Ενα τρίτο επίσης γνωστό–άγνωστο, αφού τείνουμε να το παραβλέπουμε ή να το μειώνουμε παρότι το γνωρίζουμε, αφορά την πνευματική ζημία που μας προκαλεί το αίσθημα αδικίας, ριζωμένο από τη μυθική εποχή που ο Πάρις αδίκησε τον Μενέλαο· για να διευκολύνει την εκδίκησή του ο ερωτικά προσβληθείς, έσπευσε να ταυτίσει τον αδικηθέντα εαυτό του με το βασίλειό του, το δε βασίλειό του με ολόκληρο τον τόπο, που δεν είχε ακόμα το όνομα της Ελλάδας (ως προς αυτό τού μοιάζουν απολύτως οι δικοί μας ηγέτες, που ταυτίζουν εαυτόν με το κόμμα τους, το δε κόμμα τους με τη χώρα). Εξαιτίας αυτού του ανίατου αισθήματος συνηθίζουμε να καταγγέλλουμε συλλήβδην τους ξένους ότι δεν αναγνωρίζουν τις τεράστιες οφειλές τους στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ετσι, όποτε κάποιος μη Ελλην τιμά λόγω ή έργω την Ελλάδα, νιώθουμε πως είναι η πρώτη φορά. Ενώ δεν είναι. Και το ξέρουμε. Απλώς ρυθμίζουμε τη μνήμη μας έτσι που να εξυπηρετεί τα παράπονα ή τα μυθεύματά μας.
Και το ισπανικό βιντεάκι, σαν πρωτοφανές και πρωτάκουστο το παρακολουθήσαμε. Μολαταύτα, ανακοίνωσε πράγματα ειπωμένα κατ’ επανάληψη και κατέθεσε αισθήματα ευγνωμοσύνης που τα έχουν ήδη εκφράσει ποιητές, φιλόσοφοι, ζωγράφοι, πολιτικοί, ιστορικοί, «ανώνυμοι« σε κάθε γωνιά του κόσμου. Θυμίζω την πρόταση της Γερμανίδας ιστορικού Λεονόρα Ζέελινγκ, ενάμιση χρόνο πριν, να επιβληθεί έκτακτος πολιτιστικός φόρος προς περίσωση της ελληνικής οικονομίας, να πληρώνει δηλαδή κάθε Ευρωπαίος πέντε λεπτά του ευρώ για κάθε ελληνική λέξη που χρησιμοποιεί, έστω κι αν δεν ξέρει ή δεν υποψιάζεται την καταγωγή της. «Στην αφόρητη υπερβολή της λοιδορίας κατά της Ελλάδας από Γερμανούς πολιτικούς και δημοσιογράφους», έγραφα τότε εδώ υπό τον τίτλο «Δώσ’ μου τη λέξη σου, πάρε το σέντσι μου», «η κ. Ζέελινγκ προέκρινε να απαντήσει με την υπερβολή της πρότασης για τη θέσπιση συμβολικού γλωσσικού φόρου, αναφέροντας δειγματοληπτικά τις λέξεις ψυχή, ψυχανάλυση, δημοκρατία, πολιτική, μουσείο, Ευρώπη και ευρώ». Φυσικά, η πρόταση έπεσε στο κενό· προς υπόμνηση υποβλήθηκε άλλωστε, συνταγμένη από ένα πνεύμα δικαιοσύνης, και όχι για να περάσουν υποχρεωτικά οι πολιτισμικές δοσοληψίες από τελωνεία.
Για να μείνουμε όμως στη γερμανική αναγνώριση οφειλομένων (που δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνει το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις), μήπως και κατευναστεί ελαφρώς το πνιγηρό αίσθημα αδικίας που μόνο τον καταστροφικό αυτοβαυκαλισμό υπηρετεί, ας ξαναδιαβάσουμε όσα έγραφε το 1919 ένας κατεξοχήν γνώστης, ο Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς–Μέλεντορφ, από τους σημαντικότερους μελετητές της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στο βιβλίο του «Πλάτων» (μετάφραση Ξενοφών Αρμύρος, Κάκτος, 2005): «Η Αθήνα δεν είναι η Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Δεν απαιτούμε από τους Κινέζους, Ινδούς και Σημίτες να είναι Ελληνες. Και αυτοί είχαν τους θεούς τους. Νιώθουμε Γερμανοί και δεν θέλουμε να είμαστε Ελληνες. Αλλά για εμάς ο ελληνισμός είναι περισσότερο από ένας μεγάλος, ξένος πολιτισμός. Μέσα από τη ρωμαϊκή του μορφή στην αρχή, και μετά απευθείας, συνέβαλε στη δημιουργία του δικού μας, έγινε λοιπόν ένα κομμάτι του ίδιου μας του παρελθόντος. Αλλά δεν σταματάει εκεί. Τον έχουμε και θα τον έχουμε ανάγκη για πάντα, για να γινόμαστε άνθρωποι, όχι απλώς Γερμανοί, αλλά επίσης και για να παραμένουμε σωστοί Γερμανοί. Τον έχουμε απόλυτη ανάγκη, ακριβώς τώρα». Δυστυχώς, όσα ζοφερά ακολούθησαν στη Γερμανία, ο θάνατος του λόγου και της δημοκρατίας και η φονική μισαλλοδοξία ως μαζικά υποστηριγμένο καθεστώς, καμία σχέση δεν είχαν με την αρχαιοελληνική κληρονομιά, την οποία πάντως επικαλέστηκαν κάμποσοι χιτλερικοί, όπως δα την επικαλούνται, με το ίδιο παραχαρακτικό πνεύμα, και τα ημεδαπά αποθρασυμένα ναζιστίδια.
Για να γυρίσουμε στο ισπανικό βιντεάκι και κάθε ανάλογη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, το ερώτημα είναι πάντοτε το ίδιο: Μας πείθουν να ξαναδιαβάσουμε το παρελθόν, κάπως βαθύτερα πια, μήπως και σχεδιάσουμε ένα μετρημένο, δίκαιο, δημοκρατικό και ανθρωπιστικό μέλλον, ή επιτείνουν τη ναρκισσιστική υπεροψία μας και νομιμοποιούν τη φυλετική μας μέθη; Αν κρίνουμε και από τον διαδικτυακό διάλογο, μια ευκαιρία αυτοφενακισμού βρήκαμε πάλι.
Από την Καθημερινή