Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές κοινοβουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου είναι ένα συμβάν για όλη την Ευρώπη. Κατακτώντας τη δεύτερη θέση, αυτός ο σχηματισμός της ριζοσπαστικής Aριστεράς είναι στο εξής η κύρια δύναμη αντιπολίτευσης στις πολιτικές της «τρόικας», που ακολουθήθηκαν διαδοχικά από μια συμμαχία των κομμάτων του Κέντρου, της Αριστεράς [Σ.τ.Μ.: εννοεί το ΠΑΣΟΚ] και της Δεξιάς. Σε μια χώρα σε επιταχυνόμενη αποδιάρθρωση, πάνω από την οποία απλώνεται η παρανοϊκή σκιά των νεοναζιστών, ενσαρκώνει τη μοναδική στιγμή της ελπίδας. Μπροστά στον εκφυλισμό της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, είναι από την Αθήνα που περνάει σήμερα ο εναλλακτικός δρόμος.
Κοινωνικοί, αντιρατσιστές και οικολόγοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο νεαρός ηγέτης του Αλέξης Τσίπρας,
αντιπροσωπεύουν μία νέα ριζοσπαστική Αριστερά, η ταυτότητα της οποίας διαμορφώθηκε μέσα από τις ζυμώσεις της αντι-παγκοσμιοποίησης. Παιδί του εργατικού κινήματος του 19ου αι., αλλά και των κινημάτων που εμφανίστηκαν μετά το 1968, συγκροτεί μία πρωτοφανή πολιτική σύνθεση.
Αυτή η νέα ριζοσπαστική Αριστερά είναι η Αριστερά των εργαζομένων, αλλά και όσων «δεν έχουν φωνή». Ο αντικαπιταλισμός που εκφράζει δεν περιορίζεται μόνο στον ανταγωνισμό κεφάλαιο-εργασία. Όπως το έδειξε ο Ντ. Χάρβευ στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του στα γαλλικά ο Νέος Ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός δε βασίζεται μόνο στην εκμετάλλευση των μισθωτών. Προχωράει επίσης και μέσα από την αποστέρηση (dépossession) των πληθυσμών. Ιδιωτικοποιήσεις, περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων, εμπορευματοποίηση της φύσης, δημοσιονομική πειθαρχία ενάντια στην αναδιανομή, είναι εξίσου εξω-οικονομικές τροπικότητες που επιτρέπουν την παραγωγή κέρδους όταν η παραγωγική μηχανή επιβραδύνει. Η αποστέρηση αναγνωρίζεται έτσι ως αυτό που είναι, ένας άξονας της πάλης των τάξεων εξίσου ουσιώδης με την εργασιακή εκμετάλλευση.
Αυτή η νέα πολιτική ευαισθησία έμαθε να συναρθρώνει τη διαφορετικότητα μέσα από τα κοινωνικά φόρουμ και τις αντι-συγκεντρώσεις της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Η καπιταλιστική αποστέρηση επηρεάζει ετερογενείς ομάδες πληθυσμού. Μπορεί η αποδάσωση και η ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις φορολογία να έχουν ως κοινή τους λειτουργία την υποστήριξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, όμως η πολιτική συμμαχία απαλλοτριωμένων αγροτών και πανεπιστημιακών δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Η πάλη ενάντια στην αποστέρηση, η συνάρθρωσή της με τα εργατικά, φεμινιστικά και αντιρατσιστικά κινήματα, ενσωματώνει υπ΄ αυτή την έννοια μία «ομοσπονδοποίηση» των ασυμμετριών: Κανένας άξονας δεν πρέπει να είναι υποταγμένος στον άλλο και όλοι μαζί συμμετέχουν στην αντίσταση στη λογική του συστήματος. Η κατασκευή ενός κοινού πολιτικού προτάγματος προϋποθέτει να σκεφτούμε, έτσι, τη συνάρθρωση αυτών των αγώνων.
Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει όμως ότι η νέα ριζοσπαστική αριστερά είναι απλά ένα άθροισμα κινημάτων. Προτείνει μια στρατηγική για τη χειραφέτηση. Σαφέστατα πολιτικά προσανατολισμένη, γνωρίζει ότι η κατάκτηση του κράτους είναι ένα αποφασιστικό στοιχείο για την εκκίνηση μίας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Ξέρει όμως ταυτόχρονα ότι αυτή η κατάκτηση θα είναι αδύναμη αν δεν υποβαστάζεται από μαζική κινητοποίηση σε μεγάλη κλίμακα. Οι ιδέες δεν είναι αποτελεσματικές παρά μόνο όταν υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που τις ωθούν.
Από κάθε άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ μας έδωσε ένα μάθημα. Ασυμβίβαστος ως προς το ουσιώδες –την άρνηση της λιτότητας–, αλλά χωρίς να απορρίπτει τη συζήτηση, αποκάλυψε την προτίμηση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, για μια συμμαχία με τη δεξιά, εκκινώντας ταυτόχρονα ένα διάλογο με τα συνδικάτα και τα κινήματα, ώστε να καταστήσει σαφές το σχέδιό του. Η αύξηση της δύναμής του στις αναμενόμενες νέες εκλογές φαντάζει αναπόφευκτη.
Μπροστά στην ακροδεξιά, στον πειρασμό μίας στρατιωτικής συνδρομής ή σε μια ακόμα αντιδημοκρατική παρέμβαση της Ε.Ε., η αλληλεγγύη με τον ελληνικό λαό είναι μία επείγουσα αναγκαιότητα. Στη Γαλλία, ήδη έχει εξασφαλιστεί η στήριξη του Front de Gauche. Όμως ποια θα είναι η στάση της νέας σοσιαλιστικής εξουσίας; Οι αποφάσεις του Φρανσουά Ολάντ στις επόμενες εκλογές όχι μόνο θα σημαδέψουν την προεδρία του, αλλά θα καθορίσουν και το χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Θα υποστηρίξει και ο Ολάντ, όπως το επιβεβαίωσαν η Άνγκελα Μέρκελ και ο Γιοργκ Ασμουσεν της ΕΚΤ, ότι «δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος» στις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η τρόικα; Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα έμεναν παρά μόνο δύο λύσεις: Είτε να δοθεί μία λευκή επιταγή σε μια αυταρχική λύση, η οποία θα επισημοποιούσε τον υποβιβασμό της κυριαρχίας της Ελλάδας στο επίπεδο ενός προτεκτοράτου, είτε να αποπεμφθεί η χώρα από το ευρώ, πράγμα που θα έδινε το αποφασιστικό χτύπημα για τη γεω-πολιτική σταθερότητα της ηπείρου.
Από την άλλη, όμως, θα μπορούσε να βάλει μπροστά, όπως τον καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ, τη διαδικασία για την επανανομιμοποίηση της Ευρώπης, υποτάσσοντας τις μορφές της οικονομικής ολοκλήρωσης στην πραγματοποίηση των στόχων της κοινωνικής συνοχής και του οικολογικού μετασχηματισμού. Μία τέτοια δέσμευση επιβάλλει, όμως, τη ρήξη στη συναίνεση με την ευρωπαϊκή Δεξιά και την αποδοχή μιας πολιτικής κρίσης σε επίπεδο κορυφής. Θα μπορούσε άραγε η στήριξη στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά να γίνει, για τις νέες γενιές, ό,τι ήταν η στήριξη του Βιετνάμ για τη γενιά του ΄68 - ένας ισχυρός μοχλός κινητοποίησης σε παγκόσμια κλίμακα;
Των Cédric Durand και Razmig Keucheyan*
* O Cédric Durand είναι οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 9 και ο Razmig Keucheyan κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήιο Παρίσι 4