TVXS Συνέντευξη
Κατρίν Αλαμάνου
Η κυβέρνηση «αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βασίζεται σε άλλη θεωρητική θεμελίωση» η οποία «προτάσσει την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης», δηλώνει στο tvxs.gr οΧαράλαμπος Γκότσης, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, αναφορικά με τοκυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας.
Όπως αναφέρει ο κ. Γκοτσης, «από τη στιγμή που το πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη του τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, τη μη δημιουργία δηλαδή πρωτογενών ελλειμμάτων, ο μόνος φόβος που υπάρχει είναι να μην υλοποιηθούν κάποιες από τις δεσμεύσεις». Παράλληλα, επισημαίνει ότι «κάποιες από της πηγές χρηματοδότησης εξαρτώνται από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και άλλες από την ικανότητα και την πολιτική βούληση για τον περιορισμό των σκιωδών δραστηριοτήτων».
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το κόστος του προγράμματος που εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας ξεπερνά τα 17 δις. ευρώ, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση το κοστολογεί στα 13,5 δισ. ευρώ Τι ισχύει τελικά;
Η κυβέρνηση δείχνει να είναι εγκλωβισμένη στους καταναγκασμούς που προκύπτουν από την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος του οποίου βασικός προσανατολισμός είναι η εσωτερική υποτίμηση. Είναι δηλαδή η παρέμβαση στα στοιχεία κόστους της παραγωγής προϊόντων, που διαμορφώνουν την προσφορά. Στην εφαρμογή αυτής της λανθασμένης πολιτικής, την οποία με πρόταση των δανειστών υιοθέτησε, απέτυχε, αφού το μόνο που κατάφερε ήταν να μειώσει με οριζόντια μέτρα το μισθολογικό κόστος και όχι τα υπόλοιπα στοιχεία κόστους παραγωγής των προϊόντων, που είναι τα επιτόκια, η ενέργεια, η γραφειοκρατία κλπ. Έτσι, αδυνατεί να αντιληφθεί, ότι η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, βασίζεται σε άλλη θεωρητική θεμελίωση. Προτάσσει την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης,την οποία η ελληνική οικονομία έχει τόσο ανάγκη, αφού οι επιδόσεις μας στις εξαγωγές χωλαίνουν. Συνεπώς αυτό που είναι σημαντικό κατ’αρχήν είναι η αλλαγή κατεύθυνσης στην οικονομική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά τη δοσολογία κατά τις εκτιμήσεις των συντακτών του προγράμματος ανέρχεται μεταξύ 9 και 13,5 δισ. ενώ η κυβέρνηση αναφέρεται σε 17 δισ., χωρίς όμως να αιτιολογήσει τους υπολογισμούς της. Το επόμενο διάστημα υποθέτω θα δοθούν και από τις δύο πλευρές λεπτομερείς εξηγήσεις.
Έχει κάποια βάση η κριτική που ασκείται στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ότι το κυβερνητικό του πρόγραμμα θα οδηγήσει σε έκρηξη των δημοσίων δαπανών και ότι οι χρηματοδοτικές πηγές που ανέφερε δεν είναι «σίγουρες»;
Από τη στιγμή που το πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη του τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, τη μη δημιουργία δηλαδή πρωτογενών ελλειμμάτων, ο μόνος φόβος που υπάρχει είναι να μην υλοποιηθούν κάποιες από τις δεσμεύσεις. Ότι κάποιες από τις πηγές χρηματοδότησης εξαρτώνται από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και άλλες από την ικανότητα και την πολιτική βούληση για τον περιορισμό των σκιωδών δραστηριοτήτων, είναι αληθές. Η αβεβαιότητα όμως είναι χαρακτηριστικό όλων των οικονομικών προγραμμάτων.
Πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί το ποσό των 11 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας, εάν το μνημόνιο αντικατασταθεί από το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ;
Η δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας αποτελεί μια αναγκαιότητα, η οποία ήταν φανερή από το ξεκίνημα της κρίσης. Αφού οι συστημικές τράπεζες είναι αδρανοποιημένες, λόγω της εκροής των καταθέσεων και των κόκκινων δανείων, επιβάλλεται η δημιουργία ενός μηχανισμού διοχέτευσης της όποιας ρευστότητας μπορεί να κινητοποιήσει το κράτος, στην οικονομία. Εκτός από τις δυνατότητες του Τ.Χ.Σ. θα μπορούσαν μέσω της νέας τράπεζας, να διοχετευθούν και τα κεφάλαια των διαρθρωτικών ταμείων, όπως και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που τώρα λιμνάζουν αναξιοποίητα. Στόχος αυτής της παρέμβασης θα πρέπει να είναι, η ομαλή χρηματοδότηση υγιών, εξωστρεφών παραγωγικών επιχειρήσεων που δημιουργούν εισοδήματα και απασχόληση.
Είναι εφικτό να κουρευτούν «κόκκινα» δάνεια χωρίς τη συγκατάθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;
Το θέμα των «κόκκινων» δανείων, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που χρειάζεται άμεσα λύση, πράγματι πρέπει να προχωρήσει με τη συνεργασία της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποτελεί μέλος του Ευρωσυστήματος, αφού συνδέεται με μια πιθανή ανάγκη πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Εάν, κατά τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους, δεν καταστεί δυνατή η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, τι plan Β μπορεί να υπάρξει;
Σε ό,τι αφορά στη διαπραγμάτευση για το χρέος, αυτή θα πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες. Πρώτον, θα πρέπει να επιδιωχθεί για τα επόμενα χρόνια να μειωθεί δραστικά το ετήσιο βάρος εξυπηρέτησης, ώστε να ελευθερωθούν πόροι για την επανεκκίνηση και στη συνέχεια τη γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας και δεύτερον να υπάρξει μια συμφωνία για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Προτάσεις και τεχνικές υπάρχουν πολλές, ώστε και η χώρα μας να διευκολυνθεί αλλά και οι δανειστές να βγουν με τις λιγότερες απώλειες. Χρειάζεται βέβαια σωστή τεκμηρίωση για να πεισθούν, ότι μια κυβέρνηση χωρίς δεσμεύσεις μπορεί πιο αποτελεσματικά να υλοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Το άλλο όπλο θα είναι η προσήλωση στη δημοσιονομική σταθερότητα.
Πώς κρίνετε τη σιωπή της κυβέρνησης για τη δήλωση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σχετικά με τις απειλές που δέχτηκε μετά από σχόλια που έκανε για τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα; Η μη πάταξη της φοροδιαφυγής από την κυβέρνηση είναι ζήτημα έλλειψης πολιτικής βούλησης;
Πράγματι, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι αποκλειστικά και μόνο θέμα πολιτικής βούλησης, σύγκρουσης με τα κατεστημένα συμφέροντα, αντοχών της κυβέρνησης σε κάθε είδους μεθοδεύσεις που εξυφαίνουν Οι προθέσεις δυστυχώς δεν αποτελούν εγγύηση για την επιτυχία, παρότι το πρόγραμμα, χωρίς αμφιβολία, κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Θα χρειασθεί μεγάλος αγώνας για να έχει αποτέλεσμα, πόσο μάλλον όταν πολλές από τις παραμέτρους δεν εξαρτώνται μόνο από τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά χρειάζεται και η συναίνεση των εταίρων μας στην Ευρώπη.
Κατρίν Αλαμάνου
Η κυβέρνηση «αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βασίζεται σε άλλη θεωρητική θεμελίωση» η οποία «προτάσσει την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης», δηλώνει στο tvxs.gr οΧαράλαμπος Γκότσης, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, αναφορικά με τοκυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας.
Όπως αναφέρει ο κ. Γκοτσης, «από τη στιγμή που το πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη του τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, τη μη δημιουργία δηλαδή πρωτογενών ελλειμμάτων, ο μόνος φόβος που υπάρχει είναι να μην υλοποιηθούν κάποιες από τις δεσμεύσεις». Παράλληλα, επισημαίνει ότι «κάποιες από της πηγές χρηματοδότησης εξαρτώνται από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και άλλες από την ικανότητα και την πολιτική βούληση για τον περιορισμό των σκιωδών δραστηριοτήτων».
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το κόστος του προγράμματος που εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας ξεπερνά τα 17 δις. ευρώ, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση το κοστολογεί στα 13,5 δισ. ευρώ Τι ισχύει τελικά;
Η κυβέρνηση δείχνει να είναι εγκλωβισμένη στους καταναγκασμούς που προκύπτουν από την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος του οποίου βασικός προσανατολισμός είναι η εσωτερική υποτίμηση. Είναι δηλαδή η παρέμβαση στα στοιχεία κόστους της παραγωγής προϊόντων, που διαμορφώνουν την προσφορά. Στην εφαρμογή αυτής της λανθασμένης πολιτικής, την οποία με πρόταση των δανειστών υιοθέτησε, απέτυχε, αφού το μόνο που κατάφερε ήταν να μειώσει με οριζόντια μέτρα το μισθολογικό κόστος και όχι τα υπόλοιπα στοιχεία κόστους παραγωγής των προϊόντων, που είναι τα επιτόκια, η ενέργεια, η γραφειοκρατία κλπ. Έτσι, αδυνατεί να αντιληφθεί, ότι η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, βασίζεται σε άλλη θεωρητική θεμελίωση. Προτάσσει την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης,την οποία η ελληνική οικονομία έχει τόσο ανάγκη, αφού οι επιδόσεις μας στις εξαγωγές χωλαίνουν. Συνεπώς αυτό που είναι σημαντικό κατ’αρχήν είναι η αλλαγή κατεύθυνσης στην οικονομική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά τη δοσολογία κατά τις εκτιμήσεις των συντακτών του προγράμματος ανέρχεται μεταξύ 9 και 13,5 δισ. ενώ η κυβέρνηση αναφέρεται σε 17 δισ., χωρίς όμως να αιτιολογήσει τους υπολογισμούς της. Το επόμενο διάστημα υποθέτω θα δοθούν και από τις δύο πλευρές λεπτομερείς εξηγήσεις.
Έχει κάποια βάση η κριτική που ασκείται στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ότι το κυβερνητικό του πρόγραμμα θα οδηγήσει σε έκρηξη των δημοσίων δαπανών και ότι οι χρηματοδοτικές πηγές που ανέφερε δεν είναι «σίγουρες»;
Από τη στιγμή που το πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη του τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, τη μη δημιουργία δηλαδή πρωτογενών ελλειμμάτων, ο μόνος φόβος που υπάρχει είναι να μην υλοποιηθούν κάποιες από τις δεσμεύσεις. Ότι κάποιες από τις πηγές χρηματοδότησης εξαρτώνται από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και άλλες από την ικανότητα και την πολιτική βούληση για τον περιορισμό των σκιωδών δραστηριοτήτων, είναι αληθές. Η αβεβαιότητα όμως είναι χαρακτηριστικό όλων των οικονομικών προγραμμάτων.
Πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί το ποσό των 11 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας, εάν το μνημόνιο αντικατασταθεί από το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ;
Η δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας αποτελεί μια αναγκαιότητα, η οποία ήταν φανερή από το ξεκίνημα της κρίσης. Αφού οι συστημικές τράπεζες είναι αδρανοποιημένες, λόγω της εκροής των καταθέσεων και των κόκκινων δανείων, επιβάλλεται η δημιουργία ενός μηχανισμού διοχέτευσης της όποιας ρευστότητας μπορεί να κινητοποιήσει το κράτος, στην οικονομία. Εκτός από τις δυνατότητες του Τ.Χ.Σ. θα μπορούσαν μέσω της νέας τράπεζας, να διοχετευθούν και τα κεφάλαια των διαρθρωτικών ταμείων, όπως και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που τώρα λιμνάζουν αναξιοποίητα. Στόχος αυτής της παρέμβασης θα πρέπει να είναι, η ομαλή χρηματοδότηση υγιών, εξωστρεφών παραγωγικών επιχειρήσεων που δημιουργούν εισοδήματα και απασχόληση.
Είναι εφικτό να κουρευτούν «κόκκινα» δάνεια χωρίς τη συγκατάθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;
Το θέμα των «κόκκινων» δανείων, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που χρειάζεται άμεσα λύση, πράγματι πρέπει να προχωρήσει με τη συνεργασία της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποτελεί μέλος του Ευρωσυστήματος, αφού συνδέεται με μια πιθανή ανάγκη πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Εάν, κατά τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους, δεν καταστεί δυνατή η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, τι plan Β μπορεί να υπάρξει;
Σε ό,τι αφορά στη διαπραγμάτευση για το χρέος, αυτή θα πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες. Πρώτον, θα πρέπει να επιδιωχθεί για τα επόμενα χρόνια να μειωθεί δραστικά το ετήσιο βάρος εξυπηρέτησης, ώστε να ελευθερωθούν πόροι για την επανεκκίνηση και στη συνέχεια τη γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας και δεύτερον να υπάρξει μια συμφωνία για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Προτάσεις και τεχνικές υπάρχουν πολλές, ώστε και η χώρα μας να διευκολυνθεί αλλά και οι δανειστές να βγουν με τις λιγότερες απώλειες. Χρειάζεται βέβαια σωστή τεκμηρίωση για να πεισθούν, ότι μια κυβέρνηση χωρίς δεσμεύσεις μπορεί πιο αποτελεσματικά να υλοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Το άλλο όπλο θα είναι η προσήλωση στη δημοσιονομική σταθερότητα.
Πώς κρίνετε τη σιωπή της κυβέρνησης για τη δήλωση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σχετικά με τις απειλές που δέχτηκε μετά από σχόλια που έκανε για τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα; Η μη πάταξη της φοροδιαφυγής από την κυβέρνηση είναι ζήτημα έλλειψης πολιτικής βούλησης;
Πράγματι, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι αποκλειστικά και μόνο θέμα πολιτικής βούλησης, σύγκρουσης με τα κατεστημένα συμφέροντα, αντοχών της κυβέρνησης σε κάθε είδους μεθοδεύσεις που εξυφαίνουν Οι προθέσεις δυστυχώς δεν αποτελούν εγγύηση για την επιτυχία, παρότι το πρόγραμμα, χωρίς αμφιβολία, κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Θα χρειασθεί μεγάλος αγώνας για να έχει αποτέλεσμα, πόσο μάλλον όταν πολλές από τις παραμέτρους δεν εξαρτώνται μόνο από τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά χρειάζεται και η συναίνεση των εταίρων μας στην Ευρώπη.