Για κυβέρνηση συνεργασίας επιμένει η Φώφη. Για οικουμενική «παπαγαλίζει» ο Βασίλης
Εγκλωβισμένοι σε ένα αδιέξοδο επιχείρημα βρίσκονται η Δημοκρατική Συμπαράταξη και η Ένωση Κεντρώων, καθώς συνεχίζουν να προωθούν στην πολιτική αγορά την ιδέα μιας κυβέρνησης συνεργασίας – του ευρωπαϊκού τόξου, επιμένει η Φώφη Γεννηματά, για οικουμενική «παπαγαλίζει» ο Βασίλης Λεβέντης.
Οι πολιτικές εξελίξεις μοιάζει να τους έχουν ξεπεράσει εντελώς και η αναζήτηση μιας πιο μακρόχρονης στρατηγικής που να αποδίδει στην ελληνική κοινωνία αποτελεί πια αδήριτη αναγκαιότητα.
Από τη στιγμή που τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν απορρίψει το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας τους και με δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβερνητικό σχήμα, υπό την παρούσα Βουλή, χωρίς τη στήριξη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, κάθε επίκληση για άλλο κυβερνητικό σχήμα πέφτει στο κενό και ηχεί γραφική.
Το βέβαιο είναι ότι για το ΠΑΣΟΚ η κυβέρνηση εθνικής ευθύνης αποτελεί ένα εύσχημο πρόσχημα για να αποφύγει την πολιτική πίεση από τους ευρωσοσιαλιστές για μελλοντική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να απεκδύεται την προοπτική κυβερνητικών ευθυνών. Ταυτόχρονα, επιχειρούν να πείσουν ότι δεν κόβονται για να «ράψουν κοστούμια». Μέχρι πρότινος, η ισορροπία έμοιαζε λεπτή και εύθραυστη και δεν ενθουσίαζε κανέναν, αφού κανείς δεν πίστευε στα σοβαρά ότι ο Τσίπρας θα υπέκυπτε στις πιέσεις για κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, αλλά τώρα πια η επίκληση αυτή ηχεί παράταιρη και ξεπερασμένη.
Προφανώς, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ από κεκτημένη ταχύτητα δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τη συγκεκριμένη «καραμέλα», παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχει κουράσει η συνεχής αναφορά στο γεγονός ότι τα προβλήματα είναι τόσο σοβαρά και έντονα, που η κυβέρνηση δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς πολυκομματική στήριξη.
Στη δήλωση της Φώφης Γεννηματά για τα αποτελέσματα του Εurogroup επανέρχεται το θέμα της διακυβέρνησης της χώρας, από άλλον όμως δρόμο. Το βασικό επιχείρημά της είναι πως κοστίζει ακριβά στον τόπο η διατήρηση της καρέκλας για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, ενώ κάνει λόγο και για νέο μνημόνιο με το ΔΝΤ: «Η κυβέρνηση τα έδωσε όλα προκαταβολή και πήρε το… τίποτα σε δόσεις. Αντί να κουρευτεί το χρέος, κουρεύτηκε η απόφαση του 2012», επισημαίνει και τονίζει πως «επικυρώθηκε το μνημόνιο για πάντα και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας για έναν αιώνα. Η ρύθμιση του χρέους παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες κατ’ επιταγήν του κυρίου Σόιμπλε». Η επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης εκτιμά ακόμη ότι: «Η μη αναδρομική επιστροφή του ΕΚΑΣ από τους δικαιούχους, η σύσταση του κοινωνικού ταμείου αλληλεγγύης, οι ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια και η λίστα ιδιωτικοποιήσεων έμειναν μετεξεταστέα. Για όλα αυτά η κυβέρνηση θα δώσει άμεσα επαναληπτικές εξετάσεις».
Το ΔΝΤ, όπως λέει, «μένει Ελλάδα» και μάλιστα με συμπληρωματικό παράλληλο μνημόνιο. «Παραμένει η απορία τι χειρότερο θα μας συνέβαινε χωρίς την πολύμηνη “διαπραγμάτευση” του κυρίου Τσίπρα. Η πολιτική τους επιβίωση πάνω από το συμφέρον της Ελλάδας και των Ελλήνων. Η διατήρηση της καρέκλας τους μας κοστίζει ακριβά! Ποσό ακόμα;», καταλήγει στην ανακοίνωση.
Στην τοποθέτησή της την Κυριακή στη Βουλή η Φώφη Γεννηματά ήταν ιδιαίτερα σκληρή στη γραμμή της πλήρους αποδόμησης του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης: «Σήμερα γράφεται μια ταπεινωτική σελίδα στην ελληνική ιστορία. Σήμερα με ντοκουμέντα και όχι με εικασίες γνωρίζουμε πού οδήγησαν η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, η πόλωση και ο διχασμός, τα ψέματα και η ανικανότητα. Η χώρα σε ταπεινωτική εποπτεία, η δημοκρατία υπό περιορισμό, ο δημόσιος πλούτος στη διαχείριση ξένων για έναν αιώνα και τα σπίτια των Ελλήνων στα κοράκια των αγορών. Για να πάρουν οι δανειστές πίσω τα χρήματα τους. Μεγάλη επιτυχία του Σόιμπλε. Είναι συμφωνία με όρους συνθηκολόγησης ηττημένου. Αυτή είναι η συμφωνία που φέρνετε σήμερα στη Βουλή. Άξιος ο μισθός σας».
Ωστόσο, πολλοί αναρωτιούνται αν μια τόσο κατά μέτωπον επίθεση παράγει θετικό πολιτικό αποτέλεσμα για το ΠΑΣΟΚ ή δίνει την αίσθηση ότι αποτελεί ένα εκδικητικό μοτίβο που δεν ενθουσιάζει τους ξέμπαρκους ψηφοφόρους. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να ξεπεράσει την αίσθηση της κοινής γνώμης, ότι λίγο πολύ στο τέλος της μέρας, ανεξάρτητα από την προσέγγιση στη διαπραγμάτευση, στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγαν. Όσο η στενωπός των δανειστών αποτελεί έναν θλιβερό μονόλογο, προβάλλει απειλητικά η αδυναμία να καταθέσουν μια άλλη προσέγγιση απέναντι στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η ελληνική κοινωνία δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται, ως τώρα τουλάχιστον, στη συνεχή κριτική ότι ο τρόπος διαπραγμάτευσης και η παντελής έλλειψη αξιοπιστίας της ελληνικής κυβέρνησης προκαλεί τις αποφάσεις τους.
Όσο για την Ένωση Κεντρώων, το κόμμα κινείται στη σφαίρα των συνεχών εμπνεύσεων της στιγμής του Βασίλη Λεβέντη και έχει μόνιμη επωδό τη συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης. Η βασική επιχειρηματολογία είναι ότι κάτι τέτοιο επιδιώκουν οι συντηρητικοί, απολιτικοί ψηφοφόροι του, αλλά το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής στις δημοσκοπήσεις δεν είναι ενθαρρυντικό.
Το Ποτάμι, από την πλευρά του, δεν θέτει θέμα οποιουδήποτε κυβερνητικού σχήματος, αναδεικνύοντας περισσότερο τον τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας και τα αποτελέσματά της. Με τη στάση του δείχνει να είναι πιο εφικτή μια κυβερνητική συνεργασία σε μια κυβέρνηση με κορμό την Ν.Δ. παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καταγγέλλει για κρατισμό και λαϊκισμό.
«Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει την εμπιστοσύνη των εταίρων γιατί θα έπρεπε μετά από τόσες προσπάθειες, μετά από τόσους νόμους, οι Ευρωπαίοι να είχαν βεβαιωθεί ότι βαδίζουμε σε έναν δρόμο διαφορετικό», δήλωσε ο Σταύρος Θεοδωράκης σχολιάζοντας τη συμφωνία στο Eurogroup. Και κατέληξε λέγοντας ότι «ελπίζω ότι θα υπάρξει μια πρόσκαιρη σταθερότητα μέχρι την αξιολόγηση του Οκτωβρίου, αλλά πολύ φοβάμαι ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τα ίδια και θα έχουμε ένα δύσκολο φθινόπωρο με μεγάλη αβεβαιότητα και πολλές νέες εκκρεμότητες», υπαινισσόμενος ότι στις αρχές του χειμώνα μπορεί να μπούμε εκ νέου σε φλυαρία περί αιφνίδιων εκλογών...
Οι πολιτικές εξελίξεις μοιάζει να τους έχουν ξεπεράσει εντελώς και η αναζήτηση μιας πιο μακρόχρονης στρατηγικής που να αποδίδει στην ελληνική κοινωνία αποτελεί πια αδήριτη αναγκαιότητα.
Από τη στιγμή που τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν απορρίψει το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας τους και με δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβερνητικό σχήμα, υπό την παρούσα Βουλή, χωρίς τη στήριξη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, κάθε επίκληση για άλλο κυβερνητικό σχήμα πέφτει στο κενό και ηχεί γραφική.
Το βέβαιο είναι ότι για το ΠΑΣΟΚ η κυβέρνηση εθνικής ευθύνης αποτελεί ένα εύσχημο πρόσχημα για να αποφύγει την πολιτική πίεση από τους ευρωσοσιαλιστές για μελλοντική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να απεκδύεται την προοπτική κυβερνητικών ευθυνών. Ταυτόχρονα, επιχειρούν να πείσουν ότι δεν κόβονται για να «ράψουν κοστούμια». Μέχρι πρότινος, η ισορροπία έμοιαζε λεπτή και εύθραυστη και δεν ενθουσίαζε κανέναν, αφού κανείς δεν πίστευε στα σοβαρά ότι ο Τσίπρας θα υπέκυπτε στις πιέσεις για κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, αλλά τώρα πια η επίκληση αυτή ηχεί παράταιρη και ξεπερασμένη.
Προφανώς, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ από κεκτημένη ταχύτητα δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τη συγκεκριμένη «καραμέλα», παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχει κουράσει η συνεχής αναφορά στο γεγονός ότι τα προβλήματα είναι τόσο σοβαρά και έντονα, που η κυβέρνηση δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς πολυκομματική στήριξη.
Στη δήλωση της Φώφης Γεννηματά για τα αποτελέσματα του Εurogroup επανέρχεται το θέμα της διακυβέρνησης της χώρας, από άλλον όμως δρόμο. Το βασικό επιχείρημά της είναι πως κοστίζει ακριβά στον τόπο η διατήρηση της καρέκλας για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, ενώ κάνει λόγο και για νέο μνημόνιο με το ΔΝΤ: «Η κυβέρνηση τα έδωσε όλα προκαταβολή και πήρε το… τίποτα σε δόσεις. Αντί να κουρευτεί το χρέος, κουρεύτηκε η απόφαση του 2012», επισημαίνει και τονίζει πως «επικυρώθηκε το μνημόνιο για πάντα και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας για έναν αιώνα. Η ρύθμιση του χρέους παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες κατ’ επιταγήν του κυρίου Σόιμπλε». Η επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης εκτιμά ακόμη ότι: «Η μη αναδρομική επιστροφή του ΕΚΑΣ από τους δικαιούχους, η σύσταση του κοινωνικού ταμείου αλληλεγγύης, οι ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια και η λίστα ιδιωτικοποιήσεων έμειναν μετεξεταστέα. Για όλα αυτά η κυβέρνηση θα δώσει άμεσα επαναληπτικές εξετάσεις».
Το ΔΝΤ, όπως λέει, «μένει Ελλάδα» και μάλιστα με συμπληρωματικό παράλληλο μνημόνιο. «Παραμένει η απορία τι χειρότερο θα μας συνέβαινε χωρίς την πολύμηνη “διαπραγμάτευση” του κυρίου Τσίπρα. Η πολιτική τους επιβίωση πάνω από το συμφέρον της Ελλάδας και των Ελλήνων. Η διατήρηση της καρέκλας τους μας κοστίζει ακριβά! Ποσό ακόμα;», καταλήγει στην ανακοίνωση.
Στην τοποθέτησή της την Κυριακή στη Βουλή η Φώφη Γεννηματά ήταν ιδιαίτερα σκληρή στη γραμμή της πλήρους αποδόμησης του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης: «Σήμερα γράφεται μια ταπεινωτική σελίδα στην ελληνική ιστορία. Σήμερα με ντοκουμέντα και όχι με εικασίες γνωρίζουμε πού οδήγησαν η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, η πόλωση και ο διχασμός, τα ψέματα και η ανικανότητα. Η χώρα σε ταπεινωτική εποπτεία, η δημοκρατία υπό περιορισμό, ο δημόσιος πλούτος στη διαχείριση ξένων για έναν αιώνα και τα σπίτια των Ελλήνων στα κοράκια των αγορών. Για να πάρουν οι δανειστές πίσω τα χρήματα τους. Μεγάλη επιτυχία του Σόιμπλε. Είναι συμφωνία με όρους συνθηκολόγησης ηττημένου. Αυτή είναι η συμφωνία που φέρνετε σήμερα στη Βουλή. Άξιος ο μισθός σας».
Ωστόσο, πολλοί αναρωτιούνται αν μια τόσο κατά μέτωπον επίθεση παράγει θετικό πολιτικό αποτέλεσμα για το ΠΑΣΟΚ ή δίνει την αίσθηση ότι αποτελεί ένα εκδικητικό μοτίβο που δεν ενθουσιάζει τους ξέμπαρκους ψηφοφόρους. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να ξεπεράσει την αίσθηση της κοινής γνώμης, ότι λίγο πολύ στο τέλος της μέρας, ανεξάρτητα από την προσέγγιση στη διαπραγμάτευση, στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγαν. Όσο η στενωπός των δανειστών αποτελεί έναν θλιβερό μονόλογο, προβάλλει απειλητικά η αδυναμία να καταθέσουν μια άλλη προσέγγιση απέναντι στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η ελληνική κοινωνία δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται, ως τώρα τουλάχιστον, στη συνεχή κριτική ότι ο τρόπος διαπραγμάτευσης και η παντελής έλλειψη αξιοπιστίας της ελληνικής κυβέρνησης προκαλεί τις αποφάσεις τους.
Όσο για την Ένωση Κεντρώων, το κόμμα κινείται στη σφαίρα των συνεχών εμπνεύσεων της στιγμής του Βασίλη Λεβέντη και έχει μόνιμη επωδό τη συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης. Η βασική επιχειρηματολογία είναι ότι κάτι τέτοιο επιδιώκουν οι συντηρητικοί, απολιτικοί ψηφοφόροι του, αλλά το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής στις δημοσκοπήσεις δεν είναι ενθαρρυντικό.
Το Ποτάμι, από την πλευρά του, δεν θέτει θέμα οποιουδήποτε κυβερνητικού σχήματος, αναδεικνύοντας περισσότερο τον τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας και τα αποτελέσματά της. Με τη στάση του δείχνει να είναι πιο εφικτή μια κυβερνητική συνεργασία σε μια κυβέρνηση με κορμό την Ν.Δ. παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καταγγέλλει για κρατισμό και λαϊκισμό.
«Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει την εμπιστοσύνη των εταίρων γιατί θα έπρεπε μετά από τόσες προσπάθειες, μετά από τόσους νόμους, οι Ευρωπαίοι να είχαν βεβαιωθεί ότι βαδίζουμε σε έναν δρόμο διαφορετικό», δήλωσε ο Σταύρος Θεοδωράκης σχολιάζοντας τη συμφωνία στο Eurogroup. Και κατέληξε λέγοντας ότι «ελπίζω ότι θα υπάρξει μια πρόσκαιρη σταθερότητα μέχρι την αξιολόγηση του Οκτωβρίου, αλλά πολύ φοβάμαι ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τα ίδια και θα έχουμε ένα δύσκολο φθινόπωρο με μεγάλη αβεβαιότητα και πολλές νέες εκκρεμότητες», υπαινισσόμενος ότι στις αρχές του χειμώνα μπορεί να μπούμε εκ νέου σε φλυαρία περί αιφνίδιων εκλογών...
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1918 στις 26-05-2016