18 Μάιος 2012 | tvxs
Ο ελληνικός λαός βαδίζει προς τις νέες κάλπες με εντελώς διαφορετικά συναισθήματα από όσα είχε στις 6 Μαΐου. Τότε κυριαρχούσε η οργή και η αποδοκιμασία, πού πρωταγωνίστησαν και στο εκλογικό αποτέλεσμα. Τώρα επικρατεί η περίσκεψη και ο προβληματισμός.
Στις 6 Μαΐου ο λαός δεν εξέλεξε μία κυβέρνηση. Κατέθεσε τη φωνή του για όσα υπέφερε όχι μόνο τα δύο χρόνια πού προηγήθηκαν, αλλά και για όσα προκάλεσαν τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν. Στην πράξη, ζήτησε μία κυβέρνηση συνεργασίας πάνω σε μία νέα ηθική και πρακτική για το μέλλον του.
Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου στάθηκαν ανίκανες από ανωριμότητα να συνεργαστούν έτσι ώστε να κάνουν πράξη το αποτέλεσμα της λαϊκής επιθυμίας. Οι μεν δυνάμεις, που εφάρμοσαν το μνημόνιο στην πράξη αρνήθηκαν να μετακινηθούν και να απαρνηθούν την καταστροφική πολιτική για το μέλλον του τόπου, οι δε δυνάμεις που έμειναν σταθερές κατά της πολιτικής αυτής αρνήθηκαν να πάρουν την εξουσία που τους προσφέρθηκε.
Οι πρώτοι έδειξαν με τον τρόπο τους, ότι παραμένουν υποχείρια των εκβιασμών και της επιρροής των μεγάλων δυνάμεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των υπαλλήλων του κυβερνήσεων στην Ευρώπη. Οι δεύτεροι έδειξαν ,ότι δεν ήταν έτοιμοι να αδράξουν την ευκαιρία να αναλάβουν το τιμόνι της χώρας.
Οι πρώην συνέταιροι
Η ΝΔ απέδειξε, ότι δεν έχει το θάρρος να συγκρουστεί με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις του άκρατου νεοφιλευλευθερισμού, όπως διατυμπάνιζε, μαζί με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ, σε ένα μέτωπο ευρύ και πανελλήνιο, όπου η πατρίδα έχει μεγαλύτερη αξία από τα ισχυρά συμφέροντα, που τη νέμονται. Την ευκαιρία την είχε.
Στο τέλος απέδειξε, ότι δεν έχει σκοπό να μετακινηθεί από την πολιτική της εσωτερικής λιτότητας, την οποία υπηρέτησε συγκυβερνώντας με το ΠΑΣΟΚ. Στο κάτω κάτω αυτή είναι μια πάγια πολιτική της παράταξης και υπηρετεί την ιδεολογία της. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει κάτι διαφορετικό απ αυτήν.
Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί σαν χαμαιλέων να μην αφήσει την καρέκλα της εξουσίας με οποιαδήποτε πολιτική μεταμφίεση. Παζαρεύει τα πάντα ώστε να παραμείνει στη νομή της εξουσίας, χωρίς κάμμυα ιδεολογία. Ιδεολογία του είναι εδώ και χρόνια η καρέκλα και τα προσωπικά και οικονομικά οφέλη, που απορρέουν από αυτήν.
Ήδη, το κομμάτι της αριστεράς που ήταν εγκλωβισμένο επί χρόνια στους κόλπους του επιστρέφει εκεί όπου πάντα ανήκε, αναζητώντας στέγη και συντροφικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ, παρά την απόπειρα του Ε Βενιζέλου να πουλήσει νέο προϊόν, διαλύοντας τα όργανα του κόμματος και κάνοντας κάθε μέρα μετάνοιες για τα εγκλήματα του κόμματος σε βάρος του λαού, δεν έχει ανθηρό μέλλον. Η τάση του λαού είναι να ακουμπήσει τις νέες ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτή η τάση δεν είναι αναστρέψιμη παρά μόνο αν την αναστρέψει με άστοχες κινήσεις ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι μπαλαντέρ ρυθμιστές
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες παραμένουν το κομμάτι της ΝΔ ,που φαντασιώνονται μια εθνική πολιτική «της μικράς πλην τιμίας Ελλάδος», έξω από κάθε εξάρτηση και συνδιαλλαγή, επομένως έξω από τον πραγματικό κόσμο. Είναι άγνωστο τι θα κάνουν αν τους χρειαστεί η ΝΔ για να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς, ότι το αίμα νερό δεν γίνεται και ότι είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας και της εξουσίας. Θα απορροφήσουν, πάντως, ένα μεγάλο κομμάτι του ΛΑΟΣ ακόμα και ένα κομμάτι της Χρυσής Αυγής, που μοιάζει να συρρικνώνεται, χωρίς, όμως να αποδυναμώνεται. Και δεν θα αποδυναμώνεται για όσο καιρό ακόμα η δημοκρατία θα την κρατάει έξω από τις διαδικασίες της, αποκλείοντάς την έτσι από την παντοδύναμη όσμωση. Αλλά, δεν φημιζόταν ποτέ για την ιδιοφυία της η δημοκρατία μας.
Η ΔΗΜΑΡ, ένα πάντρεμα αριστεράς και ΠΑΣΟΚ, χωρίς αυτόνομο προσανατολισμό, με κύριο όπλο της το προφίλ του Φ Κουβέλη και με ετερογενή στελέχη, από τα αγνότερα μέχρι τα πλέον διαβλητά, παραμένει ένα καταφύγιο για όσους ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ νομίζουν ότι εκεί θα αντιπροσωπευτούν πολιτικά και για όσους ψηφοφόρους δεν εμπιστεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να ψηφίσουν αριστερά.
Το ΚΚΕ, παραμένει οχυρωμένο στον Περισσό, αισθανόμενο ασφαλές στην πλήρη απομόνωσή του, προσπαθώντας να διατηρήσει την ιδεολογική επαναστατικοφανή του μοναδικότητα. Είναι πιθανό να χάσει και άλλους από τους ψηφοφόρους, που δεν έχουν δει καμιά ισχυρή συμμετοχή στο πολιτικό ή και ακτιβιστικό κίνημα από την εποχή του Χ Φλωράκη.
Οι ευκαιρίες του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε, ότι δεν ήταν έτοιμος να κυβερνήσει. Δεν είχε την αυτοπεποίθηση και επάρκεια στελεχών ,που να μπορούν να κάνουν πράξη τη συνταγή του Λένιν: Όταν σου δίνουν την εξουσία την παίρνεις. Δεν περιμένεις καλύτερες συνθήκες. Δεν ξέρεις ποτέ αν υπάρχουν καλύτερες συνθήκες.
Του προσφέρθηκε η ισότιμη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση τρικομματική με τη ΔΗΜΑΡ, όπου οι υπουργικές του δυνάμεις θα ήταν τέτοιες, που θα ήλεγχε το πολιτικό σκηνικό, τη σκληρή επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου και την εφαρμογή μιας φιλολαϊκής πολιτικής, και θα αποτελούσε τον ισχυρό κυματοθραύστη σε κάθε κίνηση των άλλων πολιτικών δυνάμεων μέσα στη Βουλή και την κυβέρνηση, που θα ήθελαν να παρεκκλίνουν της συμφωνημένης ανατροπής. Θα ήλεγχε το παιχνίδι. τίποτε δεν θα γινόταν ερήμην του. Στο τέλος θα κέρδιζε ακόμα μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη.
Η αιτιολογία ,που αρνήθηκε ήταν ότι υπήρχε κίνδυνος να υπονομευτεί από τους κυβερνητικούς του εταίρους. Αυτή η στάση μαρτυρά ,ότι δεν είχε επίγνωση του τι θα πει εξουσία, τι θα πει ισχύς πολυπληθούς συμμετοχής σε υπουργικό επίπεδο και τι θα πει ασκώ πολιτική σε κυβερνητικό επίπεδο. Επιπλέον μαρτυρά αυτό, του οποίου γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά στα παράθυρα της τηλεόρασης. Μια κακόφωνη πολυφωνία στελεχών, ασύντακτων, ασυνεννόητων, χωρίς γνώση επί πολύ σοβαρών θεμάτων ασκούμενης πολιτικής, χωρίς κεντρική γραμμή, που το μόνο που κάνει είναι να απογοητεύει, να προβληματίζει και να διώχνει ψηφοφόρους, που ψήφισαν ή επρόκειτο να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης αρνήθηκε να κυβερνήσει με την ΔΗΜΑΡ ως μειοψηφία ,με την ανοχή των άλλων κομμάτων, που του προτάθηκε, πάλι με την αιτιολογία, ότι θα ήταν υποχείριο των κομμάτων που θα του έδιναν την ανοχή. Δεν αισθανόταν ασφαλής, ότι εάν τολμούσαν οι άλλες δυνάμεις να ανατρέψουν μια τέτοια φιλολαϊκή κυβέρνηση, ενώ του είχαν εμπιστευτεί ανοιχτά, μπρός στον λαό, την ανοχή στην πολιτική ανατροπής και επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου, θα γινόταν κόλαση από τον λαό απάκρου εις άκρο της χώρας.
Ποιός θα τολμούσε να προχωρήσει σε μια τέτοια ανατροπή; Την ώρα μάλιστα, πού η διαπραγμάτευση με την τρόικα θα γινόταν με τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των δυνάμεων του τόπου. Η Ελλάδα, και κυρίως η Ευρώπη, δεν είναι η Χιλή του Αλιέντε. Και η μονεταριστική πολιτική που ακολουθείται στην ΕΕ πνέει τα λοίσθια. Δεν έχει δυνάμεις για να επιβληθεί σε βάθος χρόνου. Την αναδίπλωση της τη φωνάζουν οι ίδιοι οι εκφραστές της για να σώσουν ό,τι σώζεται σε όφελος των τραπεζών και των εργοδοτών.
Αυτές, όμως οι αναλύσεις δεν πρωταγωνίστησαν. Αλλά, κυρίως, αποδείχτηκε ότι απουσίαζε η αυτοπεποίθηση και η ετοιμότητα για τη διακυβέρνηση. Κυριάρχησε ο φόβος αντί για την ετοιμότητα.
Νέο λαϊκό μέτωπο, νέα νοοτροπία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε την ιδεολογική καθαρότητα από ενδεχόμενη ισχυρότερη μελλοντική θέση στην εφαρμογή μιας πολιτικής σωτηρίας και ανόρθωσης της χώρας, χωρίς να παίρνει υπ όψιν του μερικά πολύ σημαντικά δεδομένα:
1.Κάθε επαναδιαπραγμάτευση με την τρόικα έχει ελπίδες να πετύχει όσο περισσότερες δυνάμεις τάσσονται από ελληνικής πλευράς απέναντι από τους Γερμανούς, τους Σκανδιναβούς και το ΔΝΤ. Αυτή τη γλώσσα ισχύος καταλαβαίνουν οι δυτικοί. Καμία άλλη.
2.Εαν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνήσει είτε μόνος είτε με τη ΔΗΜΑΡ με σχετική πλειοψηφία μετά από εκλογές και με πόλωση με την κεντροδεξιά, τότε θα έχει απέναντί του και τη Μέρκελ και τον αντίπαλο πόλο μέσα στην Ελλάδα ως Πέμπτη φάλαγγα. Αυτό ωφελεί την ιδεολογική καθαρότητα, αλλά δεν ωφελεί τη χώρα. Επομένως, ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ.
3.Τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε από το 16% του 65%,που ψήφισαν στις εκλογές. Η ΝΔ από το 18,5% του 65%.Επομένως,και τα δύο κόμματα αποτελούν τέτοιες μειοψηφίες στο εκλογικό σώμα, που δεν δικαιούνται να σκοπεύουν να κυβερνήσουν ως εάν ήταν μεγάλες μειοψηφίες ή πλειοψηφίες. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που ο ΣΥΡΙΖΑ ,και σωστά, έχει κουραστεί να καταδικάζει τις μονοκομματικές κυβερνήσεις και την απουσία συνεργασιών, γι αυτό και ζητάει παγίως την απλή αναλογική.
Οι νέες εκλογές δεν θα αλλάξουν πολύ αυτό το σημείο του τοπίου. Είναι μάλιστα πιθανό η αποχή να είναι ακόμα υψηλότερη. Ακόμα και αν μια κυβέρνηση ή συνασπισμός κομμάτων κληθεί να διοικήσει, θα το κάνει ,ως περίπου 30% του 60%-65% των ψηφοφόρων. Δηλαδή, περίπου 1.500.000- 2.000.000 επί 9.000.000 ψηφοφόρων. Αυτό μπορεί να κάνει μια δεξιά κυβέρνηση να επιβάλει με το έτσι θέλω την πολιτική της, αλλά, όχι μία αριστερή. Αλλιώς δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Σεβασμού του λαού και περιφρόνησής του δηλαδή.
Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική του με πιθανότητες επιτυχίας μόνο με ευρύτερες συνεργασίες. Κι αυτό απαιτεί να ανοίξει περισσότερο τα ιδεολογικά και πρακτικά του μάτια. Κυρίως για έναν λόγο πού δεν μπορεί να αγνοήσει:
Δεν είναι πιά ένα κλειστό μόρφωμα του 4,5%.Επάνω του έχει ακουμπήσει ακόμα ένα 12%,που προέρχεται από άλλους ιδεολογικούς χώρους, πιο κεντρώους, από λαϊκά και αστικά στρώματα, που μέχρι χυτές ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Αν θέλει την εξουσία για να βοηθήσει τον λαό πρέπει να έχει κατά νου, ότι θα κυβερνήσει όλο το λαό. Και όχι μόνο εκείνο το κομμάτι που συμφωνεί μαζί του. Και να έχει κατά νου, ότι μπορεί να ασκήσει μια αριστερή πολιτική, αλλά δεν μπορεί να κάνει όλο το λαό αριστερό.
Αυτό εννοούσε ο Αλ Τσίπρας, όταν είπε στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέραμε ως τις 6 Μαΐου δεν υπάρχει πιά. Και ότι είναι ανάγκη να χτιστεί ένας νέος μεγάλος λαϊκός κοινωνικός πολιτικός χώρος. Αναρωτιέμαι πόσοι από τα στελέχη του τον άκουσαν και πόσοι καταλαβαίνουν πόσο σοβαρό είναι αυτό πού εκείνος και μερικοί ακόμα βλέπουν.
Λαός σε αβεβαιότητα
Οι πολίτες δεν προσέρχονται στις κάλπες του Ιουνίου με οργή για να τιμωρήσουν καμιά κυβέρνηση, ούτε για να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους, όπως έκαναν τον Μάιο. Προσέρχονται τώρα με πολύ μεγάλη περίσκεψη και προβληματισμό για να αποφασίσουν ποιος θα τους κυβερνήσει. Και είναι εξαιρετικά αμήχανοι. Γιατί βρίσκονται μεταξύ δύο αβεβαιοτήτων. Αυτό συμβαίνει σήμερα και καλό είναι να βγουν στο δρόμο να το δουν τα στελέχη των κομματικών μηχανισμών.
Πρέπει να λέμε στον λαό όλη την αλήθεια και να μην τον κοροϊδεύουμε. Και ο λαός σήμερα – η πλειονότητα του για την ακρίβεια – βρίσκεται μεταξύ μιας κεντροδεξιάς, πού θα τον οδηγήσει στον τοίχο της λιτότητας, της ύφεσης, της φτώχειας, της αποικιοποίησης της χώρας του και της απώλειας της διαπραγματευτικής του φωνής σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής .Και μιας αριστεράς με προεξάρχουσα δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανίζεται με ανομοιογενή φωνή στα κανάλια από όπου ενημερώνεται ο λαός, με αλλοπρόσαλλες δηλώσεις στελεχών όπου η μία αντικρούει την άλλη, με ανεδαφικές και φαντασιακές απαντήσεις σε μείζονα προβλήματα της χώρας και με λογοπαίγνια φόβου ,προκειμένου να μην πει με μη επαναστατικές λέξεις τι πρόκειται να κάνει την επόμενη μέρα των εκλογών, εφ όσον σχηματίσει κυβέρνηση.
Τα κανάλια αποδείχτηκε, ότι δεν μπορούν να απαξιώσουν τις λίγες σοβαρές φωνές, πού ήξεραν τι έλεγαν και πώς το έλεγαν. Επομένως ,δεν είναι τα κανάλια ο εχθρός. Η ανυπαρξία συνεννόησης και ενημέρωσης μεταξύ των στελεχών είναι ο εχθρός.
Είναι φανερό, ότι πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της πιο αριστερής έως αριστερίστικης πτέρυγάς του και της πιο μετριοπαθούς. Γι αυτό δεν μπορεί να εκφράσει φωναχτά και ενιαία εκείνο ,πού απαιτεί η μεσαία τάξη ,η οποία ακουμπάει τώρα με μεγαλύτερες μάζες επάνω του.
Έτσι, έχει πέσει στις πλάτες λίγων στελεχών, που χαίρουν εκτίμησης από όλους τους κομματικούς χώρους και από μεγάλο κομμάτι του κόσμου πού καταλαβαίνει τα καθαρά και οικεία πράγματα, σαν τον Αλ Τσίπρα, τον Γ Δραγασάκη, τον Ν Κοτζιά, τον Γ Σταθάκη κ.α. να επαναλαμβάνουν με ήρεμη φωνή την ευρωπαϊκή, ευρωζωνική πολιτική πορεία του συνασπισμού αυτού ,με συναινετικές διαδικασίες με τους δανειστές, αλλά με σταθερά όρθια στάση απέναντί τους, χωρίς ανεδαφικές μαγκιές, και με αποφασιστικότητα. Αλλά γι αυτό, όπως είπα και πιο πάνω, χρειάζεσαι ισχυρούς συμμάχους ,μέσα κι έξω από τη χώρα, αν θέλεις να νικήσεις.
Η διεθνής πολιτική είναι ένας πόλεμος με πολλές μάχες. Όπου όλα παίζονται με τη λογική των πολέμων. Αν θέλει να κερδίσει κανείς πρέπει να σκέφτεται έτσι. Αλλιώς, χάνει. Όπως ακριβώς η Ελλάδα των δειλών και των απάτριδων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της. Η οποία δεν έχει πια την πολυτέλεια να θυσιάσει σ αυτό το έγκλημα το φαγητό των κατοίκων της. Είναι απλώς η ώρα να σοβαρευτούν όλοι. Γιά να έχει μια διέξοδο ελπίδας ο λαός.