηλάτη ορίων, του σχολιαστή και δημόσιου κατήγορου πραγματικών ή δυνητικών συμβιβασμών, του προφήτη προδοσιών που θα δικαιώσουν (χωρίς αντίκρισμα…) τους «αμόλυντους». Σήμερα, που η δυνατότητα να φύγουν οι πανηγυριστές του «τέλους της Μεταπολίτευσης» είναι πιο ευκρινής από ποτέ μετά το 1974, και σήμερα που η επιλογή δεν είναι ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές διαχείρισης αλλά ανάμεσα στον καταρρέοντα και έναν υπό συγκρότηση συνασπισμό εξουσίας, ανταρσία στην πράξη είναι να είμαστε και μια φορά η Αριστερά των δυνατοτήτων.
τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, όντας πάντοτε στην πρώτη γραμμή όπου κάτι κινούνταν: στα χρόνια της «προστατευμένης» καραμανλικής δημοκρατίας και του εργοστασιακού συνδικαλισμού, στους μήνες του «815» και στην εποχή των «Συσπειρώσεων», στα εκατοντάδες σωματεία, τα δεκάδες περιοδικά και τους αμέτρητους αυτοσχέδιους εκδοτικούς οίκους ανά την Ελλάδα.
Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν πως, μολονότι διαχρονικά κατακερματισμένη, και μολονότι συχνά αυτοπεριοριζόμενη σε ρόλο «σχολιαστή» των συμβιβασμών της «επίσημης» Αριστεράς, η ελληνική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά ήταν και είναι ένα σημαντικό κοινωνικό και πολιτισμικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία. Ένα ρεύμα που, ιδίως στα «πέτρινα χρόνια» μετά το ’89, διέσωσε πολλά από αυτά που έπρεπε να σωθούν: την έννοια και την πρακτική του κοινωνικού ανταγωνισμού, το συλλογικό πολιτικό πάθος, την ανιδιοτελή κοινωνική στράτευση χωρίς οικονομία δυνάμεων και συναισθημάτων.
Οι εξωκοινοβουλευτικές αριστερές διαδρομές όλων αυτών των δεκαετιών έδειξαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η «βαρύτητα» ενός χώρου μπορεί να είναι πολλαπλάσια των οργανωτικών και εκλογικών του μεγεθών. Το δίδαγμα, όμως, μπορεί να διαβαστεί και απ’ την ανάποδη. Παρά το σημαντικό της ρόλο στο ανταγωνιστικό κίνημα, η ελληνική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά δεν μπόρεσε ποτέ να «μεταφράσει» το κοινωνικό σε πολιτικό – να υπερβεί, δηλαδή, τον κατακερματισμό και τον «υποκειμενισμό» της και να αμφισβητήσει την υπεροπλία των δύο βασικών κομμάτων της Αριστεράς.
Προσπάθειες έγιναν πολλές. Η Μαχόμενη Αριστερά, το «ΜΕΡΑ», το «ΕΝΑΝΤΙΑ» και βραχύβιες πρωτοβουλίες διαλόγου και κοινής δράσης, έκαναν το μικρό ή μεγάλο τους κύκλο – χωρίς, ωστόσο, να υπερβαίνουν κάθε φορά συγκεκριμένα όρια: τα όρια της αυτοτελούς πολιτικής συγκρότησης της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Όρια που, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι πρότινος λ.χ. στη Γαλλία, εδώ αποδείχτηκαν πολύ πιο στενά – ιδίως μετά τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το Δεκέμβρη και μετά την αποχώρηση, εν μέσω Μνημονίου, των «ανανεωτών» του ΣΥΝ. Ακόμα και το ευτυχέστερο μέχρι σήμερα παράδειγμα ανασύνθεσης του χώρου, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τη δουλειά στα πρωτοβάθμια σωματεία και τους φοιτητικούς συλλόγους, παρά την παρουσία στους δρόμους και τις γειτονιές, και παρά τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει από το πρώτο Μνημόνιο μέχρι σήμερα, δεν έπεισε παρά μόνο έναν στους 100 ότι το μείζον, στη συγκυρία που διανύουμε, είναι είτε η αυτοτελής καταγραφή του «χώρου», είτε η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ. Σήμερα, αντίθετα, πολλές και πολλοί που την 6η Μάη στήριξαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δηλώνουν ότι στις επόμενες εκλογές το καθήκον ενός αριστερού είναι να στηρίξει (όσο κριτικά θέλει και χωρίς να «αφομοιώνεται») τον ΣΥΡΙΖΑ.
*** Ακόμα κι αν |