Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Mε αφορμή τη μάχη του Κούκου στις 18/10/44

(μια οφειλόμενη απάντηση)
Βαγγέλης Δ. Τσιμούρας, νομικός

Ο διαβάτης που θα καθίσει να ξεκουραστεί και να χαρεί τον ίσκιο στο Λιτόχωρο και στα άλλα χωριά της Πιερίας θα αφουγκραστεί, ηθελημένα ή μη, τις συζητήσεις των γερόντων. Κουβέντες 
για τα περασμένα εξαντλητικές. Κουβέντες από μιαν άλλη –όχι τόσο μακρινή εποχή- για άρματα, λεβέντες και λευτεριά.

Μέσα στον καταιγισμό των λέξεων με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά θα σταθεί σε μία: «Κουκιώτες». Η περιφρόνηση στο πρόσωπο του γέροντα που την προφέρει είναι εμφανής. Ο συνομιλητής του κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι. Κι αλήθεια, έτσι μιλούν σήμερα για τους Κουκιώτες εκείνης της εποχής. Με περιφρόνηση, με αποτροπιασμό. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να είναι διαφορετικά τα πράγματα όταν το συγκεκριμένο χωριό της Πιερίας και οι κάτοικοί του στην πλειονότητά τους (με ελάχιστες αλλά φωτεινές εξαιρέσεις) σήκωσαν το ντουφέκι ενάντια στους Έλληνες, σταθερά στο πλευρό των Γερμανών κατακτητών; Πώς αλλιώς να μιλήσει κανείς για το συνώνυμο της προδοσίας; Κι όμως, σήμερα, επτά δεκαετίες μετά, βρίσκονται πρόθυμοι συγγραφείς, με τη γραφίδα τους στη θέση του ατιμασμένου όπλου του Κισαμπατζάκ, να ξαναγράψουν την ιστορία.


Στο πόνημα του κ. Νίκου Ξανθόπουλου που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σας σελίδα στις 20/10, με τίτλο«Ένα σύντομο οδοιπορικό. Το ολοκαύτωμα του Κούκου 18 Οκτωβρίου 1944»http://lefteria.blogspot.gr/2013/10/18-1944_20.html διαβάζουμε τα εξής για τις προθέσεις του Κισαμπατζάκ: Ο Κισάμπατζακ είναι από τους πρώτους που συγκεντρώνει όπλα, για να τα χρησιμοποιήσει, εννοείται, εναντίον των Γερμανών. Επίσης ο ίδιος δηλώνει: «Αυτού (του ΕΑΜ) ηγούνται σεσημασμένοι κομμουνιστές σκοπούντες επέκτασιν Σλάβων και όχι απελευθέρωσιν πατρίδος.» Η αλήθεια είναι ότι όντως ο καπετάνιος του Κούκου συγκέντρωσε όπλα και όντως έβριθε από αντικομμουνισμό. Είναι, βέβαια, απορίας άξιο πώς αυτός ο «σεσημασμένος αντικομμουνιστής» δήλωσε δις –χωρίς ποτέ να το τηρήσει- ότι σκόπευε να καταταγεί στον ΕΛΑΣ. (1). Πριν την ανοιχτή συνεργασία με τους Γερμανούς, ο καπετάνιος είχε άλλα στηρίγματα. Τον συντοπίτη του δεσπότη Κατερίνης Κοϊδάκη, τους καπνέμπορούς και τσιφλικάδες της περιοχής. Αρκεί μια αντιπαραβολή με τα στηρίγματα του ΕΛΑΣ, με το λαό που πρόσφερε από το υστέρημά του στο αντάρτικο, για να καταδειχτεί ποιόν εξυπηρετούσε ο τυχοδιώκτης καπετάνιος πριν γερμανοντυθεί οριστικά και αμετάκλητα.

Στη συνέχεια και ενώ ο Κισαμπατζάκ έχει δώσει ήδη τα αντιλαϊκά και αντιπατριωτικά του διαπιστευτήρια σαν αιχμή του δόρατος των τσιφλικάδων και μαυραγοριτών που κατέτρωγαν το βιος των πατριωτών, ήρθε η ώρα των Γερμανών να ασχοληθούν με την περίπτωσή του. Στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν σπάνιο σύμμαχο, με σημαντικό έρεισμα σε ορισμένους κατοίκους της περιοχής, που θα μπορούσε να σταθεί πολύτιμος στην εξόντωση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: Η στάση του Κισά Μπατζάκ απέναντι στους «σεσημασμένους κομμουνιστές» προκάλεσε όπως είναι φυσικό και το ενδιαφέρον των Γερμανών. Η πρώτη επαφή των δυνάμεων Κατοχής με τους κατοίκους του Κούκου και τον Κισά Μπατζάκ έγινε την άνοιξη του 1943 με την ευκαιρία εκκαθαριστικής επιχείρησης στην περιοχή του Ολύμπου και την εξόντωση των εκεί αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Τότε μπήκαν και οι βάσεις συνεργασίας των δύο πλευρών. Το πλαίσιο αυτής της συνεργασίας περιγράφεται σε έκθεση του Επιτελικού Γραφείου 1c του Γερμανού στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου:


Στην φωτογραφία διακρίνεται η δωσιλογική ηγεσία -που υπαγόταν στα Ες Ες- στη Βιέννη με Γερμανούς αξιωματικούς, μπροστά στη Στρατιωτική Λέσχη. Πρώτος από δεξιά διακρίνεται ο Παναγιώτης Δαδούλης, τρίτος ο “κοζανίτης” Μιχάλαγας, τέταρτος ο Κισά Μπατζάκ και πέμπτος ο Αθανάσιος Καπνόπουλος. (5)
«Οι εν Κούκω και ιδίως ο αρχηγός τους Κουτσαμπασάκ είχαν αποδείξει ήδη τότε μίαν απολύτως γερμανόφιλον στάσιν. Εξ αιτίας της στάσεως αυτής η κατά τον παρελθόντα Μάιον επιχείρησης εναντίον της περιοχής του Ολύμπου είχε λάβει προσωπικώς από την υπηρεσίαν 1c την εντολήν να φεισθή οπωσδήποτε του τόπου Κούκος. Ωσαύτως είχε δοθεί η εντολή να μη γίνουν εις τον εν λόγω τόπον έρευναι δια την ανακάλυψιν όπλων, δια να χρησιμοποιήσωμεν τον Κούκον και περαιτέρω ως μίαν φωλέαν αντιστάσεως».Για την καλή τους διαγωγή, οι άντρες του Κούκου εκπαιδεύτηκαν από τους Γερμανούς με ευθύνη του Υπολοχαγού Φραντς Κράουτσμπέργκερ (2).
Αντιλαμβανόμενος, ίσως, ο συγγραφέας την ένδεια των επιχειρημάτων του για το ποιόν των Κουκιωτών και του καπετάνιου τους δε διστάζει να καταφύγει στο συναίσθημα χρησιμοποιώντας μικρά παιδιά, δήθεν κακοποιημένα από τον ΕΛΑΣ. Τι κι αν υπάρχουν πλείστες όσες μαρτυρίες για τη φροντίδα που επεφύλαξαν οι αντάρτες και οι αντάρτισσες στα παιδιά των εχθρών τους (3); Ο μύθος του «κονσερβοκουτιού» συνεχίζεται και προσπαθεί να συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του.
Σε μιαν αποστροφή του λόγου του, ο συγγραφέας της ωδής στο δωσιλογισμό αισθάνεται την ανάγκη να μην περιορίσει το γραφτό του στο όρια της περιοχής της Πιερίας αλλά να μας ταξιδέψει γλαφυρά στην Αθήνα του Οχτώβρη του 44 όπου ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υψώνει στην Ακρόπολη την ελληνική σημαία. Ο ίδιος πρωθυπουργός που μερικούς μήνες αργότερα δεν διστάζει να φερθεί στην Αθήνα «όπως σε κατεχόμενη πόλη» κατ’ εντολήν του αφεντικού του Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ξερονήσια, φυλακίσεις, βασανιστήρια θα ακολουθήσουν υπό την ηγεσία του «γέρου της Δημοκρατίας». Ψιλά γράμματα για τον συγγραφέα, όχι όμως και για τους χιλιάδες αγωνιστές που υπέστησαν τη βαρβαρότητα.
Για το γεγονός καθεαυτό με το οποίο ασχολείται ο συγγραφέας, τη μάχη του Κούκου, θα μπορούσε κανείς να γράψει και να πει πολλά. Κατά τη γνώμη μας, αρκεί η παράθεση των αντιμαχόμενων πλευρών. Από τη μεριά του ΕΛΑΣ πήραν μέρος τα τάγματα Ι, ΙΙΙ και IV του 50ου συντάγματος, ένας λόχος σαμποτέρ, δύο λόχοι μηχανικού και δύο εφεδρικοί λόχοι. Από τη μεριά των οχυρωμένων στον Κούκο πήραν μέρος: 150 Γερμανοί, 60 Ιταλοί και 600 Έλληνες συνεργάτες τους. Ταυτόχρονα και ενώ η μάχη είχε ξεκινήσει, οι Γερμανοί κινητοποίησαν για την ενίσχυση του Κούκου από το Κίτρος ένα τάγμα με δώδεκα τεθωρακισμένα και έξι τανκς. (4)

Αντάρτε μ’ σα ψηλά ρασιά
ποιός μαγειρέβ’ και φάισε
ποιος πλεν’ τα λώματα σ’,
κάθε Σάββα αλάισε;
Αντάρτες κάψτε τον Κούκον
και ποίστε ατόν μανέαν,
της κουκουβάγιας το πουλίν
να χτιζ’ απές φωλέαν.
Κοντός εν ο Κισά-Μπατζάκ
μετ’ έναν πιστολόπον,
λάσκεται απές σον Κούκον
σαλαχανάς σκυλόπον
Ανάθεμα Κισά-Μπατζάκ
το κοντόν το ποδάρι σ’
έρθανε και αντάρτες μας
επήραν το κεφάλι σ’.(6)


Τελικά, ποια η ανάγκη, θα πει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, να αναμοχλεύονται πάθη παλιά, ιστορίες περασμένες; Όταν ο ιστορικός χρόνος συμπυκνούται, σήμερα όπως και τότε, όταν η επίθεση που δέχεται ο λαός του στερεί το δικαίωμα στο ψωμί, στο σχολείο, στη δουλειά –σήμερα όπως και τότε- όταν υπάρχουν πρόθυμοι, δήθεν πατριώτες, να δώσουν στήριγμα στην ηθική, οικονομική, εν τέλει φυσική εξόντωση του ελληνικού λαού –σήμερα όπως και τότε- όταν μέσω γεννημένων από το ίδιο το σύστημα νεοναζιστικών μορφωμάτων εγχύεται στη νεολαία το ίδιο παλιό δηλητήριο (να θεωρήσουμε τυχαία τη σύμπτωση απόψεων του συγγραφέα με την Χ.Α για το ίδιο γεγονός;), κανείς δεν μπορεί να μένει αμέτοχος. Τους αντάρτες που δώσανε τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας, για να γίνει ο λαός νοικοκύρης στο τόπο του, ήδη τους έχει κατατάξει ο ελληνικός λαός στη συλλογική του μνήμη, ως παραδείγματα δράσης ενάντια σε κάθε καταπίεση, ως αγωνιστές για τα λαϊκά δικαιώματα, ως σύγχρονους Κολοκοτρώνηδες και Καραϊσκάκηδες. Τους συνεργάτες των Γερμανών, τους «ταγματαλήτες» θα ήταν φρόνιμο να τους αφήσουμε στην αιώνια λήθη που τους επεφύλαξε η ίδια η αντιπατριωτική δράση τους.
http://www.youtube.com/watch?v=xvrvfxm9dyU
«Η Χη Μεραρχία του ΕΛΑΣ», Σαράντη Πρωτόπαπα-Κικίτσα (σελ. 133-134)
http://panosz.wordpress.com/2010/01/26/civil_war-41/
«Η Χη Μεραρχία του ΕΛΑΣ» (σελ. 401)
Ο.π. (σελ. 399)
http://pontosandaristera.wordpress.com/2011/03/09/koukou-poe/
Το τραγούδι τραγουδιόνταν σε όλα τα ποντιακά χωριά μετά την μάχη του Κούκου (18/10/1944) και μετά την εξόντωση του προδότη Κισά-Μπατζάκ στις 4 Νοεμβρίου του ’44 στη μάχη του Κιλκίς.