Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Οι λαθρέμποροι του τρόμου ή η άκρα δεξιά πλευρά του φόβου του ανεξέλεγκτου...

 Όποιος μελετά ή τουλάχιστον παρατηρεί προσεκτικά τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις των πολιτών τα τελευταία χρόνια, κυρίως σε ζητήματα που αφορούν σε θεμελιώδεις αρχές της ταυτότητας που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία, όπως τα λεγόμενα εθνικά θέματα ή η παρουσία των μεταναστών στη χώρα, μπορεί εύκολα να συμπεράνει ότι το σοκ της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, που εκφράζεται τόσο έντονα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποτελεί μια υποκρισία.
Ιδίως αν σκεφθεί κανείς ότι οι πολίτες - που δυστυχώς λειτουργούν περισσότερο ως τηλεθεατές - αρέσκονται στον τρόμο και στα ρεπορτάζ που εισάγουν "καινά δαιμόνια" απευθείας μέσα στο σαλόνι τους. Αυτά είναι που πουλάνε περισσότερο διαφημιστικό χρόνο και συνειδητά επιλέγονται από τους επικοινωνιολόγους για να ανεβάσουν τα νούμερα της τηλεθέασης, ώστε να κερδίσουν πολλαπλά διαφημιστικά μηνύματα. Αυτά είναι που λειτουργούν
 ως κατασταλτικά φάρμακα στην οργή του κόσμου που θα μπορούσε εν δυνάμει να εκφραστεί με μια λαϊκή δράση και να μην εξαντλείται στο χρόνο μεταξύ δύο διαφημιστικών διαλειμμάτων.

Αυτή η τρομολαγνεία, σε συνδυασμό με μια παιδεία που αποδεικνύεται λειψή για να κάνει τους πολίτες να μπορούν να διαχωρίζουν την πραγματικότητα από την κατασκευασμένη καταστροφική εικόνα του κόσμου που προβάλει η τηλεόραση, ευθύνεται κατά κανόνα για την άγνοια που εκφράστηκε και σε ψήφο στην άκρα δεξιά. Το μυστικό βρίσκεται στο άγχος που προκαλεί η διαπεραστική φωνή του ρεπόρτερ, που στην προσπάθειά του να βγάλει το ψωμί του, ξέρει ότι όσο περισσότερο φωνάξει ή τρομάξει τον τηλεθεατή, τόσο πιο πετυχημένο θα είναι το ρεπορτάζ που θα μεταδώσει. Και αυτός ο φόβος είναι που γεννά μια διαρκή ανασφάλεια για οτιδήποτε θεωρείται ανεξέλεγκτο (οικονομική κατάσταση, λαθρομετανάστευση, τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, ο ιός HIV, φτώχεια μικροεγκληματικότητα κ.α.).

Ο φόβος θεωρείται μετρήσιμο μέγεθος για τους ψυχολόγους που εργάζονται στη διαφημιστική βιομηχανία. Αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί είναι η αντίδραση που πηγάζει από αυτόν τον φόβο. Και μάλιστα, όταν αυτή η αντίδραση δεν αφορά το να καταναλώνει κανείς, αλλά το να επιλέγει αυτούς που θα τον κυβερνήσουν. Εκεί το παιχνίδι φαίνεται πως χάθηκε και η καλή εικόνα του προστάτη από τους εσωτερικούς μας εχθρούς, κατακρημνίστηκε όταν ο προστάτης έκανε την εμφάνισή του στην τηλεόραση. Και έδειξε σε όλους ότι αυτός και τα πρωτοπαλίκαρά του είναι το μόνο ανεξέλεγκτο...

Η κρυφή λαγνεία της μπότας....


                                                           Δημοσίευμα από τα ΝΕΑ 12 Μαΐου 2002


Στην πραγματικότητα, δεν είναι λίγοι αυτοί που κρυφοθαυμάζουν τους φουσκωτούς - λαθρέμπορους του φόβου και κατά κάποιο τρόπο τους καθησυχάζει η παρουσία τους. Είναι όπως αυτή η λογική του σούπερ ήρωα, που γοητεύει εύκολα, στα κόμικς του μπάτμαν και του σούπερμαν, αφού είναι πιο βολικό για την ψυχοπαθολογία μας να ταυτιζόμαστε με τον δυνατό και πολύ πιο εύκολο να μειώνουμε τον ανίσχυρο...

Μπορεί να επαιρόμαστε για τη φιλανθρωπία μας, αλλά έστω και ασυνείδητα μας ενοχλεί η φτώχεια που βλέπουμε στους άλλους! Αισθανόμαστε μια απέχθεια για τους ανήμπορους ή τους κακοντυμένους, όπως αποστρέφουμε το βλέμμα μας από μια αντιαισθητική εικόνα. Σε κάποιους από εμάς φαίνονται πιο όμορφοι οι ξυρισμένοι με τα μαύρα ρούχα, από τις πιο άγνωστες εικόνες των αστέγων μεταναστών που απειλούν αυτό το κομμάτι του εαυτού μας που δεν έχουμε καλλιεργήσει. Το κομμάτι που στην πραγματικότητα πατά πάνω στα κόμπλεξ κατωτερότητας που κουβαλάμε στην ψυχοπαθολογία μας.

Από την άλλη πλευρά, είναι εύκολο να ζεις στην επαρχία, μακριά από τα προβλήματα που δημιούργησε η ραγδαία μετανάστευση στα αστικά κέντρα και να είσαι αντιρατσιστής. Και βέβαια, ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό είναι δικαιολογημένος. Το μίσος όμως που γίνεται πολιτική προπαγάνδα δεν απαντά στον φόβο, αλλά πατά πάνω στην απελπισία και στο ένστικτο αυτοσυντήρησης του ανθρώπου που μπροστά στο άγχος της καταστροφής της ηρεμίας του θέλει να καταστρέψει το ανοίκειο. Έτσι και η διφορούμενη στάση απέναντι στους ρατσιστές - νοσταλγούς του ολοκληρωτισμού και της χιτλερικής εθνοκάθαρσης - αποτελεί το άλλοθι μιας κοινωνίας που έχει αρχίσει εδώ και χρόνια να κλείνεται στον εαυτό της και να υψώνει τείχη απέναντι στους διαφορετικούς που απειλούν φαντασιακά τη συνοχή της.

Ο νεοπουριτανισμός και τα τρομο-κόμματα




Εξάλλου, η διαχρονική εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες σε θεσμούς που εκφράζουν την κατεστημένη τάξη, όπως στρατός, αστυνομία, εκκλησία, ακόμη και όταν οι θεσμοί αυτοί δέχονται έντονη κριτική για τα κακώς κείμενα που εμφανίζονται στο εσωτερικό τους, καταδεικνύει ότι οι πολίτες αναζητούν την ασφάλεια και φοβούνται το ανεξέλεγκτο. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει ότι συμβαίνει και με τον δικομματισμό, που στη μεταπολίτευση συγκράτησε μια μεγάλη μερίδα του κόσμου από την ανασφάλεια της πολιτικής "αστάθειας", μια προπαγάνδα που πριν τη δικτατορία ήταν η αφορμή για να επιβληθεί στη χώρα η τρομοκρατία του παραλόγου και τώρα η κοινή γνώμη προσπαθεί να αντικαταστήσει με έναν νέο δικομματισμό.

Μα δεν έμαθαν οι Έλληνες τόσα χρόνια από καταπίεση; Νιώθουν τόση ανασφάλεια που άρχισαν ξανά να νοσταλγούν τις εποχές της υποταγής στη στρατιωτική μπότα; Δεν τους άρεσε η ελευθερία να επιλέγουν, έστω και με τους περιορισμούς του κοινοβουλευτισμού, τους εκπροσώπους τους; Δεν είναι ακριβώς έτσι.

Είναι ο φόβος που γέννησε ξανά το φόβο. Και κατά συνέπεια το μίσος. Είναι ο λαϊκισμός που έγινε και πάλι σημαία και ξεχύθηκε στους δρόμους, μετατράπηκε σε κίνημα που πετούσε απλά γιαούρτια και μούντζωνε τη βουλή, είναι η υπεραπλούστευση που θέλει για τα προβλήματα της χώρας να φταίνε μόνο 300 βουλευτές, είναι το αίσθημα ενοχής του καθενός μας που βολεύει το κακό να πηγάζει από τρίτους και ποτέ από εμάς. Είναι η εναπόθεση της ελπίδας σε πολιτικά κόμματα που πάτησαν ακριβώς πάνω σε αυτόν τον φόβο.


Έτσι κέρδισε ο κενός λόγος της άκρας δεξιάς. Αυτό το τίποτα, κρυμμένο σε λουστραρισμένες φράσεις, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μίσος. Δεν ανέβηκε ξαφνικά η ακροδεξιά στην Ελλάδα. Απλώς, τώρα, με το ρεύμα κατά του δικομματισμού εκφράστηκε εκλογικά, με τον πιο ανεύθυνο τρόπο. Και όχι μόνο με την ψήφο στη Χρυσή Αυγή.

Θέμης Κωτούλας