περισσότερο στην Ευρώπη. Ωστόσο, κακά τα ψέματα, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται σήμερα, παρά μόνον στην ελληνική περίπτωση και ίσως για λόγους που σχετίζονται περισσότερο με την ελληνική πολιτική συγκυρία. Στην Ευρώπη, η ενσωματωμένη Αριστερά δεν προβάλλει, αλλά υφίσταται και αυτή το μερίδιό της από την κοινωνική ανυποληψία ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.
Το τελευταίο, ενώ έχει κυβερνήσει επί μακρό διάστημα και σύρει τη χώρα μας στο σημερινό αδιέξοδο, εν τούτοις εξακολουθεί να πείθει πολλά από τα θύματά του για τη δήθεν ενοχή τους στις δικές του θανατηφόρες επιλογές. Για την αποπλάνηση του λαού δεν ευθύνονται οι αποπλανούντες, αλλά τα θύματα. Για τις «πελατειακές σχέσεις» δεν ευθύνονται οι πολιτικοί, αλλά οι ψηφοφόροι. Για τις επιλογές του κεφαλαίου δεν ευθύνονται οι διαχειριστές, αλλά οι μισθωτοί. Για το φιάσκο της Εκκλησίας δεν ευθύνονται οι ποιμένες, αλλά το ποίμνιο.
Για τις χρηματοπιστωτικές φούσκες δεν ευθύνονται οι τράπεζες ούτε οι κερδοσκόποι του εικονικού χρήματος, αλλά ο υποθετικός «υπερκαταναλωτισμός» των νοικοκυριών. Για τη διαπλοκή, που σφράγισε την τελευταία δεκαετία, δεν ευθύνονται οι διαπλεκόμενοι ιδιώτες, κοινώς λαμόγια, αλλά το «διεφθαρμένο και υπερτροφικό» κράτος. Για την εξάντληση της αγελάδας δεν ευθύνεται ο βοσκός, αλλά η ίδια η αγελάδα. Για το αδιέξοδο ευθύνονται οι κυβερνώμενοι, ενώ οι κυβερνήσαντες αποποιούνται πάσα ευθύνη, αλλά και αυτοανακηρύσσονται σε «αγγέλους εξαγνιστές» της χώρας από το «βεβαρημένο» και «αμαρτωλό» παρελθόν, που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει.
Με αυτή τη λογική, η τρέχουσα κρίση δεν θεωρείται «καταστροφική», αλλά «ευεργετική», αφού υποτίθεται ότι αποστειρώνει την κοινωνία από «πληγές» του παρελθόντος της. Η άρχουσα τάξη δεν καταπολεμά την κρίση, τη χρησιμοποιεί, την οξύνει, αντλώντας πρόσθετα οφέλη. Ενώ η οικονομία καταρρέει και η κοινωνία αποσυντίθεται, εν τούτοις τα υψηλά εισοδήματα διατηρούνται, συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν και να ενισχύονται ακόμη περισσότερο, ακριβώς λόγω της κρίσης. Κατά κόρον προβάλλεται η ανάγκη «επανίδρυσης» της οικονομίας, με παραχώρηση ακόμη περισσοτέρων προνομίων στους ήδη προνομιούχους, που ευθύνονται για τη σημερινή κατάληξη.
Απέναντι στην επιχείρηση ενοχοποίησης της κοινωνίας, τι αντιτάσσει η Αριστερά; Οταν διεκδικεί αναχώματα στην επιδείνωση της κρίσης και προστασία των λαϊκών στρωμάτων, διαβάλλεται ότι επιδιώκει αναβίωση του αμαρτωλού συστήματος. Ακόμη και για την παλαιάς κοπής Αριστερά, η κρίση παραμένει αναπότρεπτη: αποτελεί «συστατικό στοιχείο» του καπιταλισμού και όποιος επιχειρεί την αποτροπή της αποσκοπεί ματαίως να διασώσει τον καταρρέοντα καπιταλισμό.
Οι Κρούγκμαν και Στίγκλιτς, που καταγγέλλουν τη νεοφιλελεύθερη ασυδοσία, χλευάζονται με επιπολαιότητα, αυταρέσκεια και έπαρση από ελληνικές «αριστερές» ιστοσελίδες ως «κεϊνσιανοί»: «οι Νομπελίστες κάνουν λάθος, οι συνταγές τους δεν απαντούν στην καπιταλιστική κρίση. Είναι ανεφάρμοστες, αλλά και αν εφαρμόζονταν, θα επιδείνωναν την κρίση». Η κρίση ενθαρρύνεται ως «λυτρωτική» είτε επειδή «εξυγιαίνει» τον καπιταλισμό, κατά την άρχουσα ιδεολογία, είτε επειδή επισπεύδει την υπέρβασή του, κατά την «αριστερή» ορθοδοξία.
Ασφαλώς, οι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού παραμένουν αναπόφευκτες, ωστόσο ο τρόπος διαχείρισής τους δεν είναι δεδομένος. Αλλο η οικονομική πολιτική που προωθεί την κρίση και τη χρησιμοποιεί, άλλο αυτή που την αντιμάχεται. Αλλο η φιλο-κυκλική πολιτική, άλλο η αντι-κυκλική. Σε κάθε περίπτωση, έπειτα από κρίση η κοινωνία ποτέ δεν επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση. Ολα μεταλλάσσονται. Το ζήτημα δεν είναι η άρνηση της μεταλλαγής, αλλά η διάρκεια και το ανθρώπινο και υλικό κόστος της. Ενόσω η κρίση αφήνεται αχαλίνωτη και εκ των άνω ενθαρρύνεται στην αγριότητά της, το κόστος μεγιστοποιείται και παρατείνεται ανώφελα, ιδίως για τον κόσμο της εργασίας. Ενώ εάν διατηρείται κάποιο σταθερό μακρο-οικονομικό πλαίσιο, μπορεί να ελαχιστοποιείται το ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος των αναγκαίων μεταλλαγών.
Εάν η Αριστερά αποποιείται τη διαχείριση της κρίσης στο όνομα ιδεολογικών οραμάτων, στην ουσία αποσύρεται σε θέση εξέδρας έναντι των κοινωνικών διεργασιών. Εάν όμως μετέχει αυτών με θετικές προτάσεις προς συγκράτηση της κρίσης και διευκόλυνση των αναγκαίων αλλαγών, με προστασία των κοινωνικά αδύναμων και του κόσμου της εργασίας, τότε μπορεί να ενδιαφέρει την κοινωνία και να κερδίζει την εμπιστοσύνη της. Εάν διατηρείται ακόμη έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ τους, πρώτη και πλήρης ευθύνη για αυτό αποδίδεται εξ ορισμού στην Αριστερά, όχι στην κοινωνία.
Στην Ελλάδα, η σύζευξη μεταξύ των δύο έχει προχωρήσει περισσότερο από ό,τι στην Ευρώπη. Ισως αυτό εξηγείται λόγω της μείζονος κοινωνικής ανυποληψίας του ελληνικού κυβερνητικού δικομματισμού, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες τα πολιτικά συστήματα ήσαν πιο ανοικτά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η σύζευξη έχει ολοκληρωθεί ούτε ότι μπορεί να προεξοφλείται ως δεδομένη. Παραμένει κατ' εξοχήν ασταθής και εύθραυστη, βασίζεται κυρίως στην απόγνωση της κοινωνίας, παρά στη θετική προσχώρησή της και ανά πάσα στιγμή μπορεί είτε να επιταχυνθεί είτε να οπισθοδρομήσει. Ακόμη μια φορά η χώρα μας σε θέση «πειραματόζωου» για διεργασίες όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και στην υφήλιο.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Για τις χρηματοπιστωτικές φούσκες δεν ευθύνονται οι τράπεζες ούτε οι κερδοσκόποι του εικονικού χρήματος, αλλά ο υποθετικός «υπερκαταναλωτισμός» των νοικοκυριών. Για τη διαπλοκή, που σφράγισε την τελευταία δεκαετία, δεν ευθύνονται οι διαπλεκόμενοι ιδιώτες, κοινώς λαμόγια, αλλά το «διεφθαρμένο και υπερτροφικό» κράτος. Για την εξάντληση της αγελάδας δεν ευθύνεται ο βοσκός, αλλά η ίδια η αγελάδα. Για το αδιέξοδο ευθύνονται οι κυβερνώμενοι, ενώ οι κυβερνήσαντες αποποιούνται πάσα ευθύνη, αλλά και αυτοανακηρύσσονται σε «αγγέλους εξαγνιστές» της χώρας από το «βεβαρημένο» και «αμαρτωλό» παρελθόν, που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει.
Με αυτή τη λογική, η τρέχουσα κρίση δεν θεωρείται «καταστροφική», αλλά «ευεργετική», αφού υποτίθεται ότι αποστειρώνει την κοινωνία από «πληγές» του παρελθόντος της. Η άρχουσα τάξη δεν καταπολεμά την κρίση, τη χρησιμοποιεί, την οξύνει, αντλώντας πρόσθετα οφέλη. Ενώ η οικονομία καταρρέει και η κοινωνία αποσυντίθεται, εν τούτοις τα υψηλά εισοδήματα διατηρούνται, συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν και να ενισχύονται ακόμη περισσότερο, ακριβώς λόγω της κρίσης. Κατά κόρον προβάλλεται η ανάγκη «επανίδρυσης» της οικονομίας, με παραχώρηση ακόμη περισσοτέρων προνομίων στους ήδη προνομιούχους, που ευθύνονται για τη σημερινή κατάληξη.
Απέναντι στην επιχείρηση ενοχοποίησης της κοινωνίας, τι αντιτάσσει η Αριστερά; Οταν διεκδικεί αναχώματα στην επιδείνωση της κρίσης και προστασία των λαϊκών στρωμάτων, διαβάλλεται ότι επιδιώκει αναβίωση του αμαρτωλού συστήματος. Ακόμη και για την παλαιάς κοπής Αριστερά, η κρίση παραμένει αναπότρεπτη: αποτελεί «συστατικό στοιχείο» του καπιταλισμού και όποιος επιχειρεί την αποτροπή της αποσκοπεί ματαίως να διασώσει τον καταρρέοντα καπιταλισμό.
Οι Κρούγκμαν και Στίγκλιτς, που καταγγέλλουν τη νεοφιλελεύθερη ασυδοσία, χλευάζονται με επιπολαιότητα, αυταρέσκεια και έπαρση από ελληνικές «αριστερές» ιστοσελίδες ως «κεϊνσιανοί»: «οι Νομπελίστες κάνουν λάθος, οι συνταγές τους δεν απαντούν στην καπιταλιστική κρίση. Είναι ανεφάρμοστες, αλλά και αν εφαρμόζονταν, θα επιδείνωναν την κρίση». Η κρίση ενθαρρύνεται ως «λυτρωτική» είτε επειδή «εξυγιαίνει» τον καπιταλισμό, κατά την άρχουσα ιδεολογία, είτε επειδή επισπεύδει την υπέρβασή του, κατά την «αριστερή» ορθοδοξία.
Ασφαλώς, οι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού παραμένουν αναπόφευκτες, ωστόσο ο τρόπος διαχείρισής τους δεν είναι δεδομένος. Αλλο η οικονομική πολιτική που προωθεί την κρίση και τη χρησιμοποιεί, άλλο αυτή που την αντιμάχεται. Αλλο η φιλο-κυκλική πολιτική, άλλο η αντι-κυκλική. Σε κάθε περίπτωση, έπειτα από κρίση η κοινωνία ποτέ δεν επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση. Ολα μεταλλάσσονται. Το ζήτημα δεν είναι η άρνηση της μεταλλαγής, αλλά η διάρκεια και το ανθρώπινο και υλικό κόστος της. Ενόσω η κρίση αφήνεται αχαλίνωτη και εκ των άνω ενθαρρύνεται στην αγριότητά της, το κόστος μεγιστοποιείται και παρατείνεται ανώφελα, ιδίως για τον κόσμο της εργασίας. Ενώ εάν διατηρείται κάποιο σταθερό μακρο-οικονομικό πλαίσιο, μπορεί να ελαχιστοποιείται το ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος των αναγκαίων μεταλλαγών.
Εάν η Αριστερά αποποιείται τη διαχείριση της κρίσης στο όνομα ιδεολογικών οραμάτων, στην ουσία αποσύρεται σε θέση εξέδρας έναντι των κοινωνικών διεργασιών. Εάν όμως μετέχει αυτών με θετικές προτάσεις προς συγκράτηση της κρίσης και διευκόλυνση των αναγκαίων αλλαγών, με προστασία των κοινωνικά αδύναμων και του κόσμου της εργασίας, τότε μπορεί να ενδιαφέρει την κοινωνία και να κερδίζει την εμπιστοσύνη της. Εάν διατηρείται ακόμη έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ τους, πρώτη και πλήρης ευθύνη για αυτό αποδίδεται εξ ορισμού στην Αριστερά, όχι στην κοινωνία.
Στην Ελλάδα, η σύζευξη μεταξύ των δύο έχει προχωρήσει περισσότερο από ό,τι στην Ευρώπη. Ισως αυτό εξηγείται λόγω της μείζονος κοινωνικής ανυποληψίας του ελληνικού κυβερνητικού δικομματισμού, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες τα πολιτικά συστήματα ήσαν πιο ανοικτά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η σύζευξη έχει ολοκληρωθεί ούτε ότι μπορεί να προεξοφλείται ως δεδομένη. Παραμένει κατ' εξοχήν ασταθής και εύθραυστη, βασίζεται κυρίως στην απόγνωση της κοινωνίας, παρά στη θετική προσχώρησή της και ανά πάσα στιγμή μπορεί είτε να επιταχυνθεί είτε να οπισθοδρομήσει. Ακόμη μια φορά η χώρα μας σε θέση «πειραματόζωου» για διεργασίες όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και στην υφήλιο.
Πηγή: Ελευθεροτυπία