Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Άσφαιρα μέσα, λάθος στόχος. Του Γιάννη Βαρουφάκη


    Την τελευταία εβδομάδα απείχα από τον σχολιασμό της οικονομικής πολιτικής της νέας
     μας κυβέρνησης επειδή ήθελα να αφουγκραστώ το σκεπτικό και τις στρατηγικές της επιλογές. Μετά και το Eurogroup είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η συγκυβέρνηση των τριών κομμάτων έχει επιλέξει λανθασμένο στόχο, τον οποίο θα προσπαθήσει να επιτύχει με αναποτελεσματικά μέσα.


Ο λάθος στόχος της επιμήκυνσης
Ο δεδηλωμένος πλέον στόχος του Υπουργείου Οικονομικών είναι η επίτευξη συμφωνίας επιμήκυνσης του «προγράμματος», κάτι που μεταφράζεται σε πιο αργές αποπληρωμές των δανείων (χωρίς μείωση επιτοκίου – καθώς επιμήκυνση με μείωση επιτοκίου παραπέμπει σε αναδιάρθωση, όπως θα θυμάστε) και μικρότερο ρυθμό μείωσης των δημοσίων δαπανών και αύξησης
 των δημοσίων εσόδων. Αυτή η επιμήκυνση παρουσιάζεται (ξανά) στο ελληνικό κοινό ως εξασφάλιση περισσότερου χρόνου για να πετύχει το «πρόγραμμα». Δυστυχώς, όπως και η επιμήκυνση που πέτυχε (σε σχέση με το πρώτο Μνημόνιο) ο κ. Γ. Παπανδρέου τον Μάρτιο του 2011, έτσι και αυτή η επιμήκυνση (αν επιτευχθεί) δεν πρόκειται να προσφέρει στην χώρα μας (δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) περισσότερο χρόνο να πετύχει αλλά περισσότερο σχοινί για να κρεμαστεί.

Στην περίπτωση εκείνης της επιμήκυνσης (του Μαρτίου 2011), το αποτέλεσμα ήταν ο εκτροχιασμός που ακολούθησε μερικούς μήνες μετά (τον Ιούλιο του 2011) με αποτέλεσμα την εκπαραθύρωση του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, την μετακόμιση του κ. Βενιζέλου στην Πλατεία Συντάγματος, και, τέλος, το δεύτερο Μνημόνιο, το θλιβερό PSI, και την κατάρρευση της τραπεζικής πίστης στην χώρα. Στην περίπτωση μια νέας επιμήκυνσης προς το τέλος του 2012, ο νέος εκτροχιασμός του νέου «προγράμματος» το οποίο σίγουρα θα ακολουθήσει, πολύ πιθανόν να φέρει την εκπαραθύρωση όχι απλώς του υπουργού Oικονομικών αλλά και της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται – δηλαδή, την διάλυση της ίδιας της Ευρωζώνης).

Πώς είμαι τόσο σίγουρος ότι μια επιμήκυνση δεν θα μας εξασφαλίσει περισσότερο χρόνο να πετύχουμε; Γιατί επιμένω ότι θα μας προσφέρει μακρύτερο σχοινί για να κρεμαστούμε; Οι λόγοι δύο:
Πρώτον, επειδή (όπως έγραφα και τον Μάρτιο του 2011 σχετικά με εκείνη την Παπανδρεϊκή επιμήκυνση) είναι κοινός τόπος μεταξύ επενδυτών ότι το ελληνικό δημόσιο κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να ξανα-κουρέψει τα δάνειά του – να βρεθεί σε κατάσταση default – καθώς μια οικονομία που συρρικνώνεται σε ρυθμό -7% με -10% θα πρέπει να πληρώνει... αρνητικά επιτόκια για να διατηρεί κάποια ελπίδα ότι θα δύναται να καταβάλει έγκαιρα τις δόσεις των δανείων του δημοσίου της.

Δεύτερον, επειδή η ουσιαστική κατάργηση της τραπεζικής πίστης (αλλά και των άτυπων κυκλωμάτων ιδιωτικής πίστης, π.χ. μεταχρονολογημένες επιταγές, ανοχή της μίας επιχείρησης από την άλλη), και η αντικατάστασή της από την απαίτηση πληρωμών τοις μετρητοίς, σηματοδοτεί ότι δεν βρισκόμαστε απλά σε κατάσταση βαθειάς ύφεσης αλλά σε συνθήκες οικονομικής καθίζησης όπου ακόμα και οι κερδοφόρες επιχειρήσεις ασφυκτιούν. Υπό αυτές τις συνθήκες, και καθώς οι αγορές αναμένουν το σίγουρο default του ελληνικού δημοσίου (χωρίς όμως να ξέρουν το πότε ακριβώς θα επέλθει), καμία σοβαρή επένδυση δεν θα γίνει, όσες μεταρρυθμίσεις και να κάνει η κυβέρνηση (κάτι που δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις). Περισσότερος χρόνος, μια επιμήκυνση αυτής της κατάστασης, ισοδυναμεί με το μακρύτερο σχοινί στο οποίο αναφερόμουν.

Εν συντομία, στο σημείο που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, μια επιμήκυνση είναι το χειρότερο που μπορεί να της συμβεί.
Αν είναι να πτωχεύσει το δημόσιο σίγουρα για άλλη μια φορά (να κηρυχθεί σε κατάσταση default, όπως και τον Μάρτιο που πέρασε), καλύτερα σήμερα, παρά τον Νοέμβριο ή του χρόνου. Οπότε, είτε η κυβέρνηση πρέπει να πείσει την Ευρώπη για κάτι εντελώς διαφορετικό από μία επιμήκυνση (κάτι που ακυρώνει, αντί να αναβάλει, την επόμενη πτώχευση) είτε να την προκαλέσει όσο γρηγορότερα γίνεται (αποκομίζοντας όσα οφέλη μπορεί από τον πανικό που κάτι τέτοιο θα προκαλέσει – π.χ. απειλώντας ότι θα απορρίψει την δόση του Αυγούστου την οποία, έτσι κι αλλιώς, θα πρέπει να επιστρέψει ολόκληρη στην ΕΚΤ). Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι κκ. Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου τον Μάρτιο του 2011, επιλέγουν τον στόχο μιας ακόμα δηλητηριώδους επιμήκυνσης, εκμεταλλευόμενοι, άλλη μια φορά, το δέλεαρ του κλασικού νεο-ελληνικού «ας εξασφαλίσουμε λίγο ακόμα χρόνο κι έχει ο θεός». Δυστυχώς ο «Θεός» δεν «έχει» άλλο. Στο τέλος της επόμενης επιμήκυνσης, αν την πάρουμε, βρίσκεται η δραχμή. Όποιος νιώθει (όπως κι εγώ) τρόμο με την ιδέα αυτή, πρέπει να απεγκλωβιστεί άμεσα από την καταστροφική λογική μιας ακόμα επιμήκυνσης.


Τα άσφαιρα μέσα για την επίτευξή του
Ας αφήσουμε τον στόχο (της επιμήκυνσης) και το κατά πόσο είναι ο σωστός ή όχι. Ας επικεντρωθούμε τώρα στα μέσα που επέλεξε η κυβέρνηση για να πετύχει τον στόχο της (ανεξάρτητα από το κατά πόσον συμφωνούμε ή όχι μαζί του). Τι μέσα επέλεξε; Την στρατηγική του «υποδειγματικού φυλακισμένου» ο οποίος κάνει ό,τι του πουν στην φυλακή μπας και η υπηρεσία πειστεί ότι αναμορφώθηκε και αποφασίσει την υπό περιορισμούς απόλυσή του μια ώρα αρχίτερα.

Αν βρισκόμουν ποτέ στην φυλακή, ομολογώ ότι κι εγώ αυτή την στρατηγική θα ακολουθούσα. Θα πάσχιζα να φαίνομαι «μεταμελημένος», «μεταμορφωμένος» και πρόθυμος να κάνω το οτιδήποτε αρκεί να βγω μια ώρα αρχίτερα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι άλλο Κορυδαλλός κι άλλο κρεματόριο. Δυστυχώς, η δανειακή μας σύμβαση (γνωστή κι ως 2ο Μνημόνιο) μοιάζει με το δεύτερο: όσο πιο πρόθυμα αποδεχόμαστε τους «κανόνες» που μας επιβάλονται, τόσο πιο κοντά στην «τελική λύση» βρισκόμαστε. Μην γελιόμαστε φίλες και φίλοι: η Φρανκφούρτη και το Βερολίνο έχουν αποφασίσει ότι η Ελλάδα δεν έχει θέση στην Ευρωζώνη. Τελεία και παύλα. Περιμένουν την στιγμή που συμφέρει εκείνους να εκπαραθυρωθούμε (μετά default και άγριου κουρέματος των δανείων του δημοσίου στην ΕΚΤ και την ΕΕ – όχι και στο ΔΝΤ). Η στιγμή αυτή δεν έχει έρθει. Όσο όμως εμείς ακολουθούμε την στρατηγική του «υποδειγματικού κρατούμενου» τόσο πιο σίγουρο είναι ότι θα έρθει. Και θα έρθει σε μια στιγμή που θα επιλεγεί με γνώμονα τα οφέλη των τραπεζών της Φραγκφούρτης. Μια χρονική στιγμή όταν η ελληνική οικονομία θα είναι ακόμα πιο αδύναμη από ό,τι σήμερα και παντελώς ανίσχυρη να διαχειριστεί την εθνική καταστροφή που θα σηματοδοτήσει μια τέτοια εξέλιξη.

Μήπως έχω άδικο; Μήπως τελικά η κυβέρνηση έχει δίκιο όταν λέει ότι, εφόσον καταφέρουμε να δείξουμε καλά δείγματα γραφής ως προς την εφαρμογή του «προγράμματος», μπορεί να τους αλλάξουμε γνώμη και να υποχωρήσει η κάθετη άρνηση των πλεονασματικών χωρών να συμφωνήσουν σε νέους, βατούς για την χώρα μας, όρους; Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα. Δεν είναι όμως. Ίσως να ήταν αν υπήρχε πιθανότητα να πετύχουμε, έστω και με απόκλιση 30%, τους όρους του 2ου Μνημονίου. Τέτοια όμως πιθανότητα δεν υπάρχει. Είναι σαν να ζητάς από μια στρουθοκάμηλο να προσπαθήσει να πετάξει. Απλά, δεν γίνεται.

Ας είμαι πιο ακριβής: Πάρτε τις ιδιωτικοποιήσεις. Γιατί δεν μπορούν να γίνουν; Και βέβαια μπορούν. Θεωρητικά, μπορούν να έχουν πουληθεί όλα τα φιλέτα (ΟΠΑΠ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, Ελληνικό, ακίνητα) μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Όμως, να σας θυμίσω, δεν είναι αυτή η δέσμευσή μας προς την τρόικα. Η δέσμευσή μας αφορά το ποσό το οποίο θα αποκομίσουμε από τις πωλήσεις αυτές καθώς η τρόικα, ανοήτως (και με χαρακτηριστικό κυνισμό), είχε προσμετρήσει στα ποσά που απαιτούνται για την «δημοσιονομική προσαρμογή» των δημοσιονομικών μας τα 50 δις (!) που θα... έφερναν οι ιδιωτικοποιήσεις. Κάθε ευρώ λιγότερο (από αυτές τις πωλήσεις) θα πρέπει να αναπληρωθεί είτε από περισσότερα ευρωπαϊκά δάνεια (κάτι που η γερμανική Βουλή θα απορρίψει) είτε από περαιτέρω μειώσεις μισθών και συντάξεων (ή περισσότερους φόρους) που, φυσικά, θα εντείνουν κι άλλο την σκοτοδίνη της κοινωνικής μας οικονομίας εντείνοντας την Κρίση. Από αυτά τα 50 δις, δεδομένης της έλλειψης ζήτησης σε μια υπό κατάρρευση χώρα, αν η κυβέρνηση πιάσει τα 9 δις θα είναι τυχερή ανεξάρτητα από τον πόσο ζήλο δείξει. Για να το πω απλά: οι στόχοι του 2ου Μνημονίου όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις είναι άπιαστοι. Το ίδιο (και χειρότερα) ισχύει όσον αφορά τα δημόσια έσοδα: όσο πιο πολύ σφίγγει το ζωνάρι το υπουργείο οικονομικών, τόσο μεγαλύτερες και διογκούμενες οι υστερήσεις των εσόδων και των αποκλίσεων από το «πρόγραμμα».

Θα μου πείτε: Αυτά δεν τα γνωρίζει η τρόικα; Μήπως αρκεί, για να αλλάξουν γνώμη και στάση απέναντι στην Ελλάδα, το να μας δουν «επιτέλους» να πουλάμε ή και να κλείνουμε κανέναν δημόσιο οργανισμό ως δείγμα ότι δεν τους αγνοούμε (κι ας αποκομίσουμε μόνο 20% σε σχέση με τις τιμές πώλησης που αναγράφει το 2ο Μνημόνιο); Θεωρώ πως η απάντηση είναι αναμφισβήτητα αρνητική. Το κέντρο βάρους της Κρίσης έχει φύγει από την Ελλάδα κι βρίσκεται πλέον στον άξονα Μαδρίτης-Ρώμης. Παρά την ενδιαφέρουσα Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, η κατάσταση σε Ισπανία-Ιταλία παραμένει εκρηκτική επειδή η Γερμανία αρνείται τα αυτονόητα. Σε αυτή την διελκυστίνδα Βορρά-Νότου, με την Γαλλία να χτυπά μια στο καρφί και μια στο πέταλο, η Ελλάδα δεν θα πάρει τίποτα το ουσιαστικό όσο «υποδειγματική» κι αν είναι ως φυλακισμένη. Εκτός αν αποβάλει την στρατηγική του «υποδειγματικού κρατούμενου» και το απαιτήσει απειλώντας ότι δεν θα δανειστεί στις 20 Αυγούστου μερικά δισεκατομμύρια για να τα δώσει αμέσως (όπως είχε συμφωνήσει ο κ. Βενιζέλος με την τρόικα) στην ΕΚΤ. Κι αν είναι να το απαιτήσει, πρέπει να το απαιτήσει τώρα – πριν η κατάρρευση της τραπεζικής πίστης κατακάψει ό,τι ζωντανά βλαστάρια έχουν απομείνει στην έρημο της οικονομίας μας. Αν δεν το κάνει, τότε (αντίθετα με την ρητορική της στάση) θα μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που μας επέστρεψε, ακουσίως, στην δραχμή.


Συμπέρασμα
Η κυβέρνηση πρέπει να αναθεωρήσει σήμερα τον στόχο της επιμήκυνσης. Δεν βοηθά - όσο μεγάλη και «γενναιόδωρη» κι αν είναι. Παράλληλα, πρέπει να αναθεωρήσει την επιλογή της στρατηγικής του «υποδειγματικού φυλακισμένου», κατανοώντας επιτέλους ότι δεν βρίσκεται στον Κορυδαλλό αλλά σε κρεματόριο όπου μετρά μέρες έως την «τελική λύση». Έχω ήδη περιγράψει τι σημαίνει μια ουσιαστική διαπραγμάτευση.

Σε αυτά θα προσθέσω μόνον ένα:
Όλοι λένε (εντός και εκτός της Ελλάδας) ότι, αντίθετα με την Ισπανία και την Ιρλανδία (όπου οι τράπεζες οδήγησαν τα κράτη στην πτώχευση), οι ελληνικές τράπεζες «δεν φταίνε» για την Κρίση. Ότι οι ίδιες αποτελούν «παράπλευρα θύματα» της κρίσης χρέους του ελληνικού δημοσίου (το οποίο έφερε την ύφεση και το κούρεμα). Δεν συμφωνώ με αυτού του είδους την απόδοση ευθυνών (καθώς κρίνω ότι τόσο η παγκόσμια όσο και η ελληνική Κρίση δημιουργήθηκε από μια ανίερη συμμαχία κρατών και τραπεζών). Δεν έχει όμως σημασία. Ας χρησιμοποιήσει αυτό το επιχείρημα η ελληνική κυβέρνηση λέγοντας περίπου τα εξής στους ευρωπαίους:
«Έστω ότι το ελληνικό δημόσιο πρέπει να τιμωρηθεί και να μπει στον προκρούστη του Μνημονίου. Οι ελληνικές τράπεζες όμως οι οποίες, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, ήταν παράδειγμα προς μίμηση, γιατί να τιμωρηθούν με πλήρη κατάρρευση, δεδομένου ότι η συνεχιζόμενη διασύνδεσή τους με το πτωχευμένο ελληνικό δημόσιο τις καθηλώνει στον βούρκο της πτώχευσης; Γιατί να μην διαχωριστεί, όπως αποφασίστηκε για τις αμαρτωλές ισπανικές τράπεζες, η επανακεφαλαιοποίησή τους από το δημόσιο χρέος;»



Ένα τέτοιο επιχείρημα-ερώτημα θα αφήσει τους εταίρους μας σιωπηλούς, καθώς δεν έχουν να αντιτάξουν αντεπιχείρημα. Αποτελεί μια θαυμάσια βάση για αρχή ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης εφόσον βέβαια είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε ως «κίνητρο» στην Γερμανία την υπόσχεσή μας ότι, αν δεν γίνει τουλάχιστον αυτό (δηλαδή τα 30 με 50 δις της επανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών), τότε η ελληνική κυβέρνηση, αναλογιζόμενη τις ηθικές και πολιτικές ευθύνες της απέναντι στους γερμανούς και ολλανδούς φορολογούμενους, δεν θα δανειστεί στις 20 Αυγούστου τεράστια δανεικά (και, λόγω ύφεσης, αγύριστα) από το (χρηματοδοτούμενο από τους φορολογούμενους της Γερμανίας και της Ολλάνδίας) EFSF για να τα δώσει στην ΕΚΤ.




αναδημοσίευση από το protagon.gr