Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη Χρυσή Αυγή, όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες μαρτυρούν ότι
Με αυτή την έννοια, το κρίσιμο σήμερα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα ενώσει κανείς τα κομμάτια του παζλ: όχι αναζητώντας τη μία και μοναδική εξήγηση του τι συνέβη, ή προτείνοντας τη μία και μοναδική συνταγή γι΄ αυτό που πρέπει να συμβεί (και τα δύο, κατά τη γνώμη μου, είναι εξίσου μάταια), αλλά ερμηνεύοντας το διπλό εκλογικό άλμα, αναγνωρίζοντας τις διαψεύσεις όλων ανεξαιρέτως των αντιπάλων των νεοναζί και, κυρίως, επισημαίνοντας τις δυνατότητες για την αντιμετώπισή τους.
1. Για το εκλογικό αποτέλεσμα
Αυτό που κατ΄ αρχάς χρειάζεται να τονίσει κανείς, σε πείσμα μιας μακάριας-“θεσμοκρατικής” προσέγγισης του προβλήματος, όσο και ενός ηθικοπλαστικού δημοσιογραφικού λόγου, είναι ότι η σοβαρότητα του κινδύνου που εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή δεν περιορίζεται στο ποσοστό της, ούτε έχει να κάνει με την ελέω νόμου συχνότητα εμφάνισής της στα ΜΜΕ. Η περίπτωση της Κρήτης, όπου οι φασίστες συγκέντρωσαν μεν τα χαμηλότερα ποσοστά τους πανελλαδικά, παρέμειναν ωστόσο το ίδιο και περισσότερο ενοχλητικοί όσο και πριν, είναι νομίζω απολύτως ενδεικτική. Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά, το 7% της Χρυσής Αυγής αποτελεί σήμα κινδύνου, γιατί ενισχύει:
α) σε κοινωνικό επίπεδο, τον πόλεμο μεταξύ των φτωχών, τη διαίρεση και την απόσυρσή τους από τον αγώνα εναντίον των πλουσίων και τελικά τη βίαιη συνθηκολόγηση στην ατζέντα τους,
β) σε πολιτικό επίπεδο, την εδραίωση ενός (καπιταλιστικού) κράτους έκτακτης ανάγκης, και
γ) σε αξιακό-πολιτισμικό επίπεδο, την υποχώρηση σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας από βασικές αρχές που συγκροτούν τις κοινωνίες μετά το Διαφωτισμό.
2. Οι τέσσερις διαψεύσεις
Κατά τη γνώμη μου, οι προσπάθειες να ερμηνευτεί η επιτυχία των νεοναζί, η διπλή δηλαδή επιβράβευση των παραπάνω τάσεων, έχουν κάτι να προσφέρουν υπό τον όρο ότι δεν αναζητούν την αυτοδικαίωση της μιας ή της άλλης στρατηγικής: χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι στις 17 Ιουνίου διαψεύστηκαν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, τέσσερις διαφορετικές “τακτικές”, που θα μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε σε ισάριθμες προτάσεις:
α. Η συμπερίληψη του ΛΑΟΣ, αρχικά στο τόξο της “εθνικής συναίνεσης”, το 2009, και έπειτα στην κυβέρνηση Παπαδήμου, το 2011, θα οδηγούσε στον έλεγχο και την οριοθέτηση της ακροδεξιάς.
Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη, με την αποφασιστική συμβολή και του ΛΑΟΣ, είναι i) η δεξιά μετατόπιση του “μεσαίου χώρου” και η μετατροπή του σε Ακραίο Κέντρο (συμβολικά: από τον εμπρησμό του προσφυγικού καταυλισμού στην Πάτρα, το 2009, ως τα στρατόπεδα κράτησης και τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών το 2012), και, ii) το γεγονός ότι ο ίδιος ο ΛΑΟΣ “ρυμούλκησε” τη Χρυσή Αυγή, αρχικά απενοχοποιώντας την ακροδεξιά ατζέντα και, σε δεύτερο χρόνο, ενισχύοντας, από κοινού με τη ΝΔ, την πολιτική απογοήτευση των δεξιών ψηφοφόρων (“όλοι ίδιοι είναι”). Είναι δε παράδοξο ότι, μετά και την εμπειρία αυτή, ορισμένοι πιστεύουν ακόμα ότι η θεσμοποίηση της Χρυσής Αυγής σήμερα (όπως εκείνη του ΛΑΟΣ, μέχρι χτες...) είναι δυνατό να εξημερώσει μια όλο και πιο ασύδοτη νεοφασιστική δεξιά.
β. Η ηθική καταδίκη των νεοναζί θα ενίσχυε την απαξία προς τη Χρυσή Αυγή και θα συγκρατούσε τα ποσοστά της.
Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη ήταν ότι η ηθικοποίηση λειτούργησε προς όφελος των νεοναζί. Καθώς η οικονομική και πολιτική κρίση ερμηνεύτηκαν από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας με ηθικούς όρους (“κλέφτες”, “οι προδότες στο Γουδί”), φάνηκε να κερδίζει έδαφος το αίτημα για τιμωρητική (όχι δηλαδή επανορθωτική) δικαιοσύνη. Στο κλίμα δε αυτό, η “ανηθικότητα” του Κασιδιάρη δεν ήταν παρά το ανορθόδοξο, αλλά “αναπόφευκτο” μέσο για τον επιδιωκόμενο σκόπο: “να ξεβρωμίσει ο τόπος”, όχι μόνο από τους μετανάστες, αλλά και από ένα ηθικά απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό.
γ. Η αντιμετώπιση των κοινωνικών αιτιών (κυρίως -αν όχι αποκλειστικά- του Μνημονίου) θα αφαιρούσε κοινωνικό έδαφος από την ακροδεξιά.
Η εμπειρία, τόσο στην Ευρώπη όσο και στα καθ΄ ημάς, επιμένει ότι η άθλια οικονομική κατάσταση δεν ενισχύει παντού και πάντα την Αριστερά – και, σε κάθε περίπτωση, δεν ενισχύει μόνο αυτήν. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, είδαμε να κερδίζει έδαφος, αφ΄ ενός μια εθνικο-κοινωνική ερμηνεία της κρίσης (“οι ξένοι τραπεζίτες και οι ξένοι εισβολείς, υπαίτιοι για το κατάντημα της χώρας”), αφ΄ ετέρου μια ερμηνεία στενά πολιτική, σύμφωνα με την οποία το βασικό πρόβλημά μας είναι το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, η Μεταπολίτευση και τελικά η Αριστερά.
Η δαιμονοποίηση των μεταναστών, η ενοχοποίηση συλλήβδην της Μεταπολίτευσης και η αναγόρευση της Αριστεράς σε “άκρο” (γενικότερα: ένας δεξιός ιστορικός αναθεωρητισμός που εξαπλώνεται παντού στην Ευρώπη) αποτελούν σήμερα το έδαφος επί του οποίου συνυπάρχουν λειτουργικά η ναζιστική ακροδεξιά με τον πρώην “μεσαίο χώρο”, που εν μέσω κρίσης έχει μετατραπεί πια σε Ακραίο Κέντρο.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η αναβαθμισμένη αντιπαλότητα της Αριστεράς με τα κόμματα του Κέντρου αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής για να αντιμετωπιστεί το αυτοτελές πρόβλημα της Χρυσής Αυγής – κι αυτό, μολονότι το πρόβλημα αυτό αφορά πια άμεσα και τους ίδιους τους αριστερούς, και όχι μόνο πολιτικά. Ακόμα χειρότερα, τόσο η στάση του ΚΚΕ μετά την επίθεση εναντίον μέλους του στην Αγ. Παρασκευή, όσο και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την επίθεση στο εκλογικό του κέντρο στον Πειραιά, φανέρωσαν μια διάθεση υποβάθμισης και απώθησης του προβλήματος, η οποία μακράν απέχει από την εύλογη αποφυγή κλιμάκωσης της βίας. Κάπως έτσι, λοιπόν, και βέβαια ανεξαρτήτως προθέσεων, η Αριστερά μοιάζει να ενισχύει μια τάση αποσιώπησης, στη λογική της οποίας είναι πολυτέλεια ή/και αναχρονισμός το να μιλάμε (“σήμερα, στον 21ο αιώνα”) για φασισμό – πολλώ δε μάλλον να πράττουμε εναντίον του...
δ. Η αποκάλυψη της ναζιστικής ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής θα ενεργοποιούσε τη μνήμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η “πολιτική της ετικέτας” θα αποδυνάμωνε τους φασίστες.
Μολονότι πιο "ευαίσθητοι" επί του θέματος, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής παραγνώρισαν, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, δύο πράγματα:
Το πρώτο είναι ότι ακόμα και η πιο συνειδητή ψήφος προς ένα κόμμα (και τέτοια ήταν η ψήφος προς τη Χρυσή Αυγή) δεν σημαίνει υποχρεωτικά και ιδεολογική ευθυγράμμιση με αυτό. Ο χιτλερισμός μπορεί να δημιουργεί ακόμα αποτροπιασμό, η νοσταλγία “ενός τρελού (sic) όπως ο Παπαδόπουλος” μπορεί να συμβαδίζει με την επισήμανση των “υπερβολών” της επταετούς Επαναστάσεως, τίποτα από τα δύο ωστόσο δεν αναιρεί την επιθυμία για άμεση εκδίκηση - είτε κατά των απρόσκλητων ξένων, είτε εναντίον των “πολιτικών”. Στο πλαίσιο αυτό, αντίθετα, η βία της Χρυσής Αυγής αναγνωρίστηκε (και αναγνωρίζεται) ως η αμεσότερη δυνατή ανταπόκριση στο κατεπείγον της παρούσας συνθήκης.
Το δεύτερο, και κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο, είναι ότι για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, η υπαρκτή δημοκρατία –εκείνη που εδραίωσε στην Ευρώπη η αντιφασιστική νίκη και αυτή που στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τη νίκη των ηττημένων και τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό– δεν είναι σήμερα παρά ένα αδειανό πουκάμισο. Ειδικά δε η τελευταία εικοσαετία, που ανέδειξε ως στάση ζωής το “να ηρεμήσουμε” (την απομάκρυνση δηλαδή από “τα κόμματα”, τις ιδεολογίες και τις οδύνες του 20ου αιώνα), υπήρξε το κρίσιμο διάστημα για την αποκοπή του “δήμου” από τις μνήμες και τα θεμέλια της δημοκρατίας αυτής· τις συνέπειες αυτής διαδικασίας τις ζούμε σήμερα, με τον ρατσισμό και τον αυταρχισμό να προβάλλουν ως θεμιτές (και πάντως “μη ιδεολογικές”) πολιτικές επιλογές, και μάλιστα από τμήματα της κοινωνίας που ξεπερνούν κατά πολύ το ποσοστό της Χρυσής Αυγής.
Η δυσπιστία προς τη δημοκρατία –με όλο τον πολιτικό αναλφαβητισμό που κουβαλάει, και με όλη την ιστορική αδαημοσύνη από την οποία χαρακτηρίζεται– συναντιέται, λόγω και της κρίσης, με μια βαθιά απαισιοδοξία (το αντίθετο δηλαδή της “πίστης στην πρόοδο”), έναν πρωτόγονο αντιδιανοουμενισμό (γενικά δε, την προτεραιότητα του “ενστίκτου” έναντι του ορθού λόγου), και τέλος την απόσυρση στα της προσωπικής και κοινοτικής εμπειρίας (στον αντίποδα του όποιου οικουμενισμού μας κληροδότησαν τα χρόνια της “ισχυρής Ελλάδας σε μια ισχυρή Ευρώπη”). Είναι προφανές, έτσι, ότι η σημερινή κρίση της δημοκρατίας είναι ταυτόχρονα κρίση του ίδιου του Διαφωτισμού. Θα έπρεπε να είναι εξίσου προφανές ότι η κρίση αυτή δεν αντιμετωπίζεται με ελιτίστικες επικλήσεις στον ορθό λόγο.
3. Δυνατότητες
Κοντά στα παραπάνω δυσοίωνα, ωστόσο, υπάρχουν και τα καλά νέα, οι δυνατότητες δηλαδή να αντιμετωπιστεί η νεοφασιστική δεξιά, χάρη και στο βασικό γεγονός της 17ης Ιουνίου - την άνοδο, σε πρωτόγνωρα επίπεδα, της πιο αριστερής Αριστεράς που είχαμε στην Ελλάδα τουλάχιστον μετά το 1974. Κατά τη γνώμη μου, στο βαθμό που η επιτυχία της Χρυσής Αυγής είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο, η αντιμετώπισή της από την Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή πολυδιάστατη. Και στο σημείο αυτό, όπως εξάλλου συμβαίνει με κάθε πολιτική τακτική, καμία επιλογή (από την εξαφάνιση των πάντων στο όνομα του Μνημονίου μέχρι τον αποκλειστικό -ή τον αποκλειστικά βίαιο- αντιφασισμό), δεν αρκεί από μόνη της για να κλείσει ο κύκλος.
Το πρώτο σημείο εδώ είναι η αναγνώριση της αυτοτέλειας του φαινομένου. Σωστά η Αριστερά μιλάει για “παρα-κράτος”, και ακόμα πιο σωστά τονίζει ότι η Χρυσή Αυγή εκπροσωπεί την πλέον αποκρουστική εκδοχή του “συστήματος” που κατά τα άλλα καταγγέλλει. Η εργαλειοποίηση, ωστόσο, της ακροδεξιάς μπορεί να είναι επιτυχής μόνο όταν το εργαλείο είναι αυτόνομο – όταν διαθέτει, δηλαδή, τα δικά του κοινωνικά στηρίγματα και το δικό του σχεδιασμό, ακόμα και όταν η ατζέντα ή η ρητορική του συναντιούνται με αυτές του Κέντρου. Με διαφορετική διατύπωση, αυτό που κάνει το φασισμό φασισμό, το γεγονός δηλαδή ότι η Χρυσή Αυγή συγκροτεί κόμμα και λειτουργεί ως κίνημα, προσδιορίζει μια αντιφατική στρατηγική (δίπλα, έξω και απέναντι από το κράτος), μια εργαλειακή αντίληψη περί νομιμότητας και ταυτόχρονα τη συνειδητή βίαιη πρόκληση, το συνδυασμό των ταγμάτων εφόδου με την οργάνωση μιας μαφιόζικου τύπου εθνικο-κοινωνικής αλληλεγγύης (εφαρμοσμένος σωβινισμός της πρόνοιας). Η διπλή αυτή στρατηγική, τυπική στον αναγνωριστικό κάθε ακροδεξιάς "καιροσκοπισμό", δεν επιτρέπει μια αντιμετώπιση του προβλήματος “παρεμπιπτόντως”, αλλά τον εντοπισμό κόμβων και την ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών. Κατά τη γνώμη μου, η εκπαιδευτική διαδικασία και ο πολιτικός αναλφαβητισμός (ειδικά) της νεολαίας, η κρίση του κυρίαρχου ανδρισμού που καταξιώνεται αποκλειστικά πια μέσω της βίας, οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με την ΕΛ.ΑΣ και η διάχυση της ατζέντας της μέσω των ΜΜΕ, είναι οι σημαντικότεροι από τους κόμβους αυτούς.
Το δεύτερο σημείο είναι η επισήμανση της αμιγώς ποινικής δράσης της οργάνωσης. Το βασικό πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή δεν είναι οι νοσηρές της ιδέες. Από την άλλη πλευρά, και από το Συμβούλιο της Ευρώπης μέχρι (εσχάτως...) την αστυνομία, όλοι αναγνωρίζουν πια ότι η ρατσιστική βία δεν αποτελεί ιδεοληψία κάποιων ευαίσθητων εστέτ, αλλά ανησυχητικό φαινόμενο που πρέπει να αντιμετωπιστεί΄ τη βία αυτή, άλλωστε, δεν την αρνείται πλέον ούτε η ίδια η Χρυσή Αυγή. Η ανάληψη, έτσι, πρωτοβουλιών σε θεσμικό επίπεδο, προκειμένου να πάψει η ατιμωρησία όσων ασκούν ρατσιστική βία, αποτελεί στοιχειώδες καθήκον - πρωτίστως δε για όσους κηρύσσουν την πάταξη της ανομίας και έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο περί ασφάλειας. Οι πρωτοβουλίες αυτές, με τη σειρά τους, απαιτούν συμμαχίες - με ένα διπλό ωστόσο κριτήριο: αφ΄ ενός την αποτελεσματικότητά τους, αφ΄ ετέρου την επαρκή οριοθέτηση της Αριστεράς έναντι των πρωταγωνιστών του Ακραίου Κέντρου.
Το τρίτο σημείο είναι η ανάδειξη των σημείων συνάντησης της νεοφασιστικής δεξιάς με τα μνημονιακά κόμματα και τους μηχανισμούς του κράτους. Σε ό,τι αφορά τα πρώτα, μπορεί η πολιτική του φόβου να τα κράτησε στην κυβέρνηση, αν συνεχιστεί ωστόσο είναι βέβαιο ότι θα αποβεί εναντίον τους και υπέρ του “αυθεντικού” (και λιγότερο φθαρμένου) προπαγανδιστή του φόβου. Σε ό,τι αφορά τους δεύτερους, και ειδικά την αστυνομία, η εμπειρία από την Ευρώπη (από τη Γερμανία, για παράδειγμα) δείχνει ότι η σύμπλευση με τους νεοναζί μάλλον δεν είναι η μόνη δυνατή τάξη πραγμάτων.
Το τέταρτο, και εξίσου σημαντικό, είναι η “αριστεροποίηση” της Αριστεράς. Οι υψηλές επιδόσεις της Χρυσής Αυγής στους ανειδίκευτους εργάτες και τους ελαστικά απασχολούμενους (24.5%) δείχνουν ότι η διεκδίκηση των λαϊκών στρωμάτων, η πολιτικοποίηση της καθημερινότητας και η συγκρότηση μιας νέας λαϊκής ταυτότητας είναι για την Αριστερά ζωτικής σημασίας διακυβεύματα, στον αντίποδα των πιέσεων για προσαρμογή στον "πολιτικό ρεαλισμό", και βέβαια των όποιων κεντρομόλων τάσεων.
Ας υπογραμμίσουμε, κλείνοντας, το αυτονόητο: Η δουλειά σε καθένα από τα επίπεδα αυτά θα είναι αναποτελεσματική, αν παραμείνει αποσπασματική και μονομερής. Αν κάτι θυμηθήκαμε από τις τελευταίες εκλογές είναι ότι τα πράγματα αλλάζουν και από πάνω και από κάτω.
Το κείμενο στηρίζεται σε παρέμβαση στη συζήτηση με τίτλο "Από τις χιτλερικες σφαγές στα μαχαιρώματα της Χρυσής Αυγής", που οργανώθηκε στις 30.6.2012, στο πλαίσιο του 7ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ στα Χανιά.