Tvxs Ανάλυση
19:14 | 10 Απρ. 2014
Πάνος Παναγιώτου
Σε πρόσφατες δημοσιεύσεις ανέδειξα ωςμείζον θέμα το νομικό καθεστώς με το οποίο προετοιμάστηκε και τελικά έγινε η«έξοδος» της Ελλάδας στις αγορές. Μετά την κάτω από πίεση επίσημη επιβεβαίωση από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, λίγες μόνο ώρες πριν την δημοπρασία των ελληνικών ομολόγων, ότι η έκδοση τους θα πραγματοποιηθεί υπό ξένο δίκαιο και μάλιστα Αγγλικό (κάτι που αποτελεί πρωτοφανές γεγονός για χώρα της ευρωζώνης) μένει στον Τύπο και στα κόμματα της αντιπολίτευσης να ζητήσουν τα πλήρη στοιχεία για το νομικό καθεστώς κάτω από το οποίο δανείστηκε η Ελλάδα για να εξακριβωθούν οι ακριβείς νομικές δεσμεύσεις στις οποίες συμφώνησε εκ μέρους της η κυβέρνηση.
Μέχρι τότε, αξίζει να ανοίξουμε μία παρένθεση αναφορικά με το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε η χώρα, το οποίο αναληθώς προβλήθηκε ως χαμηλό ενώ στην πραγματικότητα και όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, είναι πολλές φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο με το οποίο δανειζόταν προ της κρίσης.
Κάθε πολίτης που έχει πάρει ποτέ δάνειο ή που είχε κάποια στιγμή τραπεζικό λογαριασμό γνωρίζει τη σημασία της διαφοράς ανάμεσα στο επιτόκιο και το πραγματικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο μείον τον πληθωρισμό.
Για παράδειγμα, μία κατάθεση σε οποιαδήποτε ελληνική τράπεζα το 1974, έδινε τόκο μεγαλύτερο του 30%. Αυτό δε σήμαινε, όμως,, ότι όποιος είχε τα χρήματα του στην τράπεζα θα γινόταν κατά τριάντα και πλέον τα εκατό πλουσιότερος μέσα σε ένα έτος, γιατί απλούστατα ο πληθωρισμός ανερχόταν στο 33%. Έτσι, ελέγχοντας το πραγματικό επιτόκιο θα διαπίστωνε πως αν μία τράπεζα του πρόσφερε ετήσιο τόκο κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού, στην ουσία θα προκαλούσε μείωση και όχι αύξηση στο κεφάλαιο του.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του δανεισμού, ιδιωτικού ή κρατικού όπου για να διαπιστώσουμε το πραγματικό κόστος για το δανειζόμενο και το πραγματικό κέρδος για το δανειστή πρέπει να αφαιρέσουμε από το επιτόκιο τον πληθωρισμό.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, εν προκειμένω, από την είσοδο της στην ευρωζώνη, το 2002, μέχρι τη στιγμή της κρίσης το 2010, ο μέσος πληθωρισμός κυμάνθηκε στο 3.2% και το μέσο επιτόκιο των 10ετών ομολόγων στο 4,6%. Έτσι το μέσο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού σε ορίζοντας δεκαετίας ήταν: Επιτόκιο – Πληθωρισμός: 4,6% - 3,2% = 1,4%. Στο ίδιο διάστημα η Ελλάδα μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές σε ορίζοντας εικοσαετίας με πραγματικό επιτόκιο, περίπου, στο 2,3%
Σήμερα, ωστόσο, ο πληθωρισμός της Ελλάδας είναι αρνητικός και το Μάρτιο του 2014 διαμορφώθηκε στο -1,49%. Έτσι, το πραγματικό επιτόκιο του 5εατούς ομολόγου που εξέδωσε η Ελλάδα είναι: 4,95% - (-1,49%) = 4,95%+1,49% = 6,44%.
Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη έκδοση ομολόγων πενταετούς διάρκειας κόστισε στη χώρα 3,6 και 1,8 φορές περισσότερο απ' ότι η μέση έκδοση ομολόγων διπλάσιας (δεκαετούς) και τετραπλάσιας (εικοσαετούς) αντίστοιχα διάρκειας, στα προ της κρίσης χρόνια. Δηλαδή προκειμένου να δανειστούμε για πέντε χρόνια, πληρώσαμε 3,6 φορές ακριβότερα απ' ότι πληρώναμε σε όλα τα χρόνια μέχρι την κρίση προκειμένου να δανειστούμε για δέκα χρόνια.
Αν και το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού της σημερινής έκδοσης ομολόγων είναι επιζήμιο για την Ελλάδα σε σχέση με το παρελθόν της, είναι επικερδές για τους δανειστές της. Αυτό γιατί στο διάσημα μεταξύ 2002-2010 ο μέσος πληθωρισμός στην ευρωζώνη διαμορφώθηκε, περίπου, στο 2,5% ενώ σήμερα κυμαίνεται στο 0,5%. Έτσι το μέσο πραγματικό κέρδος των δανειστών της χώρας στις εκδόσεις ομολόγων δεκαετούς διάρκειας μεταξύ των ετών 2002-2010 ήταν 4,6% -2,5% = 2,1%, ενώ σήμερα είναι 4,95-0,5% = 4,45% και μάλιστα για ομόλογα πενταετούς διάρκειας.
Συμπερασματικά, εξετάζοντας το πραγματικό κόστος που προκύπτει για την Ελλάδα από την έκδοση πενταετών ομολόγων της 10ης Απριλίου από τη σκοπιά του επιτοκίου και μόνο και χωρίς να λάβουμε υπόψη το νομικό πλαίσιο, διαπιστώνουμε ότι αυτό είναι υπερτριπλάσιο του αντίστοιχου στα χρόνια προ της κρίσης και μάλιστα αυτού που αφορούσε σε δανεισμό διπλάσιας διάρκειας.
Τουναντίον τα κέρδη για τους δανειστές είναι υπερδιπλάσια γεγονός που σε συνδυασμό με τις νομικές εξασφαλίσεις που έλαβαν φαίνεται να δικαιολογεί απόλυτα γιατί η ζήτηση υπερκάλυψε σε τόσο μεγάλο βαθμό την προσφορά.