Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Το ιδεολογικό «βάθος» των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Του Ανδρέα Καρίτζη


Συχνά δημιουργείται η αίσθηση ότι η ακροδεξιά ρητορική και πρακτική της κυβέρνησης στο 
ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων είναι μια συνοδευτική αλλά σχετικά ανεξάρτητη 
πολιτική επιλογή από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Υπάρχει η εκτίμηση ότι η ακροδεξιά γραμμή στο θέμα αυτό επιλέγεται για να αποπροσανατολίσει, να καλλιεργήσει φόβο στους ημεδαπούς, να διεγείρει συντηρητικά αντανακλαστικά και τελικά να δημιουργήσει μια νέα σφαίρα συναίνεσης αυτών που υποφέρουν, γύρω από τη μνημονιακή παράταξη.Ενώ ισχύουν τα παραπάνω, εκτιμώ ότι δεν ευσταθεί η εκτίμηση ότι πρόκειται για σχετικά ανεξάρτητη πολιτική επιλογή που οφείλεται στη συγκυριακή και άρα συμπτωματική επικράτηση ακροδεξιών απόψεων στην ηγεσία της μνημονιακής παράταξης. Αντιθέτως, η μνημονιακή πολιτική ηγεσία δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικά μνημονιακή χωρίς να είναι ταυτόχρονα ακροδεξιά. Και τούτο διότι η ακροδεξιά πολιτική στο ζήτημα των μεταναστών είναι κεντρικής σημασίας για την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής σήμερα για βαθύτερους λόγους από τους προαναφερθέντες. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται από τη μεριά μας η στάθμιση του «βάθους» της ακροδεξιάς μεταναστευτικής πολιτικής στον νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό και η εκπόνηση μιας κατάλληλης στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη αυτό το βάθος.



Η νεοφιλελεύθερη λογική υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κοινωνία η οποία βουλεύεται (ακόμη και με συγκρούσεις) για να αντιμετωπίσει συλλογικά όσα την αφορούν, αλλά άτομα, ο ανταγωνισμός των οποίων οφείλει να ρυθμίσει όλα τα ζητήματα. Η δημοκρατία και η κοινωνική αλληλεγγύη είναι «δεισιδαιμονίες» που νοθεύουν τον «ορθολογικό» ανταγωνισμό της αγοράς. Ενδεχόμενες ανισότητες είναι αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού και άρα οφείλουν να γίνονται σεβαστές και γιατί όχι καλοδεχούμενες. Η (οικονομική) ιεραρχία δεν εκπορεύεται βεβαίως από τον θεό (όπως στον Μεσαίωνα) αλλά από τον «ορθολογικό» ανταγωνισμό, γεγονός που την καθιστά «αντικειμενική» και υπερασπίσιμη με κάθε μέσο. Συνεπώς μια πολιτική που ενισχύει τη θέση των οικονομικά ισχυρών (διάβαζε: νικητές στον ανταγωνισμό) έναντι των υπολοίπων είναι η μόνη έλλογη επιλογή, ενώ όποιοι διαφωνούν κινούνται στη σφαίρα της δεισιδαιμονίας (του λαϊκισμού).



Αυτή η λογική διέπει τη μνημονιακή πολιτική, η οποία θυσιάζει τις λαϊκές τάξεις για να ενισχύσει τους οικονομικά ισχυρούς, υπηρετώντας την «αντικειμενική» ιεραρχία. Η μνημονιακή ανάπτυξη ακολουθεί επίσης αυτό το μοτίβο: η ζωή των λαϊκών τάξεων επιτρέπεται να τύχει βελτίωσης μόνο ως συνέπεια της υψηλής κερδοφορίας των οικονομικά ισχυρών. Οτιδήποτε διαρρηγνύει αυτή την ιεραρχία προτεραιοτήτων συνιστά μείζον «έγκλημα» από αυτά που ονειρεύεται ο «επικίνδυνος» ΣΥΡΙΖΑ.



Ας έρθουμε τώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών. Η αγριότητα απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όπως και η μνημονιακή αγριότητα, εκπορεύεται από την προαναφερθείσα λογική και προς όφελος των ίδιων συμφερόντων. Το ενδιαφέρον είναι η επιπρόσθετη ιδεολογική αξιοποίηση της εν λόγω αγριότητας. Η προηγούμενη λογική, η οποία μόνο υπαινικτικά διατυπώνεται όταν αφορά τα Μνημόνια και πάντα διανθισμένη με ωραίες εκφράσεις, στο θέμα αυτό διατυπώνεται ευθαρσώς και χωρίς ωραιοποιήσεις. Η ιεραρχία διαπλέκεται με την εθνικότητα και το χρώμα και η σφοδρότητα της επίθεσης στους πιο αδύναμους αποτελεί αντικείμενο υπερηφάνειας. Ο στόχος αυτής της επιλογής είναι βαθύτατα ιδεολογικός και στοχεύει σε πολύ περισσότερα από όσα φαίνονται σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο στόχος είναι τα γηγενή θύματα του Μνημονίου να ταυτιστούν με τους θύτες τους και να εθιστούν στη λογική τους αποδεχόμενοι σιωπηρά την «ορθολογικότητα» της βίας που υφίστανται εν τέλει και οι ίδιοι.



Η αποδοχή από κάποιον που σήμερα πλήττεται από το Μνημόνιο ότι κάποια άλλη ανθρώπινη ζωή είναι σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις επιδιώξεις αυτών που προηγούνται στην ιεραρχία, ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι είναι απλά «ενοχλητικά» νούμερα, ότι η ωμή βαρβαρότητα σε κάποιους άλλους είναι «λύση», ότι η ύπαρξη κάποιου άλλου από μόνη της είναι απειλή κ.ο.κ. έχει ως συνέπεια την άρρητη συναίνεση και στη δική του αντιμετώπιση με τον ίδιο τρόπο. Αποδέχεται τη λογική της μνημονιακής πολιτικής που τον ισοπεδώνει, στην οποία ο άλλος είναι προφανώς αυτός. Τι άλλο είναι η περικοπή των συντάξεων και ο αποκλεισμός από το νοσοκομείο παρά το αποτέλεσμα της αντίληψης ότι η βαρβαρότητα είναι «λύση» στο δημοσιονομικό πρόβλημα;



Αν συναινεί κάποιος στο να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτοί που βρίσκονται από κάτω του, τότε ασυναίσθητα χάνει κάθε ηθικό έρεισμα για την αντίσταση στη μείωση του μισθού του ή την απόλυση που του επιβάλλει ο αμέσως από πάνω του. Αν ένας συνταξιούχος αποδέχεται ότι στον μετανάστη επιτρέπεται κάθε αγριότητα, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί την εγκυρότητα της ίδιας σκέψης από τη μεριά του τραπεζίτη: για το συμφέρον μου επιτρέπεται κάθε αγριότητα απέναντι στους συνταξιούχους.



Η υιοθέτηση της λογικής του θύτη από το θύμα συνιστά κεντρικό στοιχείο για την επιτυχία της μνημονιακής πολιτικής και η ακροδεξιά πολιτική στο μεταναστευτικό είναι ο τόπος όπου επιχειρείται αυτή η βαθύτατη και εν πολλοίς ασυναίσθητη συναίνεση. Μια τέτοια συναίνεση είναι σε θέση να αμβλύνει καταλυτικά αλλά με ανεπαίσθητο τρόπο το δυναμικό της λαϊκής αντίστασης στη μνημονιακή πολιτική. Συνεπώς, η υιοθέτηση της λογικής του ισχυρού στο μεταναστευτικό από αυτούς που πλήττονται από τα Μνημόνια διαμορφώνει έναν βαθύτερο ιδεολογικό συσχετισμό που σε περιόδους όπως αυτή που ζούμε επιδρά αποφασιστικά στον πολιτικό συσχετισμό ανταγωνιζόμενος τις υλικές συνέπειες του Μνημονίου. Γι' αυτό η επιδέξια σύγκρουση με την ακροδεξιά πολιτική στο μεταναστευτικό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την έκβαση της κεντρικής πολιτικής μάχης στη χώρα μας, καθώς αυτή η πολιτική δεν αποτελεί απλώς αποπροσανατολισμό ή μια επιδερμική προσπάθεια προσωρινού προσεταιρισμού συντηρητικών ακροατηρίων.



* Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: avgi.gr