Προτείνω το εξής: Ας σταματήσουμε να μιλάμε για τις αυτοκτονίες. Τελείως. Ας μην αναφερόμαστε σ' αυτές. Ας γίνει αυτό εδώ το τελευταίο κείμενο που αναφέρεται αναλυτικά σ' αυτές.
Πολύ σπάνια τα λόγια που γράφουν δημοσιογράφοι σε εφημερίδες και websites ή τα λόγια που λένε κεφάλια στην τηλεόραση έχουν οποιασδήποτε μορφής επίδραση στο γίγνεσθαι της χώρας και στο σύμπαν γενικότερα. Υπάρχουν όμως φορές που αυτά που γράφονται έχουν επιπτώσεις μεγάλες και σημαντικές. Είναι σπάνιο, αλλά συμβαίνει. Το τι γράφεται και τι λέγεται για το θέμα των αυτοκτονιών στα ελληνικά ΜΜΕ, για παράδειγμα, έχει επιδράσεις τις οποίες φοβάμαι ότι λίγοι στα ελληνικά ΜΜΕ συνειδητοποιούν.
Είναι ένα θέμα ευαίσθητο, γι' αυτό θα το προσεγγίσω με προσοχή και πολλά links.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της «ελληνικής στατιστικής αρχής» (ΕΛΣΤΑΤ), από το 2001 μέχρι το 2010 στην Ελλάδα αυτοκτόνησαν 3,656 άνθρωποι, δηλαδή κατά μέσο όρο ένας την ημέρα. Το 2010 αυτοκτόνησαν 377 (336 άνδρες και 41 γυναίκες), μείωση 3.6% σε σχέση με το 2009. Με κριτήριο τα νούμερα του 2009, η Ελλάδα ήταν στο 84 των χωρών με τις περισσότερες αυτοκτονίες αναλογικά με τον πληθυσμό.
Μόνο τον Ιούνιο που μας πέρασε, όμως, πενήντα άνθρωποι αυτοκτόνησαν σ' αυτήν εδώ τη χώρα. Ο μέσος όρος πάει. Ο μέσος όρος είναι παρελθόν. Το νούμερο των αυτοκτονιών στην Ελλάδα έχει αυξηθεί ραγδαία κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται και στα media. Πλέον βλέπουμε τις αυτοκτονίες συμπολιτών μας στις ειδήσεις, τις εφημερίδες και τα websites καθημερινά, πολύ περισσότερο από παλιά (όταν, όπως είπαμε, ένας Έλληνας αυτοκτονούσε κάθε μέρα).
Αυτό όμως με τη σειρά του παίζει έναν πολύ σημαντικό, ξεκάθαρο και καλά τεκμηριωμένο ρόλο στο φαινόμενο. Το οποίο είναι περίπλοκο.
Για να το εξετάσουμε κάπως συνοπτικά και να καταλάβουμε εν μέρει πού οφείλεται, ας δούμε τι έγινε στη Μικρονησία.
Η Μικρονησία είναι ένα σύμπλεγμα νησιών -κάποια από τα οποία είναι χωριστά κράτη, όπως το Κιριμπάτι και το Παλάου- που βρίσκεται στα ανατολικά των Φιλιππίνων και στα οποία η ζωή είναι σε γενικές γραμμές ήσυχη. Οι κάτοικοι είναι κυρίως ψαράδες ή αγρότες.
Τη δεκαετία του '50 στη Μικρονησία δεν αυτοκτονούσε κανείς. Τη δεκαετία του '80 η Μικρονησία είχε το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών στον κόσμο.
Ένα άρθρο του 1976 από τον «micronesian independent» αναφέρει πως την εποχή εκείνη οι αυτοκτονίες ήταν η κυριότερη αιτία θανάτου για τους νέους ανάμεσα στα 15 και τα 30, πάνω από τα τροχαία ατυχήματα και τις καρδιοπάθειες. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 αντιστοιχούσαν 160 αυτοκτονίες σε κάθε 100,000 κατοίκους (για την Ελλάδα το αντίστοιχο νούμερο το 2009 είναι 3.5). Γιατί συνέβη αυτό;
Στο βιβλίο του «the tipping point» ο δημοσιογράφος Μάλκολμ Γκλάντγουελ(Malcolm Gladwell) παραλληλίζει την εξάπλωση των αυτοκτονιών με τον τρόπο που μεταδίδεται μια επιδημία: όταν κάποια στιγμή αρκετοί «μολυνθούν» -όταν φτάσουμε στο «tipping point»- η περαιτέρω αύξηση του εκάστοτε φαινομένου γίνεται πάρα πολύ γρήγορα και εκθετικά. Από ό,τι φαίνεται οι αυτοκτονίες σε μια κοινωνία αυξάνονται με τη μορφή επιδημίας, ακολουθώντας τα ίδια μοντέλα που ακολουθεί, ας πούμε, η αύξηση των ποσοστών των νέων που καπνίζουν. Στη Μικρονησία η αρχή έγινε από νεαρά αγόρια που άρχισαν να αυτοκτονούν εξαιτίας φαινομενικά ασήμαντων διαφωνιών με τις οικογένειές τους. Καθώς οι πρώτες αυτοκτονίες ήταν πολύ ασυνήθιστες, μαθεύτηκαν άμεσα στις μικρές κοινωνίες των νησιών, συζητήθηκαν πολύ έντονα, και πολύ σύντομα βρέθηκαν και μιμητές. Το φαινόμενο γρήγορα έγινε καθολικό, και ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχουν αμέτρητα -αυτή τη στιγμή που μιλάμε μια παρόμοια «επιδημία» σαρώνει τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ινδίας, όπου φοιτητές από χαμηλότερες κάστες αυτοκτονούν με πρωτοφανή συχνότητα.
Ένας κοινωνιολόγος από το Σαν Ντιέγκο, ο Ντέιβιντ Φίλιπς (David Philips), μελέτησε το φαινόμενο των αυτοκτονιών σε διάφορες κοινωνίες και για πολλά χρόνια και βρήκε μερικά εκπληκτικά πράγματα. Διαπίστωσε για παράδειγμα πως ο αριθμός των αυτοκτονιών σε μια περιοχή αυξανόταν όταν η είδηση μιας αυτοκτονίας αποκτούσε μεγάλη προβολή στα τοπικά ΜΜΕ. Αν η είδηση ήταν εθνικού ενδιαφέροντος, οι αυτοκτονίες αυξάνονταν σε ολόκληρη τη χώρα. Μετά το θάνατο της Μέριλιν Μονρόε(Marilyn Monroe), ας πούμε, οι αυτοκτονίες στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 12%.
Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, πρόκειται για μια μορφή μιμητισμού. Η υπενθύμιση από τα ΜΜΕ της αυτοκτονίας ως κάτι υπαρκτό, φαίνεται να εμπνέει ανθρώπους σε στάδιο τελικό να πάρουν τη μοιραία απόφαση, να κάνουν το τελευταίο βήμα.
Στο βιβλίο του Γκλάντγουελ ο Φίλιπς το εξηγεί ως εξής: «όταν περιμένω στη διάβαση και το φανάρι είναι κόκκινο αλλά δεν περνούν αυτοκίνητα, περνάει απ' το μυαλό μου να διασχίσω το δρόμο, αλλά συχνά διστάζω. Όταν όμως κάποιος άλλος διασχίζει το δρόμο, τον ακολουθώ κι εγώ. Είναι σαν μιμητισμός. Σαν να παίρνω την άδεια να κάνω κάτι "κακό" από κάποιον άλλο που το κάνει (...) Οι ειδήσεις για αυτοκτονίες είναι κάτι σαν διαφήμιση για έναν τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων μας. Υπάρχουν τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι που δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις επειδή έχουν κατάθλιψη. Ζουν με μόνιμο πόνο. Σ' αυτούς εμφανίζονται "διαφημίσεις" για διάφορους τρόπους αντίδρασης».
Το φαινόμενο είναι πλέον ευρέως αποδεκτό και έχει και (κάπως ανεπίσημο) όνομα, που το έβγαλε ο Φίλιπς: το «σύνδρομο του Βέρθερου (Werther)», από το μυθιστόρημα του Γκέτε (Goethe) «τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» που προκάλεσε μια επιδημία αυτοκτονιών στα τέλη του 18ου αιώνα.
Στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες διαβάζουμε συνέχεια για τις αυτοκτονίες που «προκαλεί η οικονομική κρίση». Μια απλή αναζήτηση στο web εμφανίζει εκατοντάδες αναρτήσεις σε ειδησεογραφικά sites μόνο από την τελευταία εβδομάδα. Ακόμα και οι πολιτικοί στη φρέσκια βουλή, μιλώντας live στην τηλεόραση, αναφέρθηκαν ανοιχτά στο φαινόμενο, θεωρώντας ότι έτσι δείχνουν την κοινωνική τους ευαισθησία.
Όπως δείχνουν όλες οι μελέτες, όμως, μ' αυτό τον τρόπο «διαφημίζουν» την αυτοκτονία και στους υπόλοιπους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Όπως απέδειξε ο Φίλιπς και άλλοι μετά από αυτόν, οι πολλές και έντονες αναφορές στο θέμα οδηγούν αναπόφευκτα σε περισσότερες αυτοκτονίες. Κι όσο χειροτερεύει το φαινόμενο οι ειδήσεις θα αναφέρουν ακόμα περισσότερο τις αυτοκτονίες και ο κύκλος θα συνεχίζεται, αέναα.
Οπότε τι κάνουμε; Πού σπάει ο κύκλος; Χώρες όπως η Νορβηγία, που έχουν διαχρονικά μεγάλο πρόβλημα με τις αυτοκτονίες, είχαν θεσπίσει πολύ σκληρούς κανόνες για τα ΜΜΕ, απαγορεύοντας μέχρι πρόσφατα κάθε δημοσιοποίηση σχετικών ειδήσεων. Όταν αυτοκτόνησε ο γιος του Νορβηγού πρωθυπουργού, για παράδειγμα, δεν το μετέδωσε κανένας. Έκτοτε οι κανόνες χαλάρωσαν, αλλά το θέμα προσεγγίζεται πάντα με πολύ μεγάλη προσοχή. Το 2006, γράφοντας για την αυτοκτονία ενός γνωστού επιχειρηματία, οι εφημερίδες περιέγραψαν το θάνατό του ως «μη προκληθέντα από εγκληματική πράξη». Η λέξη «αυτοκτονία» δεν υπήρχε πουθενά.
Παράλληλα μισή ντουζίνα οργανισμοί υγείας των ΗΠΑ σε συνεργασία με τον «παγκόσμιο οργανισμό υγείας» (WHO) εξέδωσαν οδηγίες προς τα ΜΜΕ για το πώς θα είναι καλό να χειρίζονται τέτοια θέματα. Ανάμεσα στις υπόλοιπες παραινέσεις, αναφέρεται πως καλό θα είναι η λέξη «αυτοκτονία» να μην αναφέρεται στον τίτλο της είδησης.
Στα ελληνικά ΜΜΕ, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν πολλοί τη σημασία του φαινομένου. Με μια γρήγορη αναζήτηση βρήκα πως σε κάποια από τα παραδοσιακά μέσα (κάποιες από τις μεγάλες εφημερίδες, ας πούμε) υπάρχει όντως μια μορφή φειδούς στις σχετικές αναφορές, και όσον αφορά τον αριθμό τους αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Αντίθετα, μια γρήγορη ματιά σε πιο λαϊκά έντυπα και σχεδόν σε όλα τα «ειδησεογραφικά» websites οι αναφορές είναι πάρα πολλές, πολύ γλαφυρές και σε πολλές περιπτώσεις και έντονα συναισθηματικές.
Τα κίνητρα, βεβαίως, (θέλω να πιστεύω ότι) είναι αγνά. Κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος γράφει για την αυτοκτονία ενός συμπολίτη μας με έντονα συναισθηματικό ύφος ή και με οργή, υποθέτω ότι νομίζει πως έτσι εκφράζει την οδύνη μιας κοινωνίας ή την αντίθεσή της σε οικονομικά μέτρα ή έστω την προσωπική του στενοχώρια. Ίσως πολλοί να νομίζουν ότι μεταδίδοντας τέτοιες ειδήσεις με τέτοιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσουν και αποτρεπτικά. Αυτή θα ήταν μια βάσιμη υπόθεση αν οι υποψήφιοι αυτόχειρες ήταν τυπικοί αναγνώστες. Μα δεν είναι. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι άνθρωποι βαριά ασθενείς που υποφέρουν με τρόπους που ένας λυπημένος ή θυμωμένος δημοσιογράφος δεν μπορεί να διανοηθεί. Και αυτές οι ειδήσεις τους κάνουν κακό. Τους «διαφημίζουν» μιαν επιλογή. Τους δείχνουν μιαν εναλλακτική απόφαση που πήραν άλλοι σε κατάσταση παρόμοια με τη δικιά τους.
Στη μικρή κοινωνία της Μικρονησίας η μόδα των αυτοκτονιών ανάμεσα στα νεαρά αγόρια που τσακώνονταν με τις οικογένειές τους κράτησε για πολλές δεκαετίες και δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα εντελώς. Επειδή ακριβώς ήταν η κοινωνία ήταν μικρή, ήταν πολύ δύσκολο να σταματήσει η εξάπλωση της επιδημίας από τη στιγμή που ξεπεράστηκε το «tipping point» κι ύστερα. Θέλω να πιστεύω ότι στη δική μας την περίπτωση δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο κρίσιμο αυτό σημείο. Γι' αυτό προτείνω αυτό που προτείνω. Επειδή η οικονομική κρίση δε φαίνεται να λύνεται πολύ σύντομα, ας κάνουμε το μόνο άλλο πράγμα που θα μπορούσε να βοηθήσει: ας σταματήσουμε να μιλάμε και να γράφουμε για τις αυτοκτονίες.
*Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος είναι συγγραφέας