Το θέμα δεν είναι ο Φίλης, είναι η δημοκρατία
γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος
Τα πραγματικά περιστατικά. Ξεκινάω από τα πραγματικά περιστατικά. Πάντα έχουν σημασία, και στην περίπτωσή μας, πολύ μεγάλη. Πώς ξεκίνησε όλη η ιστορία; Την Τρίτη το βράδυ, στο τέλος μιας τρίωρης σχεδόν τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Νίκος Χατζηνικολάου ρώτησε τον υπουργό Παιδείας αν επιμένει στην (παλιότερη) άποψή του περί «εθνοκάθαρσης», και όχι «γενοκτονίας» των Ποντίων. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι η παγίδα είχε ήδη στηθεί. Το δύσκολο είναι να πει πώς μπορούσε να ξεφύγει ο ερωτώμενος. Ο Ν. Φίλης, πιστεύω, έκανε το μόνο αξιοπρεπές: με ηρεμία (και πολύ προσεκτικά, για να μην πω συντηρητικά) εξήγησε την άποψή του, μιλώντας επίσης για τον πόνο και τη σφαγή των Ποντίων, και διευκρινίζοντας ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση της Βουλής.
Είπε επί λέξει: «Ως δημοσιογράφος, έκανα τη δήλωση, συμμεριζόμενος απόψεις πολλών ιστορικών και πολλών διεθνολόγων. Κάναμε διάκριση ανάμεσα στην εθνοκάθαρση την αιματηρή και το φαινόμενο της γενοκτονίας. Αυτό δεν σημαίνει, δεν σημαίνει, επ’ ουδενί, ότι δεν αναγνωρίζουμε το αίμα, τον πόνο, όσα έχουν υποστεί οι Πόντιοι, από τη θηριωδία των Τούρκων». Και διευκρίνισε σε κάποιον διαμαρτυρόμενο από το κοινό: «Δεν θέλω να επιβάλω τις απόψεις μου ως κρατική πολιτική. Η κρατική πολιτική αναγνωρίζει ημέρα γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Αν γίνει η συζήτηση ψύχραιμα και επαναλαμβάνω, επί επιστημονικού επιπέδου, είναι άλλο πράγμα η εθνοκάθαρση, όσο αιματηρή και αν είναι, και άλλο πράγμα η γενοκτονία και το ολοκαύτωμα». Και επανέλαβε: Το λέω «με σεβασμό στον πόνο των Ποντίων», ενώ ο δημοσιογράφος υποτονθόρυζε: «Αλλά, χμ χμ, καταλαβαίνετε το βάρος που έχει η δήλωση όταν γίνεται από τον υπουργό Παιδείας… αποκτά άλλο βάρος».
Τι άλλο μπορούσε να κάνει άραγε ο Ν. Φίλης; Να πει ότι δεν θυμάται; Να έπαιρνε το εξαφανιζόλ; Να προφασιζόταν αίφνης σωματική ανάγκη και να γινόταν μπουχός; Να ξιφουλκούσε εναντίον του εαυτού του; Να αρνούνταν να απαντήσει λέγοντας ότι αυτά «παραπλανούν τον λαό»: Να έλεγε ότι για να γίνεις υπουργός απαιτείται πιστοποιητικό «εθνικών φρονημάτων» και να έβγαζε από την τσέπη μια μίνι ποντιακή λύρα και να συνέχιζε τραγουδώντας και χορεύοντας το «Μακεδονία ξακουστή»; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις (τις παραπάνω στάσεις, σε κάπως ηπιότερη μορφή, τις έχουμε δει κάμποσες φορές από πολιτικούς) θα τον κατηγορούσαμε μάλλον –και ευλόγως– ως υποκριτή, δειλό, πολιτικάντη, «κωλοτούμπα» κλπ. κλπ.
To μαγικό σφουγγάρι
Στον ορυμαγδό που ακολούθησε, ένα μαγικό «εθνικό» σφουγγάρι τα έσβησε όλα — και μαζί εξαφανίστηκε και κάθε σχέση με την πραγματικότητα. Ξεχάστηκε ως διά μαγείας το ότι ο Ν. Φίλης απάντησε σε ερώτηση (και έτσι ακούσαμε κάποιους να λένε ότι δεν ήταν ανάγκη να ανοίξει το θέμα!), το ότι μίλησε για «θηριωδία» και «εθνοκάθαρση». Νομίζω ότι ένας ξένος (ή, μάλλον, εξωγήινος) που θα προσπαθούσε να συνάγει το νόημα των δύο αυτών λέξεων, με βάση τις αντιδράσεις, θα συμπέραινε ότι η «εθνοκάθαρση» και η «θηριωδία» είναι πολύ καλά πράγματα, απαλά και ευχάριστα, σχεδόν συνώνυμα της απόλαυσης και του πάρτυ («Να σας προσφέρω μιαν εθνοκάθαρση;» «Α, ευχαριστώ πολύ, μόλις τραταρίστηκα μιαν θηριωδίαν, ευχαριστώ!») — εξού και οι τόσο οργισμένες αντιδράσεις!
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι ο Φίλης. Ούτε το άνοιγμα της συζήτησης περί εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.Το ζήτημα είναι η δημοκρατία, η ελευθερία της έκφρασης και της έρευνας· γιατί αυτά απειλούνται. Είναι τερατώδες να θεωρείται ότι όποιος μιλάει για «εθνοκάθαρση» αμφισβητεί τη σφαγή ή τη μνήμη. Είναι επικίνδυνο όποιος έχει άλλη άποψη από την απόφαση της Βουλής να θεωρείται βλάσφημος. Γιατί με τέτοιους όρους, ως βέβηλος και βλάσφημος, που ασέβησε στα (εθνικά) θεία, αντιμετωπίστηκε ο υπουργός — όπως έλεγε ένας φίλος, με ιδία δυστυχώς πείρα.
Το ξόανο της νέας εθνικοφροσύνης
Προσωπικά, ένιωσα απελπισία όταν άρχισα να διαβάζω τις αντιδράσεις των κομμάτων: η ΝΔ προσεβλήθη αιφνιδίως από οξεία σαμαρίτιδα και πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, για τη ΧΑ δεν το συζητώ καν, Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι καταδίκασαν (όχι την επίθεση, αλλά τον υπουργό), μιλώντας για «πρόκληση» η πρώτη και για «ιδεοληψία» και ολέθριο σφάλμα το δεύτερο, οι ΑΝΕΛ επισήμαναν ότι ο Ν. Φίλης «υπερέβη τα εσκαμμένα» και τον κατηγόρησαν ότι «υπέπεσε στο μείζον παράπτωμα της προσβολής όχι μόνο της συλλογικής ιστορικής μνήμης των Ποντίων, αλλά της εθνικής ιστορικής μνήμης σύσσωμου του Ελληνισμού». Το ΚΚΕ μας θύμισε ότι έχει ψηφίσει υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας και στηλίτευσε τον «αποπροσανατολισμό από την αντιλαϊκή λαίλαπα», η ΛΑΕ σε μια θλιβερή ανακοίνωση κατήγγειλε «ότι το θέμα του σφαγιασμού 353.000 Ελλήνων του Πόντου αμφισβητείται από τα επίσημα πλέον χείλη του κ. Φίλη ως υπουργού», ο Βασίλης Λεβέντης ζήτησε να «ζητήσει συγγνώμη ο Φίλης», αφού «κάθε άνθρωπος έχει τη γνώμη του, αλλά την άποψη την κρατάμε μέσα μας». Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση, τέλος, μίλησαν για το δικαίωμα του υπουργού να διατυπώνει «προσωπικές απόψεις επιστημονικού χαρακτήρα». Τόσο χλιαρά, σαν να μην έχουν αίσθηση του τι διακυβεύεται. Γιατί, έτσι που το διαβάζω, αυτό το «προσωπικές απόψεις» μου μοιάζει λίγο σαν να λέμε ότι έχει κάποια ιδιορρυθμία, που ανεχόμαστε: Πώς λέμε φοβερός επιστήμονας, αλλά έχει μια παραξενιά, να μασάει μουρνόφυλλα όταν γράφει· ή μέγας καλλιτέχνης αλλά κοιμάται στην καπνοδόχο (καθαρά προσωπική συνήθεια). Δικαίωμα του, «ξα του!», που λέμε και στην Κρήτη. Έτσι όμως σε λίγο θα καταντήσουμε να βγαίνουν ανακοινώσεις ότι κάποιος έχει δικαίωμα «προσωπικά» να λέει τη γνώμη του ή δικαιούται, σε «προσωπικό» επίπεδο, να διαμαρτύρεται όταν τον ξυλοφορτώσουν· είναι αναφαίρετο δικαίωμά του.
Μια εικόνα μου έρχεται στο μυαλό: ένα ξόανο απειλητικό, της πατριδοκάπηλης εθνικοφροσύνης. Κάποιοι που το λατρεύουν, όπως ο Άδωνης ή ο Μάκης Βορίδης, το στρέφουν απειλητικά εναντίον όχι μόνο των «εχθρών» αλλά των πάντων, που αν δεν το αποδώσουν τιμές σ’ αυτό, θα κατηγορηθούν ως ηλαττωμένου φρονήματος. Κι έτσι σπεύδουν όλοι, να το ασπαστούν, ομνύουν σε αυτό ή έστω το «σέβονται», για να το ξορκίσουν, να αποφύγουν την κακοποιό του δύναμη· γιατί όλοι το τρέμουν. Ένας φαύλος κύκλος, ένα ροδάνι χωρίς σταματημό. Κι έτσι καταντάμε να φοβόμαστε και τον ίσκιο μας, όπως η κυβέρνηση, και να μετράμε με το σταγονόμετρο τις δηλώσεις μας, ενώ έξω κάνει κατακλυσμό.
Ας δούμε τους τέσσερις δελφίνους της ΝΔ. Πρώτα βγήκε ο Τζιτζικώστας και με μειλίχια ακροδεξιό ύφος ζήτησε την παραίτηση Φίλη. Ο Άδωνης είπε ότι οι Πόντιοι ζητάν την κεφαλή Φίλη επί πίνακι. Ο Μεϊμαράκης, για να μην υστερήσει, εκτός του ότι δήλωσε ότι ο Φίλης «δεν κάνει για υπουργός», «διέρρευσε» ότι σκέφτεται να του κάνει πρόταση μομφής. Ασθμαίνων, ο φιλελεύθερος Κυριάκος καταδίκασε κι αυτός.
Η επίθεση στον Γ. Κουμουτσάκο
Kλείνω με τον άγριο ξυλοδαρμό Κουμουτσάκου: Και επειδή συνδέεται με τα παραπάνω, αλλά και γιατί αποτελεί, αυτοτελώς, μείζον θέμα.
Το πρώτο που χρειάζεται να κρατήσουμε είναι ότι (όπως βοούν όλα τα στοιχεία) πρόκειται για επίθεση Χρυσαυγιτών — όχι γενικά «αγανακτισμένων» ή κάτι τυχαίο. Και ας δούμε, στο γενικότερο κάδρο, πώς η Χρυσή Αυγή επιδιώκει, με την ευκαιρία αυτή, να αναβαπτιστεί στα «εθνικά νάματα», κολυμπώντας σαν το ψάρι στο νερό, μέσα στο πατριωταράδικο κλίμα των ημερών.
Από κει και πέρα, όσον αφορά την επίθεση, άκουσα αρκετούς να λένε περίπου «καλά να πάθει» ο Κουμουτσάκος (αφού η Ν.Δ. έχει στενούς δεσμούς με τη Χ.Α., αφού ο ίδιος μίλαγε για «λαθρομετανάστες» κ.ο.κ.). Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή, αν και όχι αβάσιμη πραγματολογικά, είναι εντελώς κοντόθωρη και λάθος πολιτικά. Ας σκεφτούμε, μόνο, τι σημαίνει ότι ένας βουλευτής, και μάλιστα της Δεξιάς, την επαύριο του συμβολικού «ξυλοδαρμού» Φίλη, τρώει κανονικό, κανονικότατο ξύλο από τη Χρυσή Αυγή, στο προαύλιο της Βουλής.
Είμαστε στο πλευρό του Γ. Κουμουτσάκου — γιατί, και πάλι, όπως και στην υπόθεση Φίλη, το θέμα δεν είναι ο Κουμουτσάκος, αλλά η δημοκρατία. Χωρίς ναι μεν αλλά, ή αστερίσκους. Με μία εξαίρεση: τη δήλωσή του, που επανέλαβε και ο Β. Μεϊμαράκης, αλλά και η Φ. Γεννηματά, ότι ηθικός αυτουργός της επίθεσης είναι ο Ν. Φίλης.
Αυτό είναι σημείο μελανό. Πρώτον, επειδή εισάγει μια πολύ επικίνδυνη λογική «ηθικής αυτουργίας», που εν τέλει μπορεί να αθωώνει τον δράστη ή να ελαφραίνει τον καταλογισμό. Δεύτερον, παραγνωρίζει ότι η Χρυσή Αυγή δεν χρειάζεται να «προκληθεί» — δρα αυτοτελώς με πυρήνα. Τρίτον, γιατί, ακόμα και αν μπούμε στην ολισθηρή λογική της πρόκλησης, αυτοί που προκάλεσαν, που «διήγειραν τους πολίτες» είναι οι καταγγέλλοντες, τα κανάλια και η οχλοβοή τους. Από αυτούς πείστηκε η «κοινή γνώμη» ότι κάτι τρομερό συμβαίνει, ότι ο υπουργός Παιδείας είπε κάτι φρικτό και αντεθνικό.
Ας σκεφτούμε την όλη ιστορία και υπό το φως του τελευταίου επεισοδίου της (του ξυλοδαρμού Κουμουτσάκου από τους ναζί) και ας πράξουμε όπως πρέπει. Με βάση, δηλαδή, τη βαρύτητα της υπόθεσης, που είναι μεγάλη.
γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος
Τα πραγματικά περιστατικά. Ξεκινάω από τα πραγματικά περιστατικά. Πάντα έχουν σημασία, και στην περίπτωσή μας, πολύ μεγάλη. Πώς ξεκίνησε όλη η ιστορία; Την Τρίτη το βράδυ, στο τέλος μιας τρίωρης σχεδόν τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Νίκος Χατζηνικολάου ρώτησε τον υπουργό Παιδείας αν επιμένει στην (παλιότερη) άποψή του περί «εθνοκάθαρσης», και όχι «γενοκτονίας» των Ποντίων. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι η παγίδα είχε ήδη στηθεί. Το δύσκολο είναι να πει πώς μπορούσε να ξεφύγει ο ερωτώμενος. Ο Ν. Φίλης, πιστεύω, έκανε το μόνο αξιοπρεπές: με ηρεμία (και πολύ προσεκτικά, για να μην πω συντηρητικά) εξήγησε την άποψή του, μιλώντας επίσης για τον πόνο και τη σφαγή των Ποντίων, και διευκρινίζοντας ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση της Βουλής.
Είπε επί λέξει: «Ως δημοσιογράφος, έκανα τη δήλωση, συμμεριζόμενος απόψεις πολλών ιστορικών και πολλών διεθνολόγων. Κάναμε διάκριση ανάμεσα στην εθνοκάθαρση την αιματηρή και το φαινόμενο της γενοκτονίας. Αυτό δεν σημαίνει, δεν σημαίνει, επ’ ουδενί, ότι δεν αναγνωρίζουμε το αίμα, τον πόνο, όσα έχουν υποστεί οι Πόντιοι, από τη θηριωδία των Τούρκων». Και διευκρίνισε σε κάποιον διαμαρτυρόμενο από το κοινό: «Δεν θέλω να επιβάλω τις απόψεις μου ως κρατική πολιτική. Η κρατική πολιτική αναγνωρίζει ημέρα γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Αν γίνει η συζήτηση ψύχραιμα και επαναλαμβάνω, επί επιστημονικού επιπέδου, είναι άλλο πράγμα η εθνοκάθαρση, όσο αιματηρή και αν είναι, και άλλο πράγμα η γενοκτονία και το ολοκαύτωμα». Και επανέλαβε: Το λέω «με σεβασμό στον πόνο των Ποντίων», ενώ ο δημοσιογράφος υποτονθόρυζε: «Αλλά, χμ χμ, καταλαβαίνετε το βάρος που έχει η δήλωση όταν γίνεται από τον υπουργό Παιδείας… αποκτά άλλο βάρος».
Τι άλλο μπορούσε να κάνει άραγε ο Ν. Φίλης; Να πει ότι δεν θυμάται; Να έπαιρνε το εξαφανιζόλ; Να προφασιζόταν αίφνης σωματική ανάγκη και να γινόταν μπουχός; Να ξιφουλκούσε εναντίον του εαυτού του; Να αρνούνταν να απαντήσει λέγοντας ότι αυτά «παραπλανούν τον λαό»: Να έλεγε ότι για να γίνεις υπουργός απαιτείται πιστοποιητικό «εθνικών φρονημάτων» και να έβγαζε από την τσέπη μια μίνι ποντιακή λύρα και να συνέχιζε τραγουδώντας και χορεύοντας το «Μακεδονία ξακουστή»; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις (τις παραπάνω στάσεις, σε κάπως ηπιότερη μορφή, τις έχουμε δει κάμποσες φορές από πολιτικούς) θα τον κατηγορούσαμε μάλλον –και ευλόγως– ως υποκριτή, δειλό, πολιτικάντη, «κωλοτούμπα» κλπ. κλπ.
To μαγικό σφουγγάρι
Στον ορυμαγδό που ακολούθησε, ένα μαγικό «εθνικό» σφουγγάρι τα έσβησε όλα — και μαζί εξαφανίστηκε και κάθε σχέση με την πραγματικότητα. Ξεχάστηκε ως διά μαγείας το ότι ο Ν. Φίλης απάντησε σε ερώτηση (και έτσι ακούσαμε κάποιους να λένε ότι δεν ήταν ανάγκη να ανοίξει το θέμα!), το ότι μίλησε για «θηριωδία» και «εθνοκάθαρση». Νομίζω ότι ένας ξένος (ή, μάλλον, εξωγήινος) που θα προσπαθούσε να συνάγει το νόημα των δύο αυτών λέξεων, με βάση τις αντιδράσεις, θα συμπέραινε ότι η «εθνοκάθαρση» και η «θηριωδία» είναι πολύ καλά πράγματα, απαλά και ευχάριστα, σχεδόν συνώνυμα της απόλαυσης και του πάρτυ («Να σας προσφέρω μιαν εθνοκάθαρση;» «Α, ευχαριστώ πολύ, μόλις τραταρίστηκα μιαν θηριωδίαν, ευχαριστώ!») — εξού και οι τόσο οργισμένες αντιδράσεις!
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι ο Φίλης. Ούτε το άνοιγμα της συζήτησης περί εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.Το ζήτημα είναι η δημοκρατία, η ελευθερία της έκφρασης και της έρευνας· γιατί αυτά απειλούνται. Είναι τερατώδες να θεωρείται ότι όποιος μιλάει για «εθνοκάθαρση» αμφισβητεί τη σφαγή ή τη μνήμη. Είναι επικίνδυνο όποιος έχει άλλη άποψη από την απόφαση της Βουλής να θεωρείται βλάσφημος. Γιατί με τέτοιους όρους, ως βέβηλος και βλάσφημος, που ασέβησε στα (εθνικά) θεία, αντιμετωπίστηκε ο υπουργός — όπως έλεγε ένας φίλος, με ιδία δυστυχώς πείρα.
Το ξόανο της νέας εθνικοφροσύνης
Προσωπικά, ένιωσα απελπισία όταν άρχισα να διαβάζω τις αντιδράσεις των κομμάτων: η ΝΔ προσεβλήθη αιφνιδίως από οξεία σαμαρίτιδα και πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, για τη ΧΑ δεν το συζητώ καν, Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι καταδίκασαν (όχι την επίθεση, αλλά τον υπουργό), μιλώντας για «πρόκληση» η πρώτη και για «ιδεοληψία» και ολέθριο σφάλμα το δεύτερο, οι ΑΝΕΛ επισήμαναν ότι ο Ν. Φίλης «υπερέβη τα εσκαμμένα» και τον κατηγόρησαν ότι «υπέπεσε στο μείζον παράπτωμα της προσβολής όχι μόνο της συλλογικής ιστορικής μνήμης των Ποντίων, αλλά της εθνικής ιστορικής μνήμης σύσσωμου του Ελληνισμού». Το ΚΚΕ μας θύμισε ότι έχει ψηφίσει υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας και στηλίτευσε τον «αποπροσανατολισμό από την αντιλαϊκή λαίλαπα», η ΛΑΕ σε μια θλιβερή ανακοίνωση κατήγγειλε «ότι το θέμα του σφαγιασμού 353.000 Ελλήνων του Πόντου αμφισβητείται από τα επίσημα πλέον χείλη του κ. Φίλη ως υπουργού», ο Βασίλης Λεβέντης ζήτησε να «ζητήσει συγγνώμη ο Φίλης», αφού «κάθε άνθρωπος έχει τη γνώμη του, αλλά την άποψη την κρατάμε μέσα μας». Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση, τέλος, μίλησαν για το δικαίωμα του υπουργού να διατυπώνει «προσωπικές απόψεις επιστημονικού χαρακτήρα». Τόσο χλιαρά, σαν να μην έχουν αίσθηση του τι διακυβεύεται. Γιατί, έτσι που το διαβάζω, αυτό το «προσωπικές απόψεις» μου μοιάζει λίγο σαν να λέμε ότι έχει κάποια ιδιορρυθμία, που ανεχόμαστε: Πώς λέμε φοβερός επιστήμονας, αλλά έχει μια παραξενιά, να μασάει μουρνόφυλλα όταν γράφει· ή μέγας καλλιτέχνης αλλά κοιμάται στην καπνοδόχο (καθαρά προσωπική συνήθεια). Δικαίωμα του, «ξα του!», που λέμε και στην Κρήτη. Έτσι όμως σε λίγο θα καταντήσουμε να βγαίνουν ανακοινώσεις ότι κάποιος έχει δικαίωμα «προσωπικά» να λέει τη γνώμη του ή δικαιούται, σε «προσωπικό» επίπεδο, να διαμαρτύρεται όταν τον ξυλοφορτώσουν· είναι αναφαίρετο δικαίωμά του.
Μια εικόνα μου έρχεται στο μυαλό: ένα ξόανο απειλητικό, της πατριδοκάπηλης εθνικοφροσύνης. Κάποιοι που το λατρεύουν, όπως ο Άδωνης ή ο Μάκης Βορίδης, το στρέφουν απειλητικά εναντίον όχι μόνο των «εχθρών» αλλά των πάντων, που αν δεν το αποδώσουν τιμές σ’ αυτό, θα κατηγορηθούν ως ηλαττωμένου φρονήματος. Κι έτσι σπεύδουν όλοι, να το ασπαστούν, ομνύουν σε αυτό ή έστω το «σέβονται», για να το ξορκίσουν, να αποφύγουν την κακοποιό του δύναμη· γιατί όλοι το τρέμουν. Ένας φαύλος κύκλος, ένα ροδάνι χωρίς σταματημό. Κι έτσι καταντάμε να φοβόμαστε και τον ίσκιο μας, όπως η κυβέρνηση, και να μετράμε με το σταγονόμετρο τις δηλώσεις μας, ενώ έξω κάνει κατακλυσμό.
Ας δούμε τους τέσσερις δελφίνους της ΝΔ. Πρώτα βγήκε ο Τζιτζικώστας και με μειλίχια ακροδεξιό ύφος ζήτησε την παραίτηση Φίλη. Ο Άδωνης είπε ότι οι Πόντιοι ζητάν την κεφαλή Φίλη επί πίνακι. Ο Μεϊμαράκης, για να μην υστερήσει, εκτός του ότι δήλωσε ότι ο Φίλης «δεν κάνει για υπουργός», «διέρρευσε» ότι σκέφτεται να του κάνει πρόταση μομφής. Ασθμαίνων, ο φιλελεύθερος Κυριάκος καταδίκασε κι αυτός.
Η επίθεση στον Γ. Κουμουτσάκο
Kλείνω με τον άγριο ξυλοδαρμό Κουμουτσάκου: Και επειδή συνδέεται με τα παραπάνω, αλλά και γιατί αποτελεί, αυτοτελώς, μείζον θέμα.
Το πρώτο που χρειάζεται να κρατήσουμε είναι ότι (όπως βοούν όλα τα στοιχεία) πρόκειται για επίθεση Χρυσαυγιτών — όχι γενικά «αγανακτισμένων» ή κάτι τυχαίο. Και ας δούμε, στο γενικότερο κάδρο, πώς η Χρυσή Αυγή επιδιώκει, με την ευκαιρία αυτή, να αναβαπτιστεί στα «εθνικά νάματα», κολυμπώντας σαν το ψάρι στο νερό, μέσα στο πατριωταράδικο κλίμα των ημερών.
Από κει και πέρα, όσον αφορά την επίθεση, άκουσα αρκετούς να λένε περίπου «καλά να πάθει» ο Κουμουτσάκος (αφού η Ν.Δ. έχει στενούς δεσμούς με τη Χ.Α., αφού ο ίδιος μίλαγε για «λαθρομετανάστες» κ.ο.κ.). Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή, αν και όχι αβάσιμη πραγματολογικά, είναι εντελώς κοντόθωρη και λάθος πολιτικά. Ας σκεφτούμε, μόνο, τι σημαίνει ότι ένας βουλευτής, και μάλιστα της Δεξιάς, την επαύριο του συμβολικού «ξυλοδαρμού» Φίλη, τρώει κανονικό, κανονικότατο ξύλο από τη Χρυσή Αυγή, στο προαύλιο της Βουλής.
Είμαστε στο πλευρό του Γ. Κουμουτσάκου — γιατί, και πάλι, όπως και στην υπόθεση Φίλη, το θέμα δεν είναι ο Κουμουτσάκος, αλλά η δημοκρατία. Χωρίς ναι μεν αλλά, ή αστερίσκους. Με μία εξαίρεση: τη δήλωσή του, που επανέλαβε και ο Β. Μεϊμαράκης, αλλά και η Φ. Γεννηματά, ότι ηθικός αυτουργός της επίθεσης είναι ο Ν. Φίλης.
Αυτό είναι σημείο μελανό. Πρώτον, επειδή εισάγει μια πολύ επικίνδυνη λογική «ηθικής αυτουργίας», που εν τέλει μπορεί να αθωώνει τον δράστη ή να ελαφραίνει τον καταλογισμό. Δεύτερον, παραγνωρίζει ότι η Χρυσή Αυγή δεν χρειάζεται να «προκληθεί» — δρα αυτοτελώς με πυρήνα. Τρίτον, γιατί, ακόμα και αν μπούμε στην ολισθηρή λογική της πρόκλησης, αυτοί που προκάλεσαν, που «διήγειραν τους πολίτες» είναι οι καταγγέλλοντες, τα κανάλια και η οχλοβοή τους. Από αυτούς πείστηκε η «κοινή γνώμη» ότι κάτι τρομερό συμβαίνει, ότι ο υπουργός Παιδείας είπε κάτι φρικτό και αντεθνικό.
Ας σκεφτούμε την όλη ιστορία και υπό το φως του τελευταίου επεισοδίου της (του ξυλοδαρμού Κουμουτσάκου από τους ναζί) και ας πράξουμε όπως πρέπει. Με βάση, δηλαδή, τη βαρύτητα της υπόθεσης, που είναι μεγάλη.