της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Περιγράφοντας την
επιδείνωση των δεικτών φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης η Τράπεζας της Ελλάδος, ο Προβόπουλος σημειώνει πως ενώ το ποσοστό φτώχειας για το έτος 2010 υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας του έτους 2005 (60% του διάμεσου εισοδήματος του 2005 εκφρασμένου σε τιμές του 2010 με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή) ήταν 16%, το αντίστοιχο ποσοστό για το επόμενο έτος της έρευνας (2011) έφθασε στο 22,9%.
Με άλλα λόγια, μέσα σε ένα μόλις έτος στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης καταγράφηκε αύξηση της φτώχειας σε απόλυτους όρους κατά 6,9 εκατοστιαίες μονάδες (ή κατά 43,1%).
Αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εμφανίστηκε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, τονίζοντας ωστόσο πως δεν επιτρέπεται εφησυχασμός.
Ο ίδιος απέδωσε τη μεταστροφή του κλίματος στην «θετική απάντηση του ελληνικού λαού όσον αφορά το ιστορικό διακύβευμα της παραμονής στο ευρώ», στην πρόοδο στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, στην αντιμετώπιση των δίδυμων ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού και του εξωτερικού, στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, στη συνέχιση της χρηματοδοτικής στήριξης που παρέχουν οι επίσημοι δανειστές και στα βήματα προόδου που πραγματοποιούνται στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ στο πεδίο της συμπλήρωσης του θεσμικού οικοδομήματος.
Με άλλα λόγια, μέσα σε ένα μόλις έτος στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης καταγράφηκε αύξηση της φτώχειας σε απόλυτους όρους κατά 6,9 εκατοστιαίες μονάδες (ή κατά 43,1%).
Αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εμφανίστηκε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, τονίζοντας ωστόσο πως δεν επιτρέπεται εφησυχασμός.
Ο ίδιος απέδωσε τη μεταστροφή του κλίματος στην «θετική απάντηση του ελληνικού λαού όσον αφορά το ιστορικό διακύβευμα της παραμονής στο ευρώ», στην πρόοδο στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, στην αντιμετώπιση των δίδυμων ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού και του εξωτερικού, στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, στη συνέχιση της χρηματοδοτικής στήριξης που παρέχουν οι επίσημοι δανειστές και στα βήματα προόδου που πραγματοποιούνται στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ στο πεδίο της συμπλήρωσης του θεσμικού οικοδομήματος.