Μιχάλης Γιαννεσκής
Ενόσω η προσοχή όλων είναι στραμμένη στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους «θεσμούς», μία άλλη σειρά διαπραγματεύσεων διαδραματίζεται κάτω από άκρα μυστικότητα στην Ευρώπη. Πρόκειται για διαπραγματεύσεις οι οποίες δεν απειλούν την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον, αλλά θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις αργότερα. Η Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (επί λέξει, η Συνεργασία Διατλαντικού Εμπορίου και Επενδύσεων, γνωστή με τα αρχικά TTIP) διαμορφώνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις ΗΠΑ. Μία συμφωνία που αποτελεί τον Δούρειο Ίππο για την άνευ εμποδίων επέκταση των συμφερόντων των πολυεθνικών εταιρειών στην Ευρώπη.
Η ενημέρωση των πολιτών, του Ευρωκοινοβουλίου και των κρατικών κοινοβουλίων για τη Συμφωνία είναι υποτυπώδης, καλυμμένη από ένα προπέτασμα καπνού ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται και οι τελικές προτάσεις δεν έχουν διαμορφωθεί. Φυσικά, όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Και πίσω από το προπέτασμα διαμορφώνονται προτάσεις που περιέχουν σημαντικές νομοθετικές παγίδες για τα δικαιώματα των κρατών-μελών της ΕΕ. Μία από τις πιο επικίνδυνες είναι αυτή που αφορά το διακανονισμό αντιδικιών μεταξύ κυβερνήσεων και πολυεθνικών εταιρειών. Οι οποίες, όταν θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους θίγονται, θα μπορούν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λόγω άνισης μεταχείρισης ή απώλειας κερδών. Η Συμφωνία θα επιτρέπει στις εταιρείες να παρακάμπτουν τα κρατικά δικαστήρια και να διεκδικούν αποζημιώσεις και την προστασία των επενδύσεών τους μέσω ενός ειδικού δικαστηρίου.
Ένα τυπικό παράδειγμα είναι όταν μία κυβέρνηση αποφασίσει να επανακρατικοποιήσει οργανισμούς ή υπηρεσίες που διαχειρίζονται πολυεθνικές εταιρείες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εταιρείες θα έχουν πρόσβαση στο ειδικό δικαστήριο για να απαιτήσουν, συνήθως υπέρογκες, αποζημιώσεις. Επιπλέον η Συμφωνία διευκολύνει κυβερνήσεις που στοχεύουν σε αποκρατικοποιήσεις: εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανοί υπέγραψαν πέρυσι διαμαρτυρία κατά της Συμφωνίας, υποψιαζόμενοι ότι απειλούσε, μεταξύ άλλων, το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Οι υποστηρικτές της TTIP επικαλούνται την αναμενόμενη άρση ταριφών, την αύξηση εξαγωγών και τη διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου, ως μέγιστα πλεονεκτήματα της Συμφωνίας. Ισχυρίζονται ότι η Συμφωνία θα παρέχει τη δυνατότητα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στις ΗΠΑ. Βέβαια, είναι απορίας άξιον πως μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να επωφεληθούν από μια συμφωνία που προσφέρει τα ίδια οφέλη σε πολυεθνικούς κολοσσούς.
Όταν η Συμφωνία φτάσει στην τελική της μορφή, θα πρέπει να εγκριθεί μέσα από τις σχετικές ευρωπαϊκές διαδικασίες, που περιλαμβάνουν τρία επίπεδα. Η Συμφωνία εγκρίνεται από το Συμβουλίο της ΕΕ, στο οποίο συμμετέχουν οι αρμόδιοι υπουργοί. Επειδή η απόφαση πρέπει να είναι ομόφωνη, κάθε χώρα έχει βέτο. Δεδομένης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής κατεύθυνσης των κυβερνήσεων της ΕΕ, ο κλήρος του μοναδικού πιθανού βέτο, και ταυτόχρονα ο ρόλος του βοώντος εν τη ερήμω, θα πέσει στον κύριο Σταθάκη.
Η Συμφωνία πρέπει επίσης να εγκριθεί από το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να προτείνει, αλλά όχι να επιβάλλει, αλλαγές. Δεδομένης της νεοφιλελεύθερης πλειοψηφίας και αυτού του σώματος, η έγκριση της Συμφωνίας στο Ευρωκοινοβούλιο είναι μάλλον βέβαιη. Σε τρίτο στάδιο, το λόγο έχουν τα κρατικά κοινοβούλια και ο μόνος «συνήθης ύποπτος» που ενδέχεται να φέρει σοβαρές αντιρρήσεις είναι η κυβερνητική πλειοψηφία στην ελληνική Βουλή.
Ήδη υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις κατά της Συμφωνίας στην Ευρώπη, οι οποίες ανάγκασαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εντείνει το επικοινωνιακό της μπαράζ. Η επίτροπος εμπορίου της ΕΕ, Cecilia Malström, σε κοινή δήλωσή της με τον εμπορικό αντιπρόσωπο των ΗΠΑ Michael Froman στις 20 Μαρτίου, διαβεβαίωσε ότι η Συμφωνία δεν θα εμποδίσει καμία κυβέρνηση να προβεί σε επανακρατικοποιήσεις. Όμως το θέμα δεν έγκειται απλώς στη δυνατότητα επανακρατικοποίησης μία υπηρεσίας ή ενός οργανισμού που εκμεταλλεύεται μία πολυεθνική εταιρεία. Αλλά κυρίως στο κόστος που θα επιβαρύνει μία κυβέρνηση η αποζημίωση της εταιρείας, το οποίο μπορεί να είναι αποτρεπτικό για την επιστροφή οιουδήποτε οργανισμού στο δημόσιο τομέα.
Και επειδή οι αντιδράσεις συνεχίζονταν, η κυρία Malström αναγκάστηκε να προβεί σε νέες διαβεβαιώσεις κατά τη διάρκεια σύσκεψης μελών των κρατικών κοινοβουλίων στη Ρίγα την 1η Ιουνίου. Για να καθησυχάσει τα πνεύματα, ισχυρίστηκε ότι η Συμφωνία δεν περιέχει τίποτα που να μειώνει την προστασία των πολιτών ή του περιβάλλοντος, και πρότεινε ότι τυχόν αντιδικίες θα δικάζονται από ένα νέο «διαφανές» διεθνές δικαστήριο επενδύσεων. Μία πρόταση την οποία απέρριψε τάχιστα ο υφυπουργός διεθνούς εμπορίου των ΗΠΑ Stefan Selig στις 11 Ιουνίου.
Για να πειστεί κανείς από τις διαβεβαιώσεις της κυρίας Malström, μάλλον θα πρέπει να αγνοήσει ότι προέρχεται από το κόμμα φιλελευθέρων της Σουηδίας. Κόμμα του οποίου η πολιτική κατεύθυνση έχει μετατεθεί δεξιά την τελευταία δεκαετία και το οποίο τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του «ελεύθερου εμπορίου», άλλως γνωστού ως αχαλίνωτου καπιταλισμού.
Πόσο λοιπόν έχει καταφέρει ο Δούρειος Ίππος της Διατλαντικής Συμφωνίας να διεισδύσει στα τείχη της Ευρώπης μέχρι σήμερα; Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου εξέτασε στις 28 Μαίου τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Συμφωνία, και συνέταξε μία αναφορά, η οποία προτείνει μερικές αλλαγές. Αυτές είναι σχετικά ανώδυνες, και το Συμβούλιο της ΕΕ δεν είναι δεσμευμένο να τις αποδεχθεί. Όπως παραδέχτηκε ο Βρετανός ευρωβουλευτής David Martin, τα μέλη της επιτροπής που είχαν αντιρρήσεις αναγκάστηκαν να μετριάσουν σημαντικά τις αλλαγές που πρότειναν, για να μην απορριφθούν από την πλειοψηφία στην επιτροπή.
Στις 10 Ιουνίου η προαναφερθείσα αναφορά θα τεθεί σε ψηφοφορία στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου. Δεδομένου ότι η κατανομή ψήφων στην επιτροπή είναι αντιπροσωπευτική της ψηφοφορίας της ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου, η έγκριση της αναφοράς είναι αναμενόμενη. Όταν η Συμφωνία οριστικοποιηθεί, ίσως το 2016, θα υποβληθεί για έγκριση στο Συμβούλιο της ΕΕ, το Ευρωκοινοβούλιο και τα κρατικά κοινοβούλια, όπως προαναφέρθηκε. Βέβαια οι οιωνοί για το μέλλον δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικοί.
Πρώτον, διότι γίνονται συντονισμένες προσπάθειες «απελευθέρωσης» του εμπορίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Διατλαντική Συμφωνία δεν είναι η μοναδική που συζητείται αυτή τη περίοδο. Οι ΗΠΑ και διάφορα ασιατικά και αμερικανικά κράτη διαμορφώνουν μία αρκετά παρόμοια Δια-Ειρηνική Συμφωνία, ευθύνη για την εφαρμογή της οποίας θα έχουν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, οι νομικοί εκπρόσωποι των πολυεθνικών.
Δεύτερον, γιατί οι εμπειρίες από παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν δείχνουν ότι οι μεγάλες εταιρείες ωφελούνται από τέτοιες συμφωνίες εις βάρος των κρατών. Όπως η γαλλική εταιρεία που επέτυχε σημαντική αποζημίωση από την Αργεντινή όταν η κυβέρνησή της κράτησε την τιμή του νερού σταθερή και μειώθηκε το κέρδος της εταιρείας. Όπως επίσης η ολλανδική εταιρεία που προσέφυγε κατά της Σλοβακίας όταν η κυβέρνησή της επανακρατικοποίησε μέρος του ασφαλιστικού συστήματος. Επιπλέον, τέτοιου είδους συμφωνίες επιτρέπουν στις πολυεθνικές να υποβάλλουν προσφυγές κατά των κυβερνήσεων για να ανατρέψουν νόμους που θεωρούν ότι απειλούν τα μελλοντικά κέρδη τους. Παράδειγμα η καπνοβιομηχανία Philip Morris που προσέφυγε κατά της Ουρουγουάης όταν αύξησε το μέγεθος των υγειονομικών προειδοποιήσεων στα πακέτα τσιγάρων και κατά της Αυστραλίας όταν νομοθέτησε την απλή συσκευασία των πακέτων.
Τρίτον, διότι οι νεοφιλελεύθερες απόψεις της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων που θα κληθούν να εγκρίνουν τη Συμφωνία είναι γνωστές. Η υπερψήφισή της από το Ευρωπαϊκό και τα κρατικά κοινοβούλια δεν θα αποτελέσει έκπληξη.
Αναμένουμε λοιπόν από τον κύριο Σταθάκη και την ελληνική Βουλή να φέρουν τις δέουσες αντιρρήσεις όταν έλθει η σειρά τους. Διότι τέτοιου είδους συμφωνίες όχι μόνο υπονομεύουν την ικανότητα των κυβερνήσεων να ενεργούν προς το συμφέρον των πολιτών τους, αλλά αποτελούν μία παράδοση άνευ όρων στις κερδοσκοπικές βλέψεις των πολυεθνικών.
Φωτογραφία: © Jess Hurd/NoTTIP