Εις μνήμην των Ελλήνων και Ρώσων
πεσόντων για την ελευθερία
και την ορθόδοξη πίστη
των πατέρων τους!
πεσόντων για την ελευθερία
και την ορθόδοξη πίστη
των πατέρων τους!
Η μάχη στη νησίδα Βίδο, υπό τις διαταγές του
ναυάρχου Ουσακώβ, αποτέλεσε την
αρχή για την απελευθέρωση της Κέρκυρας.
18-20 Φεβρουαρίου 1799.Το μνημείο ανεγέρθηκε 8 Οκτωβρίου 2011 επί
δημάρχου Κέρκυρας Ιωάννη Τρεπεκλή.
ναυάρχου Ουσακώβ, αποτέλεσε την
αρχή για την απελευθέρωση της Κέρκυρας.
18-20 Φεβρουαρίου 1799.Το μνημείο ανεγέρθηκε 8 Οκτωβρίου 2011 επί
δημάρχου Κέρκυρας Ιωάννη Τρεπεκλή.
Έλληνες, Γάλλοι, Ρώσοι και Τούρκοι στο Ιόνιο του 1790
Αυτή την επιγραφή αντικρίζει όποιος φτάνει στο Βίδο, το καταπράσινο νησάκι που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από την πόλη της Κέρκυρας, σχεδόν μέσα στο λιμάνι. Μια πλάκα, με δίγλωσσο το παραπάνω κείμενο (ελληνικά και ρωσικά), τοποθετημένη στον βράχο, και δύο σημαίες να κυματίζουν γλυκά-γλυκά μέσα στην ησυχία της θάλασσας: αυτά υποδέχονται τον επισκέπτη, τον καλοκαιρινό τουρίστα συνήθως. Λοιπόν;
Ας διαβάσουμε ξανά το κείμενο. Ποιος ήταν εκείνος ο πόλεμος στον οποίον «Έλληνες και Ρώσοι έπεσαν για την ορθόδοξη πίστη των πατέρων τους»; Από ποιον κατακτητή «απελευθερώθηκε» η Κέρκυρα; Ποιος ήταν ο «εχθρός», ο οποίος ούτε καν αναφέρεται, και ποιος ήταν ο σύμμαχος των «πεσόντων για την πίστη…», ο οποίος επίσης αιδημόνως αποσιωπάται; Μια σειρά αποκρύψεων, ψευδών και διαστρεβλώσεων, με φαρδιά-πλατιά την υπερήφανη υπογραφή ενός πολιτικού αξιωματούχου: ενός εκλεγμένου του κερκυραϊκού λαού!
Αυτό το μνημείο, λοιπόν, στήθηκε «εις αιωνίαν ανάμνησιν» της πολιορκίας της Κέρκυρας από τον ενωμένο ρωσοτουρκικό στόλο, υπό την αρχηγία του ρώσου Ουσακώφ και του τούρκου Καδίρ μπέη, με σκοπό να εκδιωχτούν οι ναπολεόντειοι Γάλλοι από το Ιόνιο. Λίγον καιρό πριν, ο ίδιος (ρωσοτουρκικός, να μην το ξεχνάμε) στόλος είχε εκδιώξει τις αδύναμες φρουρές των γάλλων από τα άλλα νησιά του Ιονίου. Και ακόμα λίγον καιρό πιο πριν ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, ο αλήστου μνήμης Γρηγόριος Ε΄, είχε εκδώσει τη διαβόητη εγκύκλιο, με την οποία καλούσε το «ορθόδοξο ποίμνιό του» να διώξει τον «μοχθηρό όφι», τους «άθεους Γάλλους» από τα νησιά. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του πατριάρχη, μας λέει ο ψύχραιμος Ερμάννος Λούντζης, οι Ρώσοι και οι Τούρκοι έρχονταν «όχι για να υποτάξουν τους λαούς, αλλά για να τους απελευθερώσουν από τη γαλλική μάστιγα· να τους σώσουν από την ασέβεια· να επαναφέρουν την απαλλαγή των φόρων και τα προνόμιά τους (των λαών!)· και προσφέροντάς τους την αληθινή ελευθερία, να αποκαταστήσουν την ειρήνη και τη γαλήνη».
Αυτή τη χριστιανικότατη εγκύκλιο, με την οποία η Εκκλησία των ορθοδόξων ετίθετο στην υπηρεσία του σουλτάνου και του τσάρου, θεωρώντας την απόλυτη εξουσία αυτών των δυο προτιμότερη από τον εκσυγχρονισμό που έφερναν οι θεσμοί των Γάλλων, αυτή την εγκύκλιο τη μοίραζαν οι παπάδες, οι ευγενείς και τα «τσιράκια» τους στις ρούγες των πόλεων, στις εκκλησίες, στα χωράφια και στα χωριά του Ιονίου, τρομοκρατώντας τους πολλούς με το σκιάχτρο του αφορισμού, της αθεΐας, της κόλασης κ.λπ…
Δύο πράγματα, μας λέει ο καημένος ο Λούντζης, φαίνονται περίεργα στην πατριαρχική εγκύκλιο: «πρώτον διακρίνεται η ιερατική οργή· δεύτερον φαίνεται παράξενο να μιλάει για πίστη και για χριστιανική θρησκεία ένας λειτουργός του Ιησού Χριστού στο όνομα του σουλτάνου και να υπόσχεται στους λαούς ελευθερία στο όνομα του ίδιου και του τσάρου».
Ο σεισμός της Γαλλικής Επανάστασης, οι τεράστιες πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αλλαγές που έφερε το 1789, το γκρέμισμα της Βενετικής Πολιτείας και το τέλος της Βενετοκρατίας στα νησιά του Ιονίου, το κάψιμο του Λίμπρο ντ’ Όρο και το Δέντρο της ελευθερίας στις πλατείες, η εγκαθίδρυση νέων θεσμών (όσο ο χρόνος και οι συνθήκες το επέτρεψαν), η κατάργηση των θεσμοθετημένων αιωνόβιων ταξικών προνομίων, η συμμετοχή του απλού λαού και των χωρικών (τι ανήκουστα πράγματα για τον παράδεισο των αρχόντων!), οι λόγοι στην Πατριωτική Εταιρεία της Κέρκυρας, η χειραφέτηση των Εβραίων, η αίσθηση της ελευθερίας — α!, τίποτα, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν απασχόλησε τους αρχιτέκτονες του μνημείου! Ούτε οι αναπτερωμένες ελπίδες του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος από το μακρινό Παρίσι πανηγύριζε το όνειρο της εθνικής απελευθέρωσης που έμοιαζε να πλησιάζει, ούτε οι ελπίδες του Ρήγα Βελεστινλή, ούτε η ποίηση του Μαρτελάου — τίποτα, τίποτα…
Για την ιστορία του Ιονίου, αλλά και για ολόκληρη την ελληνική ιστορία, η διείσδυση των «γαλλικών ιδεών» στον ελληνικό χώρο και η σύντομη πολιτική κυριαρχία των Γάλλων στα νησιά υπήρξε μια στιγμή κομβική. Οι Έλληνες, σε μεγάλο βαθμό, προσέλαβαν την παρουσία των Γάλλων όχι τόσο ως μια δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής όσο ως μια πιθανότητα εθνικής απελευθέρωσης. Ας μην αναλύσουμε τούτη τη στιγμή τις κοινωνικές εκδοχές αυτής της πρόσληψης, αλλά ας μείνουμε σ’ αυτό: διαβάζοντας τα κείμενα του Κοραή, του Μαρτελάου, της Πατριωτικής Εταιρείας της Κέρκυρας ή τις διακηρύξεις των Δημαρχείων των νησιών του Ιονίου αντιλαμβανόμαστε ότι οι Έλληνες σε κείνη την ιστορική ευκαιρία έβλεπαν μπροστά τους τον δρόμο του έθνους: της εθνικής απελευθέρωσης· όπως συνέβη, σε μεγάλο βαθμό, και στην Ιταλία.
Η ιστορική στιγμή της δίχρονης σχεδόν γαλλικής παρουσίας στο Ιόνιο, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, μέχρι στιγμής μάς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Καμία πραγματικά σύγχρονη ιστορική μελέτη δεν έχει αφιερωθεί σε τούτη την κομβική στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Δεν ξέρουμε καλά ούτε όλα τα σχετικά κείμενα (υπέρ ή κατά, δημοσιευμένα εκείνον τον καιρό ή αργότερα), ούτε τον ρόλο πολλών προσώπων, ούτε τις συμπεριφορές, ούτε τις κοινωνικές ή άλλου είδους διαφοροποιήσεις, ούτε τους διαμορφούμενους θεσμούς, ούτε καλά-καλά τους τρόπους και τις διαβαθμίσεις της συγκαιρινής πρόσληψής της: μας λείπουν πολλά. Αλλά όσα κενά κι αν έχουμε, όσο κι αν η παρουσία των Γάλλων στο Ιόνιο συνοδεύτηκε και από ενέργειες ή καταστάσεις που ήταν αρνητικές (υπερβολική φορολόγηση, σύγκρουση ντόπιων και γάλλων για την πολιτική διαχείριση, ιστορικά κατανοητές πράξεις αντεκδίκησης κ.λπ.), τίποτα δεν μπορεί να μειώσει τη δυναμική της ιστορικής στιγμής.
«Finalmente la Repubblica è caduta!» («Επιτέλους, η Ρεπούμπλικα έπεσε!»): έτσι πανηγυρικά άρχιζε το κείμενό του ο κερκυραίος ευγενής Αντώνιος Ροδόσταμος (1800), εκφράζοντας την αγαλλίαση των εχθρών των Γάλλων, μόλις καταλήφθηκε η Κέρκυρα, και οι ευγενείς έκαναν δοξολογία στον Άγιο Σπυρίδωνα υπέρ των «ελευθερωτών» (των Ρώσων και των Τούρκων δηλαδή): προφανώς, γιατί έβλεπαν μπροστά τους την επιστροφή των ημερών της απόλυτης εξουσίας και των προνομίων τους, πράγμα που προσπάθησαν να κάμουν στα επόμενα χρόνια με τη βοήθεια των «απελευθερωτών». «Μέρα πιο δυστυχισμένη δεν εγνώρισα από εκείνη που έζησα όταν ο γαλλικός στρατός εγκατέλειπε την Κέρκυρα», γράφει ο Κυθήριος Γεώργιος Παυλίνης (1802), ο οποίος ακολούθησε τους Γάλλους για να ενταχθεί στη γαλλική στρατιά της Ιταλίας. Δεν είναι εδώ η στιγμή να παρακολουθήσουμε τους δρόμους που ανοίχτηκαν μετά το 1800 για την ιστορία του Ιονίου και για την ελληνική ιστορία ή τις συγκρούσεις (κοινωνικές, πολιτικές, διπλωματικές) που οδήγησαν στην πολύ σημαντική εξέλιξη της δημιουργίας της «Ιονίου πολιτείας». Το ζήτημα εδώ είναι η χονδροειδής χρήση της ιστορίας.
Όμως, όχι: ο κύριος δήμαρχος τέτοιες ανησυχίες δεν έχει. Μα, «δεν κάνει ιστορία», θα μου πείτε. Λάθος! Η παραχάραξη της ιστορίας, είτε από πρόθεση είτε από άγνοια, αδιάφορο, είναι επίσης λόγος επί της ιστορίας: η χρήση της ιστορίας (ιδεολογική τη λέγανε κάποτε) παράγει λόγο, παράγει μνήμη: παράγει χρόνο, παρελθόν και μέλλον δηλαδή. Κυρίως, όταν ο λόγος αυτός επενδύεται με την αυθεντία του πολιτικού και αποτυπώνεται ανάγλυφα στα μάτια μας μέσω του επιβλητικού λόγου των δημοσίων μνημείων. Αλφαβητάρι είναι αυτά, θα μου πείτε, αλλά ο κύριος δήμαρχος μοιάζει να μην τα σκέφτεται αυτά. Ή μήπως όχι; Θέλω να πω ότι δεν γνωρίζω το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποφασίστηκε η δημιουργία του εν λόγω μνημείου. Μπορώ, βεβαίως, να εικάσω: οι στενότατες σχέσεις της Εκκλησίας της Κέρκυρας με τη ρωσική Εκκλησία, οι πολυπόθητες επενδύσεις ρωσικών κεφαλαίων στο Ιόνιο, οι χιλιάδες τουρίστες (α, να και οι τουρίστες, που λέγαμε στην αρχή!) που τα τελευταία χρόνια κατακλύζουν τις παραλίες του Ιονίου. Μπορώ να εικάσω… Κι έτσι, η ιδεολογική χρήση της ιστορίας αιχμαλωτίζει τον ιστορικό χρόνο: βλέπει ο ρώσος τουρίστας (αν βέβαια είναι και «επενδυτής», ακόμα καλύτερα) το μνημείο, το βλέπει και ο έλληνας (αν βέβαια είναι φτωχός και εξαθλιωμένος, ακόμα καλύτερα), ο ιστορικός χρόνος γίνεται ένας αχταρμάς, άσε που εκείνη η «ορθόδοξη πίστη των πατέρων» λειτουργεί καθαρτικά, συσκοτιστικά δηλαδή, και εκβιάζει την αποδοχή. Ναι, έτσι ο ιστορικός χρόνος γίνεται βρωμερή πλαστελίνη, υποχείριο, υπηρέτης της εξουσίας.
Λίγον καιρό πριν, εδιάβασα την είδηση για μια ρωσική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, για να συζητήσει θέματα επενδύσεων (αχ, αυτή η απελευθερωτική λέξη!). Οργανώθηκαν εκδηλώσεις προς τιμήν της, επισκέψεις και συσκέψεις — α, και ένα «επιστημονικό» συνέδριο οργανώθηκε (έστω λίγο στο πόδι, μην τυχόν και λείψει ο πολιτισμός από τις μπίζνες), για να δοθεί και μία πολιτιστική χροιά στο γεγονός· πώς αλλιώς; Ελπίζω ότι δεν θα δούμε άλλη μία πλάκα στη Ζάκυνθο που να μας υπενθυμίζει κι εκεί τους «απελευθερωτές» ρωσοτούρκους του 1799. Μας φτάνει αυτό το όνειδος που στολίζει τις ακτές της Κέρκυρας.
Πηγή: Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής
Αυτή την επιγραφή αντικρίζει όποιος φτάνει στο Βίδο, το καταπράσινο νησάκι που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από την πόλη της Κέρκυρας, σχεδόν μέσα στο λιμάνι. Μια πλάκα, με δίγλωσσο το παραπάνω κείμενο (ελληνικά και ρωσικά), τοποθετημένη στον βράχο, και δύο σημαίες να κυματίζουν γλυκά-γλυκά μέσα στην ησυχία της θάλασσας: αυτά υποδέχονται τον επισκέπτη, τον καλοκαιρινό τουρίστα συνήθως. Λοιπόν;
Ας διαβάσουμε ξανά το κείμενο. Ποιος ήταν εκείνος ο πόλεμος στον οποίον «Έλληνες και Ρώσοι έπεσαν για την ορθόδοξη πίστη των πατέρων τους»; Από ποιον κατακτητή «απελευθερώθηκε» η Κέρκυρα; Ποιος ήταν ο «εχθρός», ο οποίος ούτε καν αναφέρεται, και ποιος ήταν ο σύμμαχος των «πεσόντων για την πίστη…», ο οποίος επίσης αιδημόνως αποσιωπάται; Μια σειρά αποκρύψεων, ψευδών και διαστρεβλώσεων, με φαρδιά-πλατιά την υπερήφανη υπογραφή ενός πολιτικού αξιωματούχου: ενός εκλεγμένου του κερκυραϊκού λαού!
Αυτό το μνημείο, λοιπόν, στήθηκε «εις αιωνίαν ανάμνησιν» της πολιορκίας της Κέρκυρας από τον ενωμένο ρωσοτουρκικό στόλο, υπό την αρχηγία του ρώσου Ουσακώφ και του τούρκου Καδίρ μπέη, με σκοπό να εκδιωχτούν οι ναπολεόντειοι Γάλλοι από το Ιόνιο. Λίγον καιρό πριν, ο ίδιος (ρωσοτουρκικός, να μην το ξεχνάμε) στόλος είχε εκδιώξει τις αδύναμες φρουρές των γάλλων από τα άλλα νησιά του Ιονίου. Και ακόμα λίγον καιρό πιο πριν ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, ο αλήστου μνήμης Γρηγόριος Ε΄, είχε εκδώσει τη διαβόητη εγκύκλιο, με την οποία καλούσε το «ορθόδοξο ποίμνιό του» να διώξει τον «μοχθηρό όφι», τους «άθεους Γάλλους» από τα νησιά. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του πατριάρχη, μας λέει ο ψύχραιμος Ερμάννος Λούντζης, οι Ρώσοι και οι Τούρκοι έρχονταν «όχι για να υποτάξουν τους λαούς, αλλά για να τους απελευθερώσουν από τη γαλλική μάστιγα· να τους σώσουν από την ασέβεια· να επαναφέρουν την απαλλαγή των φόρων και τα προνόμιά τους (των λαών!)· και προσφέροντάς τους την αληθινή ελευθερία, να αποκαταστήσουν την ειρήνη και τη γαλήνη».
Αυτή τη χριστιανικότατη εγκύκλιο, με την οποία η Εκκλησία των ορθοδόξων ετίθετο στην υπηρεσία του σουλτάνου και του τσάρου, θεωρώντας την απόλυτη εξουσία αυτών των δυο προτιμότερη από τον εκσυγχρονισμό που έφερναν οι θεσμοί των Γάλλων, αυτή την εγκύκλιο τη μοίραζαν οι παπάδες, οι ευγενείς και τα «τσιράκια» τους στις ρούγες των πόλεων, στις εκκλησίες, στα χωράφια και στα χωριά του Ιονίου, τρομοκρατώντας τους πολλούς με το σκιάχτρο του αφορισμού, της αθεΐας, της κόλασης κ.λπ…
Δύο πράγματα, μας λέει ο καημένος ο Λούντζης, φαίνονται περίεργα στην πατριαρχική εγκύκλιο: «πρώτον διακρίνεται η ιερατική οργή· δεύτερον φαίνεται παράξενο να μιλάει για πίστη και για χριστιανική θρησκεία ένας λειτουργός του Ιησού Χριστού στο όνομα του σουλτάνου και να υπόσχεται στους λαούς ελευθερία στο όνομα του ίδιου και του τσάρου».
Ο σεισμός της Γαλλικής Επανάστασης, οι τεράστιες πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αλλαγές που έφερε το 1789, το γκρέμισμα της Βενετικής Πολιτείας και το τέλος της Βενετοκρατίας στα νησιά του Ιονίου, το κάψιμο του Λίμπρο ντ’ Όρο και το Δέντρο της ελευθερίας στις πλατείες, η εγκαθίδρυση νέων θεσμών (όσο ο χρόνος και οι συνθήκες το επέτρεψαν), η κατάργηση των θεσμοθετημένων αιωνόβιων ταξικών προνομίων, η συμμετοχή του απλού λαού και των χωρικών (τι ανήκουστα πράγματα για τον παράδεισο των αρχόντων!), οι λόγοι στην Πατριωτική Εταιρεία της Κέρκυρας, η χειραφέτηση των Εβραίων, η αίσθηση της ελευθερίας — α!, τίποτα, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν απασχόλησε τους αρχιτέκτονες του μνημείου! Ούτε οι αναπτερωμένες ελπίδες του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος από το μακρινό Παρίσι πανηγύριζε το όνειρο της εθνικής απελευθέρωσης που έμοιαζε να πλησιάζει, ούτε οι ελπίδες του Ρήγα Βελεστινλή, ούτε η ποίηση του Μαρτελάου — τίποτα, τίποτα…
Για την ιστορία του Ιονίου, αλλά και για ολόκληρη την ελληνική ιστορία, η διείσδυση των «γαλλικών ιδεών» στον ελληνικό χώρο και η σύντομη πολιτική κυριαρχία των Γάλλων στα νησιά υπήρξε μια στιγμή κομβική. Οι Έλληνες, σε μεγάλο βαθμό, προσέλαβαν την παρουσία των Γάλλων όχι τόσο ως μια δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής όσο ως μια πιθανότητα εθνικής απελευθέρωσης. Ας μην αναλύσουμε τούτη τη στιγμή τις κοινωνικές εκδοχές αυτής της πρόσληψης, αλλά ας μείνουμε σ’ αυτό: διαβάζοντας τα κείμενα του Κοραή, του Μαρτελάου, της Πατριωτικής Εταιρείας της Κέρκυρας ή τις διακηρύξεις των Δημαρχείων των νησιών του Ιονίου αντιλαμβανόμαστε ότι οι Έλληνες σε κείνη την ιστορική ευκαιρία έβλεπαν μπροστά τους τον δρόμο του έθνους: της εθνικής απελευθέρωσης· όπως συνέβη, σε μεγάλο βαθμό, και στην Ιταλία.
Η ιστορική στιγμή της δίχρονης σχεδόν γαλλικής παρουσίας στο Ιόνιο, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, μέχρι στιγμής μάς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Καμία πραγματικά σύγχρονη ιστορική μελέτη δεν έχει αφιερωθεί σε τούτη την κομβική στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Δεν ξέρουμε καλά ούτε όλα τα σχετικά κείμενα (υπέρ ή κατά, δημοσιευμένα εκείνον τον καιρό ή αργότερα), ούτε τον ρόλο πολλών προσώπων, ούτε τις συμπεριφορές, ούτε τις κοινωνικές ή άλλου είδους διαφοροποιήσεις, ούτε τους διαμορφούμενους θεσμούς, ούτε καλά-καλά τους τρόπους και τις διαβαθμίσεις της συγκαιρινής πρόσληψής της: μας λείπουν πολλά. Αλλά όσα κενά κι αν έχουμε, όσο κι αν η παρουσία των Γάλλων στο Ιόνιο συνοδεύτηκε και από ενέργειες ή καταστάσεις που ήταν αρνητικές (υπερβολική φορολόγηση, σύγκρουση ντόπιων και γάλλων για την πολιτική διαχείριση, ιστορικά κατανοητές πράξεις αντεκδίκησης κ.λπ.), τίποτα δεν μπορεί να μειώσει τη δυναμική της ιστορικής στιγμής.
«Finalmente la Repubblica è caduta!» («Επιτέλους, η Ρεπούμπλικα έπεσε!»): έτσι πανηγυρικά άρχιζε το κείμενό του ο κερκυραίος ευγενής Αντώνιος Ροδόσταμος (1800), εκφράζοντας την αγαλλίαση των εχθρών των Γάλλων, μόλις καταλήφθηκε η Κέρκυρα, και οι ευγενείς έκαναν δοξολογία στον Άγιο Σπυρίδωνα υπέρ των «ελευθερωτών» (των Ρώσων και των Τούρκων δηλαδή): προφανώς, γιατί έβλεπαν μπροστά τους την επιστροφή των ημερών της απόλυτης εξουσίας και των προνομίων τους, πράγμα που προσπάθησαν να κάμουν στα επόμενα χρόνια με τη βοήθεια των «απελευθερωτών». «Μέρα πιο δυστυχισμένη δεν εγνώρισα από εκείνη που έζησα όταν ο γαλλικός στρατός εγκατέλειπε την Κέρκυρα», γράφει ο Κυθήριος Γεώργιος Παυλίνης (1802), ο οποίος ακολούθησε τους Γάλλους για να ενταχθεί στη γαλλική στρατιά της Ιταλίας. Δεν είναι εδώ η στιγμή να παρακολουθήσουμε τους δρόμους που ανοίχτηκαν μετά το 1800 για την ιστορία του Ιονίου και για την ελληνική ιστορία ή τις συγκρούσεις (κοινωνικές, πολιτικές, διπλωματικές) που οδήγησαν στην πολύ σημαντική εξέλιξη της δημιουργίας της «Ιονίου πολιτείας». Το ζήτημα εδώ είναι η χονδροειδής χρήση της ιστορίας.
Όμως, όχι: ο κύριος δήμαρχος τέτοιες ανησυχίες δεν έχει. Μα, «δεν κάνει ιστορία», θα μου πείτε. Λάθος! Η παραχάραξη της ιστορίας, είτε από πρόθεση είτε από άγνοια, αδιάφορο, είναι επίσης λόγος επί της ιστορίας: η χρήση της ιστορίας (ιδεολογική τη λέγανε κάποτε) παράγει λόγο, παράγει μνήμη: παράγει χρόνο, παρελθόν και μέλλον δηλαδή. Κυρίως, όταν ο λόγος αυτός επενδύεται με την αυθεντία του πολιτικού και αποτυπώνεται ανάγλυφα στα μάτια μας μέσω του επιβλητικού λόγου των δημοσίων μνημείων. Αλφαβητάρι είναι αυτά, θα μου πείτε, αλλά ο κύριος δήμαρχος μοιάζει να μην τα σκέφτεται αυτά. Ή μήπως όχι; Θέλω να πω ότι δεν γνωρίζω το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποφασίστηκε η δημιουργία του εν λόγω μνημείου. Μπορώ, βεβαίως, να εικάσω: οι στενότατες σχέσεις της Εκκλησίας της Κέρκυρας με τη ρωσική Εκκλησία, οι πολυπόθητες επενδύσεις ρωσικών κεφαλαίων στο Ιόνιο, οι χιλιάδες τουρίστες (α, να και οι τουρίστες, που λέγαμε στην αρχή!) που τα τελευταία χρόνια κατακλύζουν τις παραλίες του Ιονίου. Μπορώ να εικάσω… Κι έτσι, η ιδεολογική χρήση της ιστορίας αιχμαλωτίζει τον ιστορικό χρόνο: βλέπει ο ρώσος τουρίστας (αν βέβαια είναι και «επενδυτής», ακόμα καλύτερα) το μνημείο, το βλέπει και ο έλληνας (αν βέβαια είναι φτωχός και εξαθλιωμένος, ακόμα καλύτερα), ο ιστορικός χρόνος γίνεται ένας αχταρμάς, άσε που εκείνη η «ορθόδοξη πίστη των πατέρων» λειτουργεί καθαρτικά, συσκοτιστικά δηλαδή, και εκβιάζει την αποδοχή. Ναι, έτσι ο ιστορικός χρόνος γίνεται βρωμερή πλαστελίνη, υποχείριο, υπηρέτης της εξουσίας.
Λίγον καιρό πριν, εδιάβασα την είδηση για μια ρωσική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, για να συζητήσει θέματα επενδύσεων (αχ, αυτή η απελευθερωτική λέξη!). Οργανώθηκαν εκδηλώσεις προς τιμήν της, επισκέψεις και συσκέψεις — α, και ένα «επιστημονικό» συνέδριο οργανώθηκε (έστω λίγο στο πόδι, μην τυχόν και λείψει ο πολιτισμός από τις μπίζνες), για να δοθεί και μία πολιτιστική χροιά στο γεγονός· πώς αλλιώς; Ελπίζω ότι δεν θα δούμε άλλη μία πλάκα στη Ζάκυνθο που να μας υπενθυμίζει κι εκεί τους «απελευθερωτές» ρωσοτούρκους του 1799. Μας φτάνει αυτό το όνειδος που στολίζει τις ακτές της Κέρκυρας.
Πηγή: Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής