Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Την άνοιξη του 1914 οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη καπνεργατική απεργία στο ελληνικό
κράτος στην οποία συμμετείχαν τα σωματεία Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Δράμας, στην οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενό μας σημείωμα.[1] Η επιτυχία της απεργίας που οδήγησε στην πρώτη συλλογική σύμβαση εργασίας στις καπναποθήκες δεν έμεινε χωρίς απάντηση. Ο Σαμ. Γιονά, που ήταν γενικός γραμματέας του Διεθνούς συνδικάτου των επί της επεξεργασίας του καπνού εργατών μέχρι που ανέλαβε την καθοδήγηση της Κεντρικής Επιτροπή Δράσεως των καπνεργατικών σωματείων, κι ο Αβρ. Μπεναρόγια, που τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του συνδικάτου, εξορίζονται http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-megali-kapnergatiki-aperg....
[2] Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 182, 191• Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, 7η έκδ., Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 262.
[3] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 183.
[4] Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος και ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 62.
[5] Παναγιώτης Νούτσος (επιμ.), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, Τόμος Β΄: Ιδέες και κινήσεις για την οικονομική και πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης (1907-1925), Α΄ μέρος: Από το «Κοινωνικόν μας ζήτημα» στην ιδρυτική γενιά του ΣΕΚΕ, Γνώση, Αθήνα 1991, σ. 119-121.
[6] Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 73.
[7] Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, ό.π., σ. 152.
[8] http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-i-diki-gia-ton-emprismo-t....
[9] Νέα Αλήθεια και Μακεδονία, 20.6.1914.
[10] Νέα Αλήθεια και Μακεδονία, 20.6.1914• Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 136.
[11] Νέα Αλήθεια 20.6.1914• Μακεδονία, 21.6.1914.
[12] Νέα Αλήθεια 22.6.1914.
[13] Νέα Αλήθεια 19.6.1914.
[14] Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, ό.π., σ. 262.
[15] Νέα Αλήθεια και Μακεδονία, 20.6.1914.
[16] Γιώργος Λεοντιάδης – Μποριάνα Μπουζάσκα, Το ΚΚΕ μέσα από τα αρχεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, τ. Α΄: 1920-1935, Νόβολι, Αθήνα 2010, σ. 274.
[17] Μακεδονία, 21.6.1914.
[2] Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 182, 191• Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, 7η έκδ., Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 262.
[3] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 183.
[4] Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος και ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 62.
[5] Παναγιώτης Νούτσος (επιμ.), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, Τόμος Β΄: Ιδέες και κινήσεις για την οικονομική και πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης (1907-1925), Α΄ μέρος: Από το «Κοινωνικόν μας ζήτημα» στην ιδρυτική γενιά του ΣΕΚΕ, Γνώση, Αθήνα 1991, σ. 119-121.
[6] Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 73.
[7] Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, ό.π., σ. 152.
[8] http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012-i-diki-gia-ton-emprismo-t....
[9] Νέα Αλήθεια και Μακεδονία, 20.6.1914.
[10] Νέα Αλήθεια και Μακεδονία, 20.6.1914• Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 136.
[11] Νέα Αλήθεια 20.6.1914• Μακεδονία, 21.6.1914.
[12] Νέα Αλήθεια 22.6.1914.
[13] Νέα Αλήθεια 19.6.1914.
[14] Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, ό.π., σ. 262.
[15] Νέα Αλήθεια και Μακεδονία, 20.6.1914.
[16] Γιώργος Λεοντιάδης – Μποριάνα Μπουζάσκα, Το ΚΚΕ μέσα από τα αρχεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, τ. Α΄: 1920-1935, Νόβολι, Αθήνα 2010, σ. 274.
[17] Μακεδονία, 21.6.1914.
στη Νάξο με απόφαση της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας που επικαλείται τον νόμο περί «εκτοπίσεων των επικινδύνων εις την δημοσίαν ασφάλειαν». Ο νόμος είχε θεσπιστεί για την καταπολέμηση της ληστείας στην ύπαιθρο κι ήταν η πρώτη φορά που εφαρμόζονταν εναντίον συνδικαλιστών, κάτι που θα επαναλαμβανόταν βέβαια κατά κόρον για τα επόμενα εξήντα χρόνια από διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις.[2]
Εναντίον αυτής της διοικητικής εξορίας προσέφυγαν οι εκτοπισμένοι με αίτηση ανακοπής που εκδικάστηκε στο Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στις 19.6.1914.[3] Συνήγοροι υπεράσπισης των εξόριστων συνδικαλιστών ήταν οι Τριανταφυλλίδης, Οικονόμου, Δίγκας και Ζάχος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι πιο γνωστοί είναι οι δυο τελευταίοι. Πιο συγκεκριμένα, ο Δημήτριος Δίγκας συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης και στην κυβέρνησης της Τριανδρίας ενώ κατόπιν διετέλεσε επανειλημμένα βουλευτής των Φιλελευθέρων και υπουργός σε κυβερνήσεις των βενιζελικών.[4] Ο Κώστας Ζάχος, πάλι, ήταν από τους ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Βόλου και διευθυντής της εφημερίδας της οργάνωσης Εργάτης,[5] αρνήθηκε να καταταχθεί και να πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους (αποτελώντας έτσι τον πρώτο Έλληνα αντιρρησία συνείδησης),[6] αντιμετώπισε διάφορες διώξεις και δίκες, στη συνέχεια προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων με το οποίο ήταν υποψήφιος βουλευτής,[7] ενώ ήταν και συνήγορος πολιτικής αγωγής στη δίκη για τον εμπρησμό του Κάμπελ στη Βέροια το 1932.[8] Με την έναρξη της δίκης οι δικηγόροι κατέθεσαν αίτηση αναβολής ζητώντας να παρευρίσκονται και οι ενδιαφερόμενοι (που είχαν ήδη εξοριστεί) αλλά και να λάβουν γνώση όλων των εγγράφων πάνω στα οποία βασίστηκε η διοικητική εκτόπιση. Ο εισαγγελέας Γ. Αλεξανδρόπουλος απάντησε, για το πρώτο αίτημα πως «μετά την υποβολήν της ανακοπής εκάλεσα του εκτοπισθέντας δια κλήσεων να παρουσιασθώσιν εις το δικαστήριον. Εν τω μεταξύ όμως, εμεσολάβησε το μέτρον της εκτοπίσεως διότι παρελθόντος του πενθημέρου από της κρατήσεώς των έπρεπε να εκτοπισθούν» (δείχνοντας ότι ουσιαστικά η νομοθεσία απέκλειε την παρουσία των εξόριστων στην εξέταση της αίτησής τους), ενώ για το δεύτερο αρνήθηκε την κατάθεση των εγγράφων «διότι τα πλείστα τούτων αφορώσιν ύψιστα συμφέροντα του Κράτους ως εκ της μεγάλης αυτών σοβαρότητος».[9]
Το δικαστήριο αποδέχθηκε τις θέσεις του εισαγγελέα και απέρριψε τις ενστάσεις, οπότε η υπεράσπιση αποχώρησε. Κατόπιν εξετάστηκαν μόνο τρεις μάρτυρες κατηγορίας καθώς οι αντίστοιχοι της υπεράσπισης δεν προσήλθαν. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν ο εκδότης της Νέας Αλήθειας Ιωάννης Κούσκουρας, ο μοίραρχος της χωροφυλακής Μανώλης Βογιατζάκης και ο Παυλάκης Αστεριάδης, ο οποίος ήταν πρώην αστυνομικός, επί οθωμανικής διοίκησης, που προφανώς συνέχισε να προσφέρει τις πληροφοριακές υπηρεσίες του και στην ελληνική διοίκηση.[10] Τόσο, βέβαια, η Νέα Αλήθεια όσο και η Μακεδονία παίρνουν θέση εναντίον των συνδικαλιστών χαρακτηρίζοντάς τους αμφότερες ως «ψευδοδοσιαλιστές».[11] Μάλιστα η εφημερίδα του Κούσκουρα δημοσιεύει ολόκληρη την αγόρευση του Αλεξανδρόπουλου (με βάση σημειώσεις συντάκτη της αλλά και διορθώσεις από τον ίδιο τον δικαστικό). Εκεί ο εισαγγελέας, παίρνοντας αφορμή κυρίως από τη βουλγαρική καταγωγή του Ισραηλίτη σοσιαλιστή Μπεναρόγια, θα διατυπώσει στοιχεία της μετέπειτα κλασικής μεσοπολεμικής εκδοχής των τριών κινδύνων που ο ελληνικός εθνικισμός θεωρεί ότι αντιμετωπίζει το έθνος και η τάξη, δηλ. σλαβική απειλή, εβραϊκή συνωμοσία και κοινωνική ανατροπή (ο μετέπειτα κομμουνιστικός κίνδυνος).[12] Βέβαια κι ο εισαγγελέας κι οι ελληνικές εφημερίδες θέλουν να αποσείσουν την υπόνοια περί αντισημιτισμού, αναφερόμενοι σε μεμονωμένα περιστατικά που αφορούν «τα ενεργείας δύο ή τριών Ισραηλιτών».[13] Ο τρίτος ήταν ο Αρντίττι (αρχισυντάκτης της Αβάντι) που είχε καταδικαστεί τον προηγούμενο μήνα για «εξύβριση του βασιλέως» επειδή είχε δημοσιεύσει τη διαφωνία του για το υποχρεωτικό κλείσιμο των καπναποθηκών την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (με αποτέλεσμα οι εργάτες να χάσουν το μεροκάματό τους).[14]
Τελικά η το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση ανακοπής, «επειδή ου μόνον ουδέν αποδεικτικόν μέσον προσήχθη υπό των εκτοπισθέντων προς υποστήριξιν της ανακοπής αυτών, καίτοι προσηκόντως η Εισαγγελική αρχή εκάλεσε τρεις εκ των παρ’ αυτών προταθέντων μαρτύρων αλλά και εκ του συνόλου των καταθέσεων των υπό του Εισαγγελέως κληθέντων και εξετασθέντων τριών μαρτύρων προς βεβαίωσιν της ορθότητος της του κ. Γεν. Διοικητού αποφάσεως βεβαιούται ότι οι εκτοπισθέντες παν άλλο ή φιλικόν φρόνημα έχοντες υπό το πρόσχημα εστρεβλομένων σοσιαλιστικών θεωριών εκμεταλλευόμενοι την απειρίαν και απλοϊκότητα των εργατικών τάξεων, δια την πραγματικήν ευημερία των οποίων το Ελληνικόν Κράτος εφρόντισε και φροντίζει εν πνεύματι εξαιρετικής προστασίας δια των κειμένων νόμων, προέβαινον εις ενεργείας και διδασκαλίας περί Κράτους και Έθνους δηλητηριαζούσας την εθνικήν ψυχήν, ούτως ώστε πλέον ή βάσιμος να γεννηθή υποψία περί του επικινδύνου αυτών εις την δημοσίαν ασφάλειαν».[15] Έτσι οι Μπεναρόγια και Γιονά έμειναν δυόμισι χρόνια στη Νάξο,[16] ενώ ταυτόχρονα «η Κυβέρνησις θα επιβάλλη αυστηρότατον έλεγχον εις τα διάφορα σωματεία της Θεσσαλονίκης, καθόσον εγνώσθη ότι το σοσιαλιστικόν κέντρον Θεσ/νίκης όπερ αριθμεί μόνον 150 μέλη διενεργεί προπαγάνδαν παρά τοις σωματείοις, άλλον έχουσα σκοπόν».[17]
Παραπομπές:
[1]
Εναντίον αυτής της διοικητικής εξορίας προσέφυγαν οι εκτοπισμένοι με αίτηση ανακοπής που εκδικάστηκε στο Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στις 19.6.1914.[3] Συνήγοροι υπεράσπισης των εξόριστων συνδικαλιστών ήταν οι Τριανταφυλλίδης, Οικονόμου, Δίγκας και Ζάχος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι πιο γνωστοί είναι οι δυο τελευταίοι. Πιο συγκεκριμένα, ο Δημήτριος Δίγκας συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης και στην κυβέρνησης της Τριανδρίας ενώ κατόπιν διετέλεσε επανειλημμένα βουλευτής των Φιλελευθέρων και υπουργός σε κυβερνήσεις των βενιζελικών.[4] Ο Κώστας Ζάχος, πάλι, ήταν από τους ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Βόλου και διευθυντής της εφημερίδας της οργάνωσης Εργάτης,[5] αρνήθηκε να καταταχθεί και να πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους (αποτελώντας έτσι τον πρώτο Έλληνα αντιρρησία συνείδησης),[6] αντιμετώπισε διάφορες διώξεις και δίκες, στη συνέχεια προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων με το οποίο ήταν υποψήφιος βουλευτής,[7] ενώ ήταν και συνήγορος πολιτικής αγωγής στη δίκη για τον εμπρησμό του Κάμπελ στη Βέροια το 1932.[8] Με την έναρξη της δίκης οι δικηγόροι κατέθεσαν αίτηση αναβολής ζητώντας να παρευρίσκονται και οι ενδιαφερόμενοι (που είχαν ήδη εξοριστεί) αλλά και να λάβουν γνώση όλων των εγγράφων πάνω στα οποία βασίστηκε η διοικητική εκτόπιση. Ο εισαγγελέας Γ. Αλεξανδρόπουλος απάντησε, για το πρώτο αίτημα πως «μετά την υποβολήν της ανακοπής εκάλεσα του εκτοπισθέντας δια κλήσεων να παρουσιασθώσιν εις το δικαστήριον. Εν τω μεταξύ όμως, εμεσολάβησε το μέτρον της εκτοπίσεως διότι παρελθόντος του πενθημέρου από της κρατήσεώς των έπρεπε να εκτοπισθούν» (δείχνοντας ότι ουσιαστικά η νομοθεσία απέκλειε την παρουσία των εξόριστων στην εξέταση της αίτησής τους), ενώ για το δεύτερο αρνήθηκε την κατάθεση των εγγράφων «διότι τα πλείστα τούτων αφορώσιν ύψιστα συμφέροντα του Κράτους ως εκ της μεγάλης αυτών σοβαρότητος».[9]
Το δικαστήριο αποδέχθηκε τις θέσεις του εισαγγελέα και απέρριψε τις ενστάσεις, οπότε η υπεράσπιση αποχώρησε. Κατόπιν εξετάστηκαν μόνο τρεις μάρτυρες κατηγορίας καθώς οι αντίστοιχοι της υπεράσπισης δεν προσήλθαν. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν ο εκδότης της Νέας Αλήθειας Ιωάννης Κούσκουρας, ο μοίραρχος της χωροφυλακής Μανώλης Βογιατζάκης και ο Παυλάκης Αστεριάδης, ο οποίος ήταν πρώην αστυνομικός, επί οθωμανικής διοίκησης, που προφανώς συνέχισε να προσφέρει τις πληροφοριακές υπηρεσίες του και στην ελληνική διοίκηση.[10] Τόσο, βέβαια, η Νέα Αλήθεια όσο και η Μακεδονία παίρνουν θέση εναντίον των συνδικαλιστών χαρακτηρίζοντάς τους αμφότερες ως «ψευδοδοσιαλιστές».[11] Μάλιστα η εφημερίδα του Κούσκουρα δημοσιεύει ολόκληρη την αγόρευση του Αλεξανδρόπουλου (με βάση σημειώσεις συντάκτη της αλλά και διορθώσεις από τον ίδιο τον δικαστικό). Εκεί ο εισαγγελέας, παίρνοντας αφορμή κυρίως από τη βουλγαρική καταγωγή του Ισραηλίτη σοσιαλιστή Μπεναρόγια, θα διατυπώσει στοιχεία της μετέπειτα κλασικής μεσοπολεμικής εκδοχής των τριών κινδύνων που ο ελληνικός εθνικισμός θεωρεί ότι αντιμετωπίζει το έθνος και η τάξη, δηλ. σλαβική απειλή, εβραϊκή συνωμοσία και κοινωνική ανατροπή (ο μετέπειτα κομμουνιστικός κίνδυνος).[12] Βέβαια κι ο εισαγγελέας κι οι ελληνικές εφημερίδες θέλουν να αποσείσουν την υπόνοια περί αντισημιτισμού, αναφερόμενοι σε μεμονωμένα περιστατικά που αφορούν «τα ενεργείας δύο ή τριών Ισραηλιτών».[13] Ο τρίτος ήταν ο Αρντίττι (αρχισυντάκτης της Αβάντι) που είχε καταδικαστεί τον προηγούμενο μήνα για «εξύβριση του βασιλέως» επειδή είχε δημοσιεύσει τη διαφωνία του για το υποχρεωτικό κλείσιμο των καπναποθηκών την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (με αποτέλεσμα οι εργάτες να χάσουν το μεροκάματό τους).[14]
Τελικά η το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση ανακοπής, «επειδή ου μόνον ουδέν αποδεικτικόν μέσον προσήχθη υπό των εκτοπισθέντων προς υποστήριξιν της ανακοπής αυτών, καίτοι προσηκόντως η Εισαγγελική αρχή εκάλεσε τρεις εκ των παρ’ αυτών προταθέντων μαρτύρων αλλά και εκ του συνόλου των καταθέσεων των υπό του Εισαγγελέως κληθέντων και εξετασθέντων τριών μαρτύρων προς βεβαίωσιν της ορθότητος της του κ. Γεν. Διοικητού αποφάσεως βεβαιούται ότι οι εκτοπισθέντες παν άλλο ή φιλικόν φρόνημα έχοντες υπό το πρόσχημα εστρεβλομένων σοσιαλιστικών θεωριών εκμεταλλευόμενοι την απειρίαν και απλοϊκότητα των εργατικών τάξεων, δια την πραγματικήν ευημερία των οποίων το Ελληνικόν Κράτος εφρόντισε και φροντίζει εν πνεύματι εξαιρετικής προστασίας δια των κειμένων νόμων, προέβαινον εις ενεργείας και διδασκαλίας περί Κράτους και Έθνους δηλητηριαζούσας την εθνικήν ψυχήν, ούτως ώστε πλέον ή βάσιμος να γεννηθή υποψία περί του επικινδύνου αυτών εις την δημοσίαν ασφάλειαν».[15] Έτσι οι Μπεναρόγια και Γιονά έμειναν δυόμισι χρόνια στη Νάξο,[16] ενώ ταυτόχρονα «η Κυβέρνησις θα επιβάλλη αυστηρότατον έλεγχον εις τα διάφορα σωματεία της Θεσσαλονίκης, καθόσον εγνώσθη ότι το σοσιαλιστικόν κέντρον Θεσ/νίκης όπερ αριθμεί μόνον 150 μέλη διενεργεί προπαγάνδαν παρά τοις σωματείοις, άλλον έχουσα σκοπόν».[17]
Παραπομπές:
[1]