Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού ως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ ενα κατώϊ-λέει-σαν ήταν δυό μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μιά γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ-όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Πλήρωσε ωστόσο-λέει-ότι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πιά ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο-λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα οι προσευχές της πήγαιναν του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Τη μέρα κείνη-λέει-τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξέσκισαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατελείωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε-όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ όλα τ άλλα αγόρια.
Μόνο αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι ειμ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες την πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μ όσες τις απόμειναν δυνάμεις
-η κάμαρα της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί παρατημένη,
γέννησε τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-μόνο τότε-να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δύο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και το πρωί το κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και “ευλογημένες” λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός
μη ρίχτε στους αδύναμους τ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού ως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ ενα κατώϊ-λέει-σαν ήταν δυό μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μιά γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ-όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Πλήρωσε ωστόσο-λέει-ότι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πιά ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο-λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα οι προσευχές της πήγαιναν του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Τη μέρα κείνη-λέει-τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξέσκισαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατελείωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε-όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ όλα τ άλλα αγόρια.
Μόνο αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι ειμ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες την πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μ όσες τις απόμειναν δυνάμεις
-η κάμαρα της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί παρατημένη,
γέννησε τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-μόνο τότε-να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δύο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και το πρωί το κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και “ευλογημένες” λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός
μη ρίχτε στους αδύναμους τ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.