Ανάμεσα στα γεγονότα κάθε βδομάδας υπάρχουν εκείνα που τραβούν σχεδόν όλη την προσοχή της δημοσιότητας και άλλα που αποκτούν μια κάποια θεσούλα στις ειδήσεις δίχως τον ανάλογο θόρυβο. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει και η τελευταία έκθεση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε) για την επέκταση των μορφών «ευέλικτης και εκ περιτροπής απασχόλησης». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα στοιχεία που μαθαίνουμε δεν είναι απλώς ύλη για το ρεπορτάζ του υπουργείου Εργασίας ή για ένα ακόμα πρόχειρο σχόλιο των οικονομικών του Μνημονίου: τα στοιχεία μαρτυρούν την πιο βαθιά πλευρά μιας ανώμαλης μετάβασης, μιας εκ βάθρων αλλαγής στους όρους της καθημερινότητας και στη δομή των κοινωνικών σχέσεων. Αν τούτες τις μέρες η παντομίμα με τις «αντιδράσεις» της τρόικας καταπίνει τον βασικό χρόνο της ενημέρωσης, η έκθεση του ΣΕΠΕ δεν προσφέρεται ούτε για θεατρικές διασκευές ούτε για έξυπνες κουβεντούλες στο tweeter.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη την οποία καταγράφει η έκθεση εξηγεί, ώς ένα βαθμό, τους αποπροσανατολισμούς και τις αδράνειες που επικρατούν. Και αυτό γιατί πίσω από τις επίσημες ονομασίες, πίσω από τη φράση «ευέλικτες ή εκ περιτροπής συμβάσεις», προβάλλει πια το φάντασμα της μη σύμβασης, της αποθεσμοποίησης της εργασίας. Με πολύ γρήγορους ρυθμούς, η εργασία χάνει τη νομική της προστασία αφού ήδη έχει αποσυνδεθεί από την έννοια του αξιοπρεπούς εισοδήματος. Έχουμε έτσι τη σκληρή διάψευση μιας ιδεολογίας και της συναφούς ρητορικής: το τσαλάκωμα της ιδεολογίας των ελεύθερων επιλογών που υποτίθεται ότι βρίσκονται στη βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι ατομικές επιλογές γίνονται, εκ νέου, προνόμιο της τύχης ή, όπως το θέλει η γλώσσα της εποχής, μια πολυτέλεια. Για όσους προσέρχονται στην αγορά εργασίας ως ικέτες, ο «αστικός ατομικισμός» δεν έχει κανένα νόημα. Με αυτό τον τρόπο και η κληρονομημένη ελληνική ιδεολογία της ανεξάρτητης ή δίχως αφεντικό εργασίας συναντά σήμερα την ακραία, την πιο βάναυση ακύρωσή της: μια κοινωνική πραγματικότητα όπου τα αποθέματα ανεξαρτησίας και η διαπραγματευτική ισχύς των πιο αδύναμων συρρικνώνονται αν δεν εξαφανίζονται πλήρως.
Ποιες συνέπειες θα έχει τούτη η διάψευση στα χρόνια που έρχονται; Κανένας δεν είναι ασφαλώς σε θέση να το γνωρίζει. Αλλά η εικόνα μιας κοινωνίας με περισσότερους αδύναμους ανθρώπους, με ευτελισμούς και αχαρτογράφητες ματαιώσεις, δεν υπόσχεται τίποτα καλό για τη δημοκρατία. Αυτή η τελευταία, η δημοκρατία, προϋποθέτει ισχυρούς δημόσιους θεσμούς. Αλλά η αποθεσμοποίηση της εργασίας και η μαζική παραγωγή ανταγωνιζόμενων ικετών φτιάχνει το αντίθετο: μεγαλύτερη πολιτική αποξένωση και ψυχικό ξεχαρβάλωμα των ανθρώπων.
Πέρα από όλα τα άλλα, η ρήξη με τις συμβάσεις υπονομεύει τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη η οποία εκπολιτίζει, έστω ατελώς και πάντα προσωρινά, τις αστικές κοινωνίες. Ο εκ περιτροπής εργαζόμενος είναι ήδη λειψός πολίτης, πολίτης που άγεται και φέρεται από τις ανάγκες του. Το ερώτημα είναι αν μια άλλη πολιτική μπορεί να ανακόψει τη δυναμική της αγοραίας επισφάλειας χωρίς την αυταπάτη της επανόδου στις βεβαιότητες της ελληνικής ιδεολογίας. Και είναι, βέβαια, κι αυτό ένα ερώτημα υψηλής δυσκολίας όπως όλα τα ερωτήματα που πάνε πέρα από τους καβγάδες των δελτίων και τα λακτίσματα των social media.
Πηγή: Αυγή
Ποιες συνέπειες θα έχει τούτη η διάψευση στα χρόνια που έρχονται; Κανένας δεν είναι ασφαλώς σε θέση να το γνωρίζει. Αλλά η εικόνα μιας κοινωνίας με περισσότερους αδύναμους ανθρώπους, με ευτελισμούς και αχαρτογράφητες ματαιώσεις, δεν υπόσχεται τίποτα καλό για τη δημοκρατία. Αυτή η τελευταία, η δημοκρατία, προϋποθέτει ισχυρούς δημόσιους θεσμούς. Αλλά η αποθεσμοποίηση της εργασίας και η μαζική παραγωγή ανταγωνιζόμενων ικετών φτιάχνει το αντίθετο: μεγαλύτερη πολιτική αποξένωση και ψυχικό ξεχαρβάλωμα των ανθρώπων.
Πέρα από όλα τα άλλα, η ρήξη με τις συμβάσεις υπονομεύει τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη η οποία εκπολιτίζει, έστω ατελώς και πάντα προσωρινά, τις αστικές κοινωνίες. Ο εκ περιτροπής εργαζόμενος είναι ήδη λειψός πολίτης, πολίτης που άγεται και φέρεται από τις ανάγκες του. Το ερώτημα είναι αν μια άλλη πολιτική μπορεί να ανακόψει τη δυναμική της αγοραίας επισφάλειας χωρίς την αυταπάτη της επανόδου στις βεβαιότητες της ελληνικής ιδεολογίας. Και είναι, βέβαια, κι αυτό ένα ερώτημα υψηλής δυσκολίας όπως όλα τα ερωτήματα που πάνε πέρα από τους καβγάδες των δελτίων και τα λακτίσματα των social media.
Πηγή: Αυγή