Τη δραστική μείωση του κόστους των απολύσεων ζητούν δανειστές και εργοδότες
Φτηνές απολύσεις μας ετοιμάζουν οι δανειστές, ανοίγοντας εκ νέου τον φάκελο των αποζημιώσεων.
Μάλιστα οι εγχώριοι εργοδότες διαμηνύουν ότι αν δεν μειωθεί δραστικά το κόστος των απολύσεων, ούτε το ποσοστό ούτε η διαδικασία αρκούν από μόνα τους για να κάνουν πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας και εν τέλει να δημιουργήσουν την αναγκαία κινητικότητα (mobility) για την τόνωση της εργασίας, ειδικά με μορφές περιστασιακής και βέβαια φτηνότερης απασχόλησης.
Το δεδομένο αυτό δυσκολεύει το εγχείρημα του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου για τη δημιουργία αρραγούς κοινωνικού μετώπου με στόχο τη διατήρηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας.
Την ίδια ώρα στον αέρα βρίσκεται ο κατώτατος μισθός, αφού οι διαφωνίες στο εσωτερικό της επιτροπής εμπειρογνωμόνων αλλά και μεταξύ των κοινωνικών εταίρων δεν έχουν τελειωμό, με αποτέλεσμα η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να μην έχει ένα σαφές πλάνο εν όψει της δύσκολης διαπραγμάτευσης του Σεπτεμβρίου.
Συγκεκριμένα, ασφυκτική πίεση ασκούν οι εμπειρογνώμονες που έχουν υποδείξει οι θεσμοί για:
1 Να παραμείνει στην αρμοδιότητα του κράτους ο καθορισμός του κατώτατου μισθού, χωρίς τα επιδόματα γάμου και πολυετίας, έτσι ώστε να είναι εφικτή τόσο η εφαρμογή του με επιχειρησιακές συμβάσεις όσο και η μονομερής (διά της νομοθετικού οδού) μείωσή του. Η συμβιβαστική λύση που έχει προτείνει ο πρώην υπουργός Εργασίας και μέλος της Επιτροπής Γιάννης Κουκιάδης είναι να παρεμβαίνει το κράτος μόνο στην περίπτωση που οι κοινωνικοί εταίροι «δεν τα βρίσκουν». Και αυτό με δεδομένο το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχει λειτουργήσει ο θεσμός της διαπραγμάτευσης και της υπογραφής Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων και της ΓΣΕΕ, σε αντίθεση με άλλες χώρες στις οποίες δεν υπήρχε κεντρική συλλογική διαπραγμάτευση και ο καθορισμός των κατώτατων ορίων έγινε νομοθετικά. Συμφωνία υπάρχει, πάντως, για την επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, εφόσον τις υπογράφουν εργοδοτικές και εργατικές ενώσεις που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 51%.
2 Να δοθεί δικαίωμα στον εργοδότη να κηρύσσει «λοκ άουτ» (όπως ισχύει σε άλλες χώρες). Η αντιπρόταση που έχει υποβληθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία των δικαστηρίων, είναι να μπορεί ο εργοδότης να αρνηθεί την εργασία και την πληρωμή μισθών αν έχει αντικειμενική αδυναμία λόγω περιορισμού της δραστηριότητας εξ αιτίας της απεργίας των εργαζομένων. Η Επιτροπή αλλά και το υπουργείο θεωρούν ότι ειδικά για το θέμα αυτό θα πρέπει να αναμένεται η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Για τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων για τις απεργίες έχουν συζητηθεί εναλλακτικά σενάρια που δεν περιορίζουν το δικαίωμα (δεν ζητείται, για παράδειγμα, να ψηφίζει το 51% των εργαζομένων μιας... ομοσπονδίας).
3 Να καταργηθεί το υπουργικό - διοικητικό «βέτο» στις ομαδικές απολύσεις και να εφαρμοστεί πλήρως η σχετική κοινοτική οδηγία που προβλέπει προηγούμενες διαβουλεύσεις αλλά και υψηλότερο ποσοστό (10% αντί 5%) στις επιτρεπόμενες ανά μήνα απολύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις. Η αντιπρόταση που έχει υποβληθεί, με βάση την ελληνική εμπειρία, που δείχνει ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις υπουργοί έχουν... εγκρίνει ομαδικές απολύσεις, είναι να υπάρχει έλεγχος νομιμότητας από ένα διευρυμένο και αξιόπιστο όργανο (έχει προταθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας με διαφορετική, βεβαίως, σύνθεση από τη σημερινή) και να δοθεί βάρος στα συνοδευτικά μέτρα προστασίας των απολυομένων ή και όσων χάνουν την εργασία τους ύστερα από ξαφνικά «λουκέτα». Σε ό,τι αφορά το ανώτατο όριο των ομαδικών απολύσεων, υποστηρίζεται ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους να το ακολουθήσει ή όχι.
4 Να αλλάξει το καθεστώς των αμειβομένων «αδειών» των εκλεγμένων συνδικαλιστών για όσο χρονικό διάστημα απέχουν από την εργασία τους. Η πρόταση που φαίνεται να πλειοψηφεί είναι να καταβάλλεται η αμοιβή όχι από τον εργοδότη, αλλά από το συνδικάτο.
5 Να μην υπάρχει δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (αποτελεί αίτημα και των εργοδοτικών οργανώσεων).
Η ατζέντα
Δίπλα στο πόρισμα, η ηγεσία του υπουργείου θα έχει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την έγγραφη «μίνιμουμ» συμφωνία των εργοδοτικών οργανώσεων ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ και της ΓΣΕΕ, που ζητούν να κρατηθεί ζωντανός ο κοινωνικός διάλογος, ούτως ώστε, μεταξύ άλλων, «να συμφωνείται στο πλαίσιο της ΕΓΣΣΕ μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ο ελάχιστος νόμιμος μισθός, με γενική και καθολική ισχύ για όλους τους εργαζομένους», να επανέλθει η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, να μην ισχύει το «λοκ άουτ» και να υπάρχει έλεγχος μέσω του ΑΣΕ για τις ομαδικές απολύσεις.
Έχουν συμφωνήσει στην ανάγκη να αντιμετωπιστούν πρακτικές κακής εφαρμογής του 1264/82 για τις απεργίες κ.ά. Στα «θολά» σημεία, για τα οποία δεν υπάρχει συμφωνία, περιλαμβάνονται η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων, η λειτουργία ή μη των ενώσεων προσώπων και η διαιτησία.
Έτσι στην ατζέντα της επόμενης αξιολόγησης για τις ομαδικές απολύσεις, οι συζητήσεις δεν θα εξαντληθούν στο αν θα αυξηθεί το σχετικό ποσοστό π.χ. στο 10% ή στο αν θα καταργηθεί η δυνατότητα βέτο, αλλά θα επεκταθούν και στο κόστος αυτών των απολύσεων και μάλιστα με τις «ευλογίες» εγχώριων παραγόντων.
Οι δανειστές από την πλευρά τους έχουν στοιχεία, που θα στριμώξουν την ελληνική πλευρά, με το δικαιολογητικό ότι πρέπει η Ελλάδα να ξεπεράσει μερικά ακόμα εμπόδια στην κούρσα της αμφιλεγόμενης ανταγωνιστικότητας.
Πρόσφατη μελέτη της Deloitte για το πλαίσιο που ισχύει σε 31 χώρες, εκ των οποίων οι 27 είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκαλύπτει πολλά ενδιαφέροντα συγκριτικά στοιχεία για το κόστος των απολύσεων. Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα; Ότι όσον αφορά τις απολύσεις για αντικειμενικούς ή οικονομικούς λόγους οι πιο «ακριβές» χώρες είναι οι εξής: 1) Ιταλία, 2) Βέλγιο, 3) Σουηδία, 4) Λουξεμβούργο και 5) Ελλάδα. Ποιο είναι το δεύτερο εύρημα, μετά την ανάλυση των συστημάτων που ισχύουν σε όλες τις χώρες της μελέτης; Ότι, εκτός της Ελλάδας, δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ υπαλλήλων - εργατοτεχνιτών κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης. Το πλέον ενδιαφέρον είναι, μάλιστα, ότι το Βέλγιο υποχρεώθηκε να καταργήσει τον σχετικό διαχωρισμό έπειτα από δικαστική απόφαση που χαρακτήρισε «διάκριση» αυτή τη διαφορά κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης. Μόνο τυχαίο δεν είναι, άλλωστε, ότι στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα επισημαίνεται ότι αυτός ακριβώς ο διαχωρισμός έχει σημαντική επίπτωση στο κόστος των απολύσεων.
Ευελιξία
Η Ελλάδα από την άλλη ψάχνει τρόπους να βρει και να περιορίσει σε χαμηλότερα επίπεδα το ύψος της αποζημίωσης ή/και να μειώσει τον χρόνο προαναγγελίας της καταγγελίας σύμβασης, διευκολύνοντας έτσι τις «προγραμματισμένες» απολύσεις με πολύ χαμηλότερο κόστος.
Ωστόσο, το κουαρτέτο θα θυμίσει τη μελέτη που παρουσιάστηκε τον περασμένο Μάρτιο σε διεθνές συνέδριο του ILO στη Γενεύη και κάνει λόγο για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας και τη διαφαινόμενη τάση για ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υψηλή ανεργία ειδικά στους νέους και η πολυδιάσπαση στις εργασιακές σχέσεις, όπως αυτή αποτυπώνεται στους εργαζόμενους με σχέσεις αορίστου χρόνου και σε εκείνους που βιώνουν ανασφάλεια «παγιδευμένοι» σε περιστασιακή (και βέβαια φτηνότερη) απασχόληση.
Ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης ήταν ότι σε κάποιες από τις χώρες με τέτοια προβλήματα παρατηρείται από τη μία μείωση του κόστους των απολύσεων για τους «μόνιμους» εργαζόμενους και από την άλλη μια νομοθετική «διευκόλυνση» στην περιστασιακή απασχόληση, με στόχο να μειωθεί αυτό το «χάσμα» μεταξύ των δύο μορφών απασχόλησης. Σε ποιες χώρες παρατηρείται ήδη αύξηση της μερικής απασχόλησης; Στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία και βέβαια στην Ελλάδα…
Όπως και να έχει, πάντως, στις 12 Σεπτεμβρίου η Επιτροπή των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, που έχει οριστεί από την κυβέρνηση και τους θεσμούς, «ανοίγει» επίσημα τη διαπραγμάτευση για την προσαρμογή του καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων, των ομαδικών απολύσεων, του καθορισμού του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων, της απεργίας και του συνδικαλιστικού νόμου με τις «βέλτιστες πρακτικές στην Ε.Ε.».