Σταύρος Χριστακόπουλος. Από το Ποντίκι
Η πληροφορία, που κυκλοφόρησε ευρέως χθες αργά το βράδυ, έλεγε πως ο Ιταλός
κεντροαριστερός Πιερλουίτζι Μπερσάνι, όταν είδε τα ευνοϊκά γι’ αυτόν exit polls να ανατρέπονται θεαματικά, αναφώνησε: «Άντε πηδήξου εσύ κι ο Γκρίλο σου». Μαζί του, λένε, συμφώνησε ζοχαδιασμένος και ο Μάριο Μόντι.
Εδώ που τα λέμε το αποτέλεσμα των χθεσινών ιταλικών εκλογών είναι από πολλές απόψεις συγκλονιστικό, καθώς όλες οι εκτιμήσεις συμπίπτουν στο ότι παράγει συνθήκες ακυβερνησίας και αποτελεί ένα χαστούκι προς το ιταλικό πολιτικό σύστημα και τη λιτότητα της Μέρκελ.Αν θελήσουμε να πάμε λίγο βαθύτερα από την πλάκα και την επιφάνεια, θα πρέπει να επιστρέψουμε σε μια διαπίστωση που ισχύει εδώ και αρκετό καιρό: η κρίση της ευρωζώνης είναι πλέον, σε μεγάλο βαθμό, εκτός από οικονομική, και πολιτική – και μάλιστα με πολλούς τρόπους:
1. Η ευρωζώνη έχει σοβαρό ζήτημα διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα του γερμανικού μοντέλου διαχείρισης της κρίσης, το οποίο αποθεώνει τη λιτότητα ως υποτιθέμενο μέσο «εξυγίανσης» των δημόσιων οικονομικών και αντιμετώπισης του υπερσυσσωρευμένου χρέους των χωρών του ευρώ.
2. Τα εθνικά συστήματα εξουσίας, υιοθετώντας το καταστροφικό για τις οικονομίες και τις κοινωνίες γερμανικό μοντέλο, πληρώνουν ακριβά την οικειοθελή προσαρμογή τους σε αυτό ή / και την αδυναμία τους να προβάλουν αντίσταση στον εξανδραποδισμό των ευρωπαϊκών λαών που εξελίσσεται στο όνομα των χρεών και της δημοσιονομικής «ορθοδοξίας».
3. Διεφθαρμένα κόμματα και κυβερνήσεις, αφού απαξίωσαν την πολιτική, εν συνεχεία οδήγησαν στη βίαιη πτώχευση εκατομμύρια ανθρώπους και πληρώνουν τώρα ακριβά με την απόρριψή τους την οργή των κοινωνιών πριν ακόμη γίνει σαφές αν υπάρχει – και ποιο είναι – ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης διαχείρισης τόσο των κρατών όσο και της ίδιας της ευρωζώνης.
Εδώ όμως ας σταθούμε λίγο περισσότερο.
Στην Ιταλία τα προηγούμενα χρόνια οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, με τη δράση τους και το θλιβερό τέλος της, αλλά και η εκτεταμένη διαφθορά του πολιτικού συστήματος κατέστησαν κυρίαρχη την «τηλεοπτική δημοκρατία» του Μπερλουσκόνι.
Ακολούθως η – κυριολεκτικά – οργιώδης μπερλουσκονική διακυβέρνηση, στα τελειώματά της, κατάντησε αποθέωση της κλειδαρότρυπας, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι όχι μόνο έδωσε την κρίσιμη ώθηση στην Ιταλία προς τη χρεοκοπία, αλλά επιπλέον ευτέλισε την πολιτική και την ίδια τη δημοκρατία, την οποία ο περιβόητος «Καβαλιέρε» αντιμετώπισε όπως τις πολυπληθείς νεαρές μαιτρέσσες του.
Η αποπομπή του Μπερλουσκόνι από την ίδια τη Μέρκελ όμως αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα προς τη βαριά τραυματισμένη Πολιτική και την ταλαιπωρημένη δημοκρατία τους, καθώς οι Ιταλοί είδαν – δίχως, έστω, έναν εκλογικό φερετζέ – την πολιτική εξουσία να μεταβιβάζεται «άνωθεν» στον τεχνοκράτη, τραπεζίτη και εκλεκτό της Γερμανίας Μάριο Μόντι, ο οποίος ανέλαβε να διεκπεραιώσει τη γερμανική εντολή εφαρμογής ενός μνημονίου... χωρίς μνημόνιο.
Στην Ελλάδα μια παρόμοια διαδικασία – η «άνωθεν» αποπομπή του Γ. Παπανδρέου και η εγκατάσταση του Λ. Παπαδήμου στη θέση του πρωθυπουργού, επίσης χωρίς εκλογές, αλλά και με την καταφανή επιβολή του από τους αλαλάζοντες και εκβιάζοντες μιντιάρχες και τους υπαλλήλους τους – κατέστησε γενική τη βεβαιότητα ότι η εφαρμογή των μνημονίων στην Ελλάδα προϋποθέτει τη μετατροπή της δημοκρατίας σε καρικατούρα.
Οι αμέσως επόμενες διαδοχικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 ήταν κόλαφος για το μεταπολιτευτικό σύστημα εξουσίας, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο κόμμα και αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και με το ξεπέταγμα της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, η οποία σήμερα, ελάχιστους μήνες μετά, είναι δημοσκοπικά το τρίτο κόμμα χωρίς αντίπαλο.
Στην Ελλάδα λοιπόν η οργή και η απόρριψη οδηγήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις:
● Τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ως διάδοχος του ΣΥΝ, είναι ένα κατ’ εξοχήν θεσμικό κόμμα, το οποίο αναδείχθηκε – ελλείψει άλλης ορατής ή πρόθυμης – ως η θεσμική επιλογή διαμαρτυρίας και ήδη επιχειρεί να διαμορφώσει ένα κυβερνητικό σχέδιο διαχείρισης της κρίσης και εξόδου από αυτήν. Είναι άγνωστο αν θα τα καταφέρει, αλλά σε κάθε περίπτωση το επιχειρεί με πολιτικούς όρους.
● Τη Χρυσή Αυγή, η οποία διαπρέπει ως ένας αυθεντικός κήρυκας μίσους, αποτελεί το καταφύγιο μιας τυφλής και κατ’ εξοχήν αντιπολιτικής οργής.
Στην Ιταλία το χθεσινό αποτέλεσμα είναι λίγο πιο περίπλοκο, καθώς η οργή των Ιταλών έφερε σε θέση ισχύος:
● Τον υπεύθυνο για τον ευτελισμό της πολιτικής και της δημοκρατίας Μπερλουσκόνι, ο οποίος απεικονίζει το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας αυτής.
● Τον πρώην κωμικό ηθοποιό Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος, ως απότοκος της διακυβέρνησης Μπερλουσκόνι και Μόντι, επαγγέλλεται το γκρέμισμα του παλαιού διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας προσελκύοντας κυρίως ψήφους απόρριψης της πολιτικής διαφθοράς, των ΜΜΕ, των τραπεζών κ.λπ., αλλά χωρίς να είναι σαφές αν μπορεί να εξελιχθεί σε μια δημοκρατική σταθερά με προοπτική διακυβέρνησης.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία – όπως άλλωστε στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και αλλού – τίποτε δεν έχει κριθεί και μάλλον θα αργήσει να κριθεί. Ωστόσο είναι βέβαιο πως «Το Ποντίκι» ορθώς προειδοποιούσε από την αρχή της κρίσης, πριν ακόμη χτυπήσει επισήμως την πόρτα μας, ότι η διαχείρισή της πρέπει πάση θυσία να παραμείνει πολιτική.
Όσοι λοιπόν βλακωδώς ή συνειδητά απαξιώνουν τα δημοκρατικά ανακλαστικά και τις ανάλογες σημερινές ή μελλοντικές επιλογές του ελληνικού λαού εν ονόματι φθηνών προσωπικών ή εταιρικών συμφερόντων, ας θυμούνται πάντα ότι, εξ αιτίας των μνημονιακών εγκλημάτων, η χώρα απειλείται να μετατραπεί σε σωρό ερειπίων.
Ο δε σοβαρότερος κίνδυνος είναι η ήδη καταρρέουσα οικονομία να συμπαρασύρει την τραυματισμένη από τους ίδιους πολιτική και εν τέλει τη δημοκρατία. Ας είναι, λοιπόν, πιο προσεκτικοί...
Εδώ που τα λέμε το αποτέλεσμα των χθεσινών ιταλικών εκλογών είναι από πολλές απόψεις συγκλονιστικό, καθώς όλες οι εκτιμήσεις συμπίπτουν στο ότι παράγει συνθήκες ακυβερνησίας και αποτελεί ένα χαστούκι προς το ιταλικό πολιτικό σύστημα και τη λιτότητα της Μέρκελ.Αν θελήσουμε να πάμε λίγο βαθύτερα από την πλάκα και την επιφάνεια, θα πρέπει να επιστρέψουμε σε μια διαπίστωση που ισχύει εδώ και αρκετό καιρό: η κρίση της ευρωζώνης είναι πλέον, σε μεγάλο βαθμό, εκτός από οικονομική, και πολιτική – και μάλιστα με πολλούς τρόπους:
1. Η ευρωζώνη έχει σοβαρό ζήτημα διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα του γερμανικού μοντέλου διαχείρισης της κρίσης, το οποίο αποθεώνει τη λιτότητα ως υποτιθέμενο μέσο «εξυγίανσης» των δημόσιων οικονομικών και αντιμετώπισης του υπερσυσσωρευμένου χρέους των χωρών του ευρώ.
2. Τα εθνικά συστήματα εξουσίας, υιοθετώντας το καταστροφικό για τις οικονομίες και τις κοινωνίες γερμανικό μοντέλο, πληρώνουν ακριβά την οικειοθελή προσαρμογή τους σε αυτό ή / και την αδυναμία τους να προβάλουν αντίσταση στον εξανδραποδισμό των ευρωπαϊκών λαών που εξελίσσεται στο όνομα των χρεών και της δημοσιονομικής «ορθοδοξίας».
3. Διεφθαρμένα κόμματα και κυβερνήσεις, αφού απαξίωσαν την πολιτική, εν συνεχεία οδήγησαν στη βίαιη πτώχευση εκατομμύρια ανθρώπους και πληρώνουν τώρα ακριβά με την απόρριψή τους την οργή των κοινωνιών πριν ακόμη γίνει σαφές αν υπάρχει – και ποιο είναι – ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης διαχείρισης τόσο των κρατών όσο και της ίδιας της ευρωζώνης.
Εδώ όμως ας σταθούμε λίγο περισσότερο.
Στην Ιταλία τα προηγούμενα χρόνια οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, με τη δράση τους και το θλιβερό τέλος της, αλλά και η εκτεταμένη διαφθορά του πολιτικού συστήματος κατέστησαν κυρίαρχη την «τηλεοπτική δημοκρατία» του Μπερλουσκόνι.
Ακολούθως η – κυριολεκτικά – οργιώδης μπερλουσκονική διακυβέρνηση, στα τελειώματά της, κατάντησε αποθέωση της κλειδαρότρυπας, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι όχι μόνο έδωσε την κρίσιμη ώθηση στην Ιταλία προς τη χρεοκοπία, αλλά επιπλέον ευτέλισε την πολιτική και την ίδια τη δημοκρατία, την οποία ο περιβόητος «Καβαλιέρε» αντιμετώπισε όπως τις πολυπληθείς νεαρές μαιτρέσσες του.
Η αποπομπή του Μπερλουσκόνι από την ίδια τη Μέρκελ όμως αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα προς τη βαριά τραυματισμένη Πολιτική και την ταλαιπωρημένη δημοκρατία τους, καθώς οι Ιταλοί είδαν – δίχως, έστω, έναν εκλογικό φερετζέ – την πολιτική εξουσία να μεταβιβάζεται «άνωθεν» στον τεχνοκράτη, τραπεζίτη και εκλεκτό της Γερμανίας Μάριο Μόντι, ο οποίος ανέλαβε να διεκπεραιώσει τη γερμανική εντολή εφαρμογής ενός μνημονίου... χωρίς μνημόνιο.
Στην Ελλάδα μια παρόμοια διαδικασία – η «άνωθεν» αποπομπή του Γ. Παπανδρέου και η εγκατάσταση του Λ. Παπαδήμου στη θέση του πρωθυπουργού, επίσης χωρίς εκλογές, αλλά και με την καταφανή επιβολή του από τους αλαλάζοντες και εκβιάζοντες μιντιάρχες και τους υπαλλήλους τους – κατέστησε γενική τη βεβαιότητα ότι η εφαρμογή των μνημονίων στην Ελλάδα προϋποθέτει τη μετατροπή της δημοκρατίας σε καρικατούρα.
Οι αμέσως επόμενες διαδοχικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 ήταν κόλαφος για το μεταπολιτευτικό σύστημα εξουσίας, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο κόμμα και αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και με το ξεπέταγμα της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, η οποία σήμερα, ελάχιστους μήνες μετά, είναι δημοσκοπικά το τρίτο κόμμα χωρίς αντίπαλο.
Στην Ελλάδα λοιπόν η οργή και η απόρριψη οδηγήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις:
● Τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ως διάδοχος του ΣΥΝ, είναι ένα κατ’ εξοχήν θεσμικό κόμμα, το οποίο αναδείχθηκε – ελλείψει άλλης ορατής ή πρόθυμης – ως η θεσμική επιλογή διαμαρτυρίας και ήδη επιχειρεί να διαμορφώσει ένα κυβερνητικό σχέδιο διαχείρισης της κρίσης και εξόδου από αυτήν. Είναι άγνωστο αν θα τα καταφέρει, αλλά σε κάθε περίπτωση το επιχειρεί με πολιτικούς όρους.
● Τη Χρυσή Αυγή, η οποία διαπρέπει ως ένας αυθεντικός κήρυκας μίσους, αποτελεί το καταφύγιο μιας τυφλής και κατ’ εξοχήν αντιπολιτικής οργής.
Στην Ιταλία το χθεσινό αποτέλεσμα είναι λίγο πιο περίπλοκο, καθώς η οργή των Ιταλών έφερε σε θέση ισχύος:
● Τον υπεύθυνο για τον ευτελισμό της πολιτικής και της δημοκρατίας Μπερλουσκόνι, ο οποίος απεικονίζει το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας αυτής.
● Τον πρώην κωμικό ηθοποιό Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος, ως απότοκος της διακυβέρνησης Μπερλουσκόνι και Μόντι, επαγγέλλεται το γκρέμισμα του παλαιού διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας προσελκύοντας κυρίως ψήφους απόρριψης της πολιτικής διαφθοράς, των ΜΜΕ, των τραπεζών κ.λπ., αλλά χωρίς να είναι σαφές αν μπορεί να εξελιχθεί σε μια δημοκρατική σταθερά με προοπτική διακυβέρνησης.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία – όπως άλλωστε στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και αλλού – τίποτε δεν έχει κριθεί και μάλλον θα αργήσει να κριθεί. Ωστόσο είναι βέβαιο πως «Το Ποντίκι» ορθώς προειδοποιούσε από την αρχή της κρίσης, πριν ακόμη χτυπήσει επισήμως την πόρτα μας, ότι η διαχείρισή της πρέπει πάση θυσία να παραμείνει πολιτική.
Όσοι λοιπόν βλακωδώς ή συνειδητά απαξιώνουν τα δημοκρατικά ανακλαστικά και τις ανάλογες σημερινές ή μελλοντικές επιλογές του ελληνικού λαού εν ονόματι φθηνών προσωπικών ή εταιρικών συμφερόντων, ας θυμούνται πάντα ότι, εξ αιτίας των μνημονιακών εγκλημάτων, η χώρα απειλείται να μετατραπεί σε σωρό ερειπίων.
Ο δε σοβαρότερος κίνδυνος είναι η ήδη καταρρέουσα οικονομία να συμπαρασύρει την τραυματισμένη από τους ίδιους πολιτική και εν τέλει τη δημοκρατία. Ας είναι, λοιπόν, πιο προσεκτικοί...