Τη βδομάδα που μας πέρασε στην πόλη μας πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο με τίτλο «Εκκλησία και Αριστερά» δίνοντας την ευκαιρία να συμβρεθούν άνδρες και γυναίκες από τις δύο πλευρές, που συχνά εμφανίζονται μαχητικότατα αντιπαρατιθέμενες. Να εξηγήσουν και να εξηγηθούν. Και, ίσως, να αποχωρήσουν στο τέλος με μεγαλύτερη διάθεση αντιπαράθεσης. Ή, ίσως, πάλι όχι. Πάντως, σίγουρα ξέροντας καλύτερα σε τι αντιπαρατίθενται.
Ανάμεσά μας, στην Αριστερά, είναι πολλοί όσοι θεωρούν πως, αντίθετα από την πρακτική όσων επιλέξαμε να συμμετάσχουμε σε αυτή τη συνομιλία, το ορθό είναι η διαρκής και επιθετική επαναβεβαίωση ενός μαχητικού αθεϊσμού. Κοινώς, να «τους τη λέμε» των πιστών μέχρι να καταλάβουν πόσο ανόητοι είναι. Αρκετοί, βέβαια, δεν ξέρουν την επιμονή του Λένιν, που συνήθως, κατά τα άλλα, τον έχουν κορώνα στο κεφάλι τους, πως απαιτείται, «το εργατικό κόμμα να είναι ικανό να δουλεύει υπομονετικά για το έργο της οργάνωσης και της διαφώτισης του προλεταριάτου, έργο που οδηγεί στην απονέκρωση της θρησκείας, και όχι να ρίχνεται στους τυχοδιωκτισμούς ενός πολιτικού πολέμου κατά της θρησκείας». Και πως, επιπλέον, «[π]ρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο […] κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο Θεό [μια και] είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων».
Από την άλλη, θα πρέπει να είμαστε εντελώς τυφλοί, για να μην κατανοούμε, ότι μια ορισμένη, τουλάχιστον, κατηγορία πιστών είναι πολύ κοντύτερα στην Αριστερά από τα, απολύτως πεπεισμένα για την «αλήθεια του υλισμού», υποκείμενα του υπερκαταναλωτικού καπιταλισμού του ύστερου 20ού αιώνα. Και όχι μόνο λόγω του κοινωνικού έργου, που προσφέρουν οι πρώτοι, έστω για τη σωτηρία της ψυχής τους. Αλλά και γιατί έχουν γνήσια πνευματικά ενδιαφέροντα. Και όσοι έχουν γνήσια πνευματικά ενδιαφέροντα είναι περισσότερο ευεπίφοροι στην κομμουνιστική και ελευθεριακή επιρροή.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, σφάλμα των «μαχητικών και ανυπόμονων» αθεϊστών είναι πως συνηθίζουν να επιτίθενται στα αδύναμα σημεία των αντιπάλων τους, ενώ η εντιμότητα, αλλά και η αποτελεσματικότητα θα επέβαλλε το αντίθετο. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τον θεολογικό προβληματισμό αν έχεις την εντύπωση πως ο Θεός είναι κάτι σαν τον χιονάνθρωπο των Ιμαλάϊων ή το τέρας του Λοχ Νες. Ας παραθέσουμε τον Ήγκλετον (Λογική, Πίστη και Επανάσταση, Πατάκη, 2011, σελ. 151): «[Η] θρησκευτική πίστη δεν έχει, ούτως ή άλλως, να κάνει με την υιοθέτηση της υπόθεσης ότι υπάρχει ένα Υπέρτατο Ον, γεγονός το οποίο παραγνωρίζεται από το σύνολο σχεδόν του αθεϊσμού και του αγνωστικισμού. Ο Θεός δεν «υπάρχει» ως οντότητα στον κόσμο… Επιπλέον, η πίστη είναι ως επί το πλείστον επιτελεστική παρά προτασιακή. Ασφαλώς πιστεύουν οι χριστιανοί πως υπάρχει Θεός. Όμως δεν είναι αυτό το νόημα του «πιστεύω στον Θεό» ως δήλωσης πίστης. Προσεγγίζει περισσότερο μια έκφραση όπως «έχω πίστη σε εσένα» παρά μια δήλωση του τύπου «έχω την ακλόνητη πεποίθηση ότι μερικοί καλικάντζαροι είναι γκέι»… Οι δαίμονες πιστεύουν μεν στην ύπαρξη του Θεού, όπως λέει η παράδοση, αλλά δεν έχουν πίστη σε αυτόν».
***
Το Συνέδριο, χωρίς αμφιβολία, από την σκοπιά της Αριστεράς ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Ο τρόπος με τον οποίο -μπροστά σε ένα πολυπληθές κοινό που ίσως για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή από τόσο κοντά με τον αριστερό λόγο- οι λέξεις αντικαπιταλισμός, κομμουνισμός, αταξική κοινωνία, εκκλησιαστική εξουσία, ταξική εκμετάλλευση, εξέγερση και επανάσταση κινήθηκαν στην αίθουσα άνοιξε ένα δρόμο. Η δυνατότητα να διαδοθεί η ιδέα πως δεν φτάνει να είσαι με τους φτωχούς, αλλά πρέπει να είσαι και εναντίον των πλουσίων έγινε ισχυρότερη. Και, κυρίως, άρχισε να δοκιμάζεται και «εκτός των τειχών». Όπως και να το δεις, λίγο δεν το λες