Φαντάζομαι ότι αρκετοί από όσους και όσες διαβάζουν αυτές τις γραμμές έχουν μάθει ότι στην
πρόσφατη διαδικασία για την εκλογή της νέας γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ η λίστα που πρότεινε η απερχόμενη γραμματεία περιελάμβανε 5 γυναίκες και 31 άντρες. Ίσως έμαθαν επίσης ότι κάποιες σύνεδροι έθεσαν το θέμα της πολύ μικρής αυτής παρουσίας γυναικών στη λίστα, αλλά και γενικότερα το ζήτημα ότι ένα σύγχρονο αριστερό, ριζοσπαστικό, δημοκρατικό κόμμα οφείλει να είναι φεμινιστικό. Η σύντομη συζήτηση που ακολούθησε εστιάστηκε, επιπλέον, στην αναγκαιότητα να ισχύσει η ποσόστωση και σ’ αυτό το όργανο, πρόταση που καταψηφίστηκε - σε αντίθεση με την προτεινόμενη λίστα, η οποία ψηφίστηκε αυτούσια.
Θα ήθελα, εδώ, να αναδείξω μια πλευρά της συζήτησης που επί της ουσίας δεν έγινε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου -αλλά, πιστεύω, και κατά τη γνώμη πολλών άλλων συντροφισσών και συντρόφων, οφείλει να είναι κόμμα φεμινιστικό, να συνδέεται δηλαδή άμεσα και να εκπροσωπεί το φεμινιστικό κίνημα και την οπτική του, πράγμα που ισχύει και για άλλα κινήματα. Και αυτή η εκπροσώπηση είναι και θέμα εσωκομματικό, με την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια ώστε αυτή η πολιτική να ενθαρρύνεται και να αποτυπώνεται και στη σύνθεση των οργάνων του.
Πιστεύω ότι αυτή η άποψη («να είναι ένα φεμινιστικό κόμμα») δεν σημαίνει τη βιολογική εκπροσώπηση των γυναικών, αλλά μια αντίληψη για τη δημοκρατία και την κριτική στην εξουσία, που μπορεί να εκπροσωπηθεί από γυναίκες και άντρες - και έτσι οφείλει. Όταν όμως τα κείμενα και κυρίως η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαπνέονται από μια τέτοια αντίληψη, όταν ταυτόχρονα η έννοια της ποσόστωσης θεωρείται απαραίτητη και πλήρως δικαιολογημένη για την εκπροσώπηση των συνιστωσών, αλλά δεχόμαστε ωστόσο την τόσο μικρή αναλογία γυναικών στα όργανα, τότε έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε και να θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει πολύ από το να έχει διαμορφώσει φεμινιστικό λόγο και φεμινιστική πολιτική.
Με αυτά ακριβώς τα δεδομένα, το ζήτημα της ποσόστωσης των γυναικών αποτελεί όχι ασφαλώς την ουσία της φεμινιστικής πολιτικής, αλλά ένα μικρό ανάχωμα για την εκπροσώπηση της πολιτικής αυτής. Ο φεμινισμός δεν εκφράζεται στην κεντρική γραμμή· ας δοθεί τουλάχιστον ο χώρος να τον εκφράσουν οι φεμινίστριες που μπορούν και επίσης ας εκπροσωπηθεί συγκεκριμένα από τις γυναίκες, που ιστορικά έχουν περιθωριοποιηθεί και μπορούν να δώσουν φωνή τα δικαιώματά τους.
Μ’ αυτό το σκεπτικό, κάποιες γυναίκες σύνεδροι θέσαμε υποψηφιότητα την τελευταία στιγμή - για να καταγραφεί αυτό το αίτημα. Μας ασκήθηκε έντονη κριτική ότι ορισμένες από μας «αθέτησαν συμφωνίες» και ότι το θέμα του φεμινισμού και της γυναικείας εκπροσώπησης θα έπρεπε να τεθεί σε άλλη στιγμή και σε άλλη βάση. Σκέφτομαι πόσο συντηρητική είναι η αντίληψη ότι προέχουν τα «σοβαρά ζητήματα» και ότι ο φεμινισμός είναι επιμέρους και τελικά δευτερεύουσας σημασίας και θα συζητηθεί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ίσως κάποιοι να τον θεωρούν μια «τρέλα», μια γραφικότητα και μια πολυτέλεια και να πιστεύουν ότι εκείνο που χρειαζόμαστε αυτή την περίοδο είναι μια «στιβαρή» πολιτική, που θα τσακίσει το Μνημόνιο και την κυβερνητική πολιτική.
Θεωρώ ότι σ’ αυτή την περίοδο, που υπάρχει τόσο μεγάλη έξαρση του φασισμού, του ρατσισμού, της ομοφοβίας, του σεξισμού και του αντιφεμινισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να βγει ενεργητικά προς τα έξω, αλλά και προς το εσωτερικό του, με έναν ριζοσπαστικό φεμινιστικό λόγο, που να προασπίζεται τα κινήματα, τα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Αν υποκύψει στις κυρίαρχες αξίες και στον οικονομισμό, διαμορφώνοντας ένα χαρακτήρα μονολιθικά αντιμνημονιακό, θα είναι σαν να εσωτερικεύει τις συνέπειες του Μνημονίου, που περιθωριοποιεί κάθε άλλη διάσταση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Θα είναι λάθος, θα είναι κρίμα και η σκέψη αυτή μας στεναχωρεί πολύ - όπως μας στεναχώρησε και μας αποκαρδίωσε η τόσο μικρή εκπροσώπηση γυναικών στη λίστα και η όλη διαδικασία. Γιατί ονειρευόμαστε ένα ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστικό και φεμινιστικό, μια συλλογικότητα που να εμπνέει και να δίνει ανάσα.
* Η Βασιλική Κατριβάνου είναι βουλευτής Β' Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ - Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Αυγή
Θα ήθελα, εδώ, να αναδείξω μια πλευρά της συζήτησης που επί της ουσίας δεν έγινε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου -αλλά, πιστεύω, και κατά τη γνώμη πολλών άλλων συντροφισσών και συντρόφων, οφείλει να είναι κόμμα φεμινιστικό, να συνδέεται δηλαδή άμεσα και να εκπροσωπεί το φεμινιστικό κίνημα και την οπτική του, πράγμα που ισχύει και για άλλα κινήματα. Και αυτή η εκπροσώπηση είναι και θέμα εσωκομματικό, με την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια ώστε αυτή η πολιτική να ενθαρρύνεται και να αποτυπώνεται και στη σύνθεση των οργάνων του.
Πιστεύω ότι αυτή η άποψη («να είναι ένα φεμινιστικό κόμμα») δεν σημαίνει τη βιολογική εκπροσώπηση των γυναικών, αλλά μια αντίληψη για τη δημοκρατία και την κριτική στην εξουσία, που μπορεί να εκπροσωπηθεί από γυναίκες και άντρες - και έτσι οφείλει. Όταν όμως τα κείμενα και κυρίως η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαπνέονται από μια τέτοια αντίληψη, όταν ταυτόχρονα η έννοια της ποσόστωσης θεωρείται απαραίτητη και πλήρως δικαιολογημένη για την εκπροσώπηση των συνιστωσών, αλλά δεχόμαστε ωστόσο την τόσο μικρή αναλογία γυναικών στα όργανα, τότε έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε και να θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει πολύ από το να έχει διαμορφώσει φεμινιστικό λόγο και φεμινιστική πολιτική.
Με αυτά ακριβώς τα δεδομένα, το ζήτημα της ποσόστωσης των γυναικών αποτελεί όχι ασφαλώς την ουσία της φεμινιστικής πολιτικής, αλλά ένα μικρό ανάχωμα για την εκπροσώπηση της πολιτικής αυτής. Ο φεμινισμός δεν εκφράζεται στην κεντρική γραμμή· ας δοθεί τουλάχιστον ο χώρος να τον εκφράσουν οι φεμινίστριες που μπορούν και επίσης ας εκπροσωπηθεί συγκεκριμένα από τις γυναίκες, που ιστορικά έχουν περιθωριοποιηθεί και μπορούν να δώσουν φωνή τα δικαιώματά τους.
Μ’ αυτό το σκεπτικό, κάποιες γυναίκες σύνεδροι θέσαμε υποψηφιότητα την τελευταία στιγμή - για να καταγραφεί αυτό το αίτημα. Μας ασκήθηκε έντονη κριτική ότι ορισμένες από μας «αθέτησαν συμφωνίες» και ότι το θέμα του φεμινισμού και της γυναικείας εκπροσώπησης θα έπρεπε να τεθεί σε άλλη στιγμή και σε άλλη βάση. Σκέφτομαι πόσο συντηρητική είναι η αντίληψη ότι προέχουν τα «σοβαρά ζητήματα» και ότι ο φεμινισμός είναι επιμέρους και τελικά δευτερεύουσας σημασίας και θα συζητηθεί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ίσως κάποιοι να τον θεωρούν μια «τρέλα», μια γραφικότητα και μια πολυτέλεια και να πιστεύουν ότι εκείνο που χρειαζόμαστε αυτή την περίοδο είναι μια «στιβαρή» πολιτική, που θα τσακίσει το Μνημόνιο και την κυβερνητική πολιτική.
Θεωρώ ότι σ’ αυτή την περίοδο, που υπάρχει τόσο μεγάλη έξαρση του φασισμού, του ρατσισμού, της ομοφοβίας, του σεξισμού και του αντιφεμινισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να βγει ενεργητικά προς τα έξω, αλλά και προς το εσωτερικό του, με έναν ριζοσπαστικό φεμινιστικό λόγο, που να προασπίζεται τα κινήματα, τα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Αν υποκύψει στις κυρίαρχες αξίες και στον οικονομισμό, διαμορφώνοντας ένα χαρακτήρα μονολιθικά αντιμνημονιακό, θα είναι σαν να εσωτερικεύει τις συνέπειες του Μνημονίου, που περιθωριοποιεί κάθε άλλη διάσταση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Θα είναι λάθος, θα είναι κρίμα και η σκέψη αυτή μας στεναχωρεί πολύ - όπως μας στεναχώρησε και μας αποκαρδίωσε η τόσο μικρή εκπροσώπηση γυναικών στη λίστα και η όλη διαδικασία. Γιατί ονειρευόμαστε ένα ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστικό και φεμινιστικό, μια συλλογικότητα που να εμπνέει και να δίνει ανάσα.
* Η Βασιλική Κατριβάνου είναι βουλευτής Β' Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ - Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Αυγή