Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Νάνος Βαλαωρίτης στον Αντώνη Σαμαρά: «Συγγνώμη, δεν μπορώ να κάνω διάλογο με έναν πολιτικό»



Από τη Φανή Πλατσατούρα

Την ανταπάντησή του στον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά και την επιστολή που εκείνος εξέδωσε αναφερόμενος στον ποιητή και τα γραφόμενά του περί ραγδαίας ανόδου της Χρυσής Αυγής, ρατσισμού και επιτακτικής ανάγκης για στηλίτευση ξενοφοβικών φαινομένων, έδωσε ο κ. Νάνος Βαλαωρίτης, μιλώντας αποκλειστικά στο Newpost.gr.«Δεν μπορώ να κάνω διάλογο με πολιτικούς, η απάντηση του κυρίου Σαμαρά ήταν μια άμυνα. Μίλησε χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των πολιτικών, εγώ μιλώ μια άλλη γλώσσα...», ανάφερε ο σπουδαίος ποιητής και άνθρωπος των Γραμμάτων, κάνοντας παράλληλα λόγο για «καλλιτέχνες που έχουν κυριευθεί από φόβο» και μια Ελλάδα που έχει καταντήσει «Πικρό Καρναβάλι». Άλλη η γλώσσα των ποιητών λοιπόν και άλλη των πολιτικών. Ίσως γι' αυτόν ακριβώς τον δημόσιο λόγο λέει για την Κική Δημουλά: «την θεώρησαν ρατσίστρια; Ε όχι... Είναι ηλίθιο να λέγονται δημόσια τέτοια πράγματα!». Και ίσως γι' αυτό μιλάει για τη σιωπή των καλλιτεχνών και το μόνο πολίτευμα των ελεύθερων ανθρώπων: τη δημοκρατία.

Διαβάστε τη συνέντευξή του με μια ανάσα! Γιατί μόνο ένας ποιητής μπορεί να λέει μεγάλες αλήθειες σε τόσο μικρό χώρο…
- Ο κ. Σαμαράς ανταπάντησε στην επιστολή σας και ξεκαθάρισε για μία ακόμη φορά τις θέσεις του κόμματός του απέναντι σε φαινόμενα ρατσισμού, τονίζοντας συγχρόνως ότι στηλίτευσε έντονα την παρουσία και τις θέσεις της Χρυσής Αυγής σε κάθε του δημόσια ομιλία. Νιώθετε ικανοποιημένος από την απάντησή του; 

«Την περίμενα την απάντηση του κ. Σαμαρά. Ήταν λογικό να απαντήσει με αυτόν τον τρόπο. Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να κάνω διάλογο με έναν πολιτικό. Καταλαβαίνω ότι ως πολιτικός είναι αναγκασμένος να αμυνθεί. Η απάντησή του ήταν μια άμυνα για τις θέσεις του κόμματός του. Ανταπάντησε με γενικεύσεις. Ο κ. Σαμαράς χρησιμοποιεί τη γλώσσα των πολιτικών. Εμένα μου είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξω διάλογο με τη γλώσσα των πολιτικών. Δε μπορώ να το κάνω αυτό. Καταλαβαίνετε; Διαφέρουμε στον τρόπο με τον οποίον μιλάμε. Εγώ δεν έχω να υποστηρίξω θέσεις πολιτικές. Έχω μόνο γνώμη και εμπειρία και αυτά εκφράζω. Πάντως, θεωρώ ότι μου έκανε τιμή που απάντησε, διότι είναι πολύ σπάνιο πρωθυπουργός να απαντά δημόσια σε επιστολή. Δεν περίμενα βέβαια ότι θα μου απευθυνθεί σε τέτοιο φιλικό τόνο, ακριβώς επειδή δεν γνωριζόμαστε προσωπικά».

- Τι σας οδήγησε στο να στείλετε μια επιστολή αγανάκτησης προσωπικά στον πρωθυπουργό της χώρας;

«Μα δεν είναι η πρώτη επιστολή. Ξέρετε πόσα ανάλογα άρθρα έχω γράψει από το 2010; Τουλάχιστον 15 - 20 άρθρα τα οποία θα βγουν και σε βιβλίο προσεχώς. Σας ρωτάω όμως: Ποιος τα διαβάζει αυτά τα κείμενα; Γράψε λοιπόν ένα γράμμα στην κορυφή, στον άνθρωπο που κυβερνά αυτή τη στιγμή τη χώρα, για να ακουστείς. Η συγκεκριμένη επιστολή στάλθηκε στον πρωθυπουργό πριν τρεις εβδομάδες. Ναι, η αγανάκτησή μου έχει εκτοξευθεί γιατί διαπιστώνω ότι δεν ακούγεται τίποτα από αυτά που λέω. Οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ έχουν τους υποτακτικούς τους, οι πολιτικοί βγαίνουν ολημερίς στα παράθυρα, κανείς δεν ακούει έναν άνθρωπο των Γραμμάτων σαν εμένα».

- Γιατί δεν μιλάνε συχνά σήμερα οι πνευματικοί άνθρωποι; Γιατί δεν ορθώνουν λόγο και ανάστημα;

«Γιατί όλοι οι δικοί μας καλλιτέχνες φοβούνται να μιλήσουν. Έξω, στην Ευρώπη οι καλλιτέχνες είναι πιο συνηθισμένοι στο να παίρνουν θέση απέναντι στα πολιτικά γεγονότα. Σας βεβαιώνω ότι οι ποιητές στο εξωτερικό έχουν σαφή θέση και άποψη και την εκφράζουν δημόσια. Με τον λόγο τους επηρεάζουν τις κυβερνήσεις. Ακόμη και στη Γερμανία, βλέπουμε Γερμανούς συγγραφείς να μιλάνε ελεύθερα. Εμείς γιατί δεν μιλάμε...;»

- Τι φοβούνται ακριβώς κ. Βαλαωρίτη;

«Κοιτάξτε... Θα σας απαντήσω με ένα παράδειγμα. Οι λατινοαμερικάνοι τρέφουν μεγάλο σεβασμό στους συγγραφείς τους και συχνά τους κάνουν πρέσβεις, ακόμη και πρωθυπουργούς. Εμείς δεν έχουμε σεβασμό στους συγγραφείς και στους καλλιτέχνες μας. Σήμερα θεωρούμε τους καλλιτέχνες μας λαπάδες. Ο μέσος Έλληνας δεν σέβεται τον διανοούμενο ή τον καλλιτέχνη ή τον συγγραφέα. Οι καλλιτέχνες της Λατινοαμερικής έχουν θάρρος και δημοσιεύουν ελεύθερα τις γνώμες τους. Οι δικοί μας καλλιτέχνες δεν έχουν. Νομίζω ότι περισσότερο απ΄ όλα είναι θέμα αυτοπεποίθησης. Είμαστε πολύ ανασφαλείς και ως άνθρωποι και ως καλλιτέχνες. Και δεν τολμάμε διότι φοβόμαστε πως ίσως γελοιοποιηθούμε. Καταλαβαίνετε, από τι πάσχει ο σύγχρονος Έλληνας; Φοβάται την γελοιοποίηση περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Φοβάται μην λοιδορηθεί, μην αρχίσουν να τον κοροϊδεύουν. Όλα αυτά ισχύουν και για τους Έλληνες καλλιτέχνες, γι΄ αυτό και δεν τολμάνε να πουν δημόσια κάποια λόγια».

- Πιστεύετε ότι η Νέα Δημοκρατία φλερτάρει όντως με την ακροδεξιά;

«Ναι υπάρχει ένα φλερτ μεταξύ τους αλλά είναι στα πλαίσια της μικροπολιτικής και μάλιστα της λανθασμένης. Διότι μην ξεχνάμε το χάσμα μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Υπάρχει βαθύ χάσμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο στρατόπεδα. Γιατί οι αντιμνημονιακοί αποκλείεται να επισέλθουν στους μνημονιακούς, δεν θα μεταφερθούν ψήφοι αντιμνημονιακών σε μνημονιακούς και αυτό η κυβέρνηση το ξέρει πολύ καλά».

- Αυτή τη στιγμή ως χώρα βαδίζουμε σε ένα σκοτεινό τούνελ. Θα δούμε φως; Υπάρχει τρόπος να σωθεί τελικά αυτός ο τόπος;

«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος και αυτός είναι να αλλάξει η Ευρώπη. Να αλλάξει δηλαδή αυτή η πολιτική πορεία της λιτότητας, η οποία μας έχει καταστρέψει. Μας οδηγεί στην καταστροφή με μαθηματική ακρίβεια, πρέπει κάποια στιγμή να το συνειδητοποιήσουμε αυτό. Και όχι μόνον εμάς. Και την Ισπανία και την Πορτογαλία και την Ιταλία και όλες τις χώρες που μπορεί κανείς να φανταστεί αυτή τη στιγμή. Πρέπει λοιπόν πρώτα απ΄ όλα να αλλάξει η Ευρώπη και μετά να αλλάξουμε λίγο και εμείς. Για παράδειγμα να μην έχουμε πλέον αυτή την άθλια γραφειοκρατία, η οποία μας ταλαιπωρεί μέρα νύχτα».

- Τι διορθώσεις θεωρείτε πως επιδέχεται η Δημοκρατία μας, ως πολίτευμα;

«Η Δημοκρατία μπορεί πάντοτε να βελτιωθεί. Με καινούργιους νόμους αλλά και νέες πρακτικές. Αλλά να εφαρμόζονται αυτοί οι νόμοι τους οποίους νομοθετούν. Νομοθετούμε έναν νόμο για τον ρατσισμό; Να τον εφαρμόζουμε κιόλας στην πράξη, όχι μόνο στη θεωρία. Ο κ. Σαμαράς μίλησε για νόμους κατά του ναζισμού αλλά αυτοί οι νόμοι δεν έχουν ποτέ εφαρμοστεί στην πράξη. Αυτοί οι νόμοι υπάρχουν αλλά κινούνται στα ράφια, μέσα στα πρακτικά της Βουλής. Δεν είναι όμως Δημοκρατία αυτή. Τη Δημοκρατία μας πρέπει να τη βελτιώσουμε, όχι να την ανατρέψουμε. Αυτό είναι και το μεγάλο λάθος των Αριστερών. Θέλουν να ανατρέψουν τη Δημοκρατία, όχι να τη βελτιώσουν. Μόνο η Δημοκρατία επιτρέπει την απόλυτη ελευθερία, όλα τα άλλα πολιτεύματα είναι θεωρητικά».

- Πρόσφατα είδαμε να κατηγορούν μια άλλη μεγάλη εκπρόσωπο των Ελληνικών Γραμμάτων, την κα. Κική Δημουλά, για ρατσιστικό λόγο. Επρόκειτο θεωρείτε για μία στοχευμένη επίθεση - σημείο των καιρών μας;

«Θεώρησαν την Κική Δημουλά ρατσίστρια. Ε όχι... Είναι ηλίθιο να λέγονται δημόσια τέτοια πράγματα. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις μια γυναίκα που παραπονέθηκε επειδή δεν υπάρχει ελεύθερο παγκάκι να καθίσει. Μόνο αυτό έχω να πω».

- Ως εκπρόσωπος της Τέχνης και των Γραμμάτων, άνθρωπος διορατικός, τι εικόνες βλέπετε από το μέλλον;

«Να σας πω κάτι; Είμαι μαχητής. Όλη μου τη ζωή πολεμάω εναντίον των φασιστικών καθεστώτων. Δεν βλέπω ένα μέλλον καταστροφικό. Βλέπω πως αν πολεμήσουμε, θα κερδίσουμε. Αλλά πρέπει να πολεμήσουμε, δεν γίνεται διαφορετικά. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι Έλληνες, χρειαζόμαστε σθένος και μαχητικό πνεύμα. Να μην αφήνουμε κάτι τέτοια μορφώματα, όπως η Χρυσή Αυγή, να μας υπερκεράσουν».

- Είναι ο εκφοβισμός το μεγάλο όπλο της Χρυσής Αυγής;

«Είναι τρομοκράτες. Λειτουργούν με ένα σύστημα τρομοκρατικό. Γιατί να ανεχθούμε αυτούς τους τρομοκράτες ανάμεσά μας; Εδώ δεν ανεχθήκαμε την 17η Νοέμβρη, αυτούς θα ανεχτούμε; Αυτή τη στιγμή, ακόμη και τα αριστερά κόμματα έχουν απαξιώσει την τρομοκρατία από το πρόγραμμά τους. Θεωρούν ότι ο αγώνας γίνεται συλλογικά και όχι με περίστροφα και βόμβες. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τη Χρυσή Αυγή, αλλά τι να συζητάμε; Ένα τρομοκρατικό μόρφωμα είναι, το οποίο πρέπει να ξεριζώσουμε ολοκληρωτικά από τη ζωή μας».

- Αν γράφατε ένα ποίημα για τη σημερινή Ελλάδα, για τις ανοιχτές πληγές της που αιμορραγούν, τι τίτλο θα βάζατε;

«"Το πικρό καρναβάλι". Ναι σήμερα η εποχή μας μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηρισθεί, μονάχα ως ένα Πικρό Καρναβάλι. Η δημιουργικότητα που μας χαρακτηρίζει βλέπουμε ότι πικρίζει σιγά σιγά. Με τον συγκεκριμένο τίτλο εννοώ ότι η εποχή μας έχει γίνει τελείως χαώδης και παράλογη, αλλά δεν παύει να είναι ένα καρναβάλι. Να έχει μία αισθητική πλευρά δηλαδή, η οποία μπορεί να κυριαρχήσει. Τον Σεπτέμβριο μάλιστα θα κυκλοφορήσω ένα βιβλίο μου με ποιήματα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το οποίο θα φέρει τον συγκεκριμένο τίτλο».

***

Μην ξεχνάμε ποιος είναι ο Νάνος Βαλαωρίτης

«Χίλιες φορές αλίμονο στη ομορφιά του κόσμου» αναστενάζει ο ποιητής με λέξεις που δε χωρούν στην πλάση για να θυμίζει πως η χώρα αυτή έβγαζε και θα βγάζει ποίηση, όσο αντιποιητικοί κι αν είναι οι καιροί της. Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε το 1921 στη Λωζάνη της Ελβετίας και είναι ποιητής και συγγραφέας, ως συνεχιστής δισέγγονος του μέγα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε νομικά, αγγλική και γαλλική φιλολογία στα πανεπιστήμια των Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης.

Γιος διπλωμάτη, εγγονός εφοπλιστή δημοσιεύει έργα του από νωρίς. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους μυθικούς για μας τους κοινούς θνητούς Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC.

Ανάμεσα σ' άλλα μεταφράζει μοντέρνους Έλληνες ποιητές στα αγγλικά όπως ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.

Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του "Μερικές γυναίκες", ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε, επίσης, αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του. Και όλα αυτά για έναν αγωνιστή ενάντια δυναστών με μόνο του όπλο τις προσωπικές αρνήσεις και τις λέξεις. Γιατί όπως μας είπε σ' αυτήν τη συνέντευξη, παραδεχόμενος ότι οι δημοσιογράφοι δεν του ζητάνε τη γνώμη του, «είμαι μαχητής. Όλη μου τη ζωή πολεμάω εναντίον των φασιστικών καθεστώτων».