Εξήντα απολύσεις, μείωση ημερομισθίου δέκα τοις εκατό και δέκα μέρες διορία στο σωματείο να απαντήσει. Αυτό για τα ημερομίσθια, πετάχτηκε ο Μανώλης, ο πρόεδρος του σωματείου, τώρα το λέτε για πρώτη φορά. Εμείς ήρθαμε να συζητήσουμε μόνο για τις απολύσεις. Αυτά με εξουσιοδότησε να σας μεταφέρω η εργοδοσία κύριοι και τίποτα παραπάνω, επανέλαβε ο εκπρόσωπος μαζεύοντας τα σκόρπια χαρτιά από μπροστά του, σημάδι ότι συζήτηση τελείωσε. Κοιτάχτηκαν απορημένοι και αμήχανοι οι τρείς τους και δίχως δεύτερη κουβέντα τράβηξαν για την πόρτα. Πήραν να κατεβαίνουν βιαστικά τις σκάλες του πρώτου ορόφου, μπροστά ο πρόεδρος με τον γραμματέα του σωματείου τον Παντελή, και πίσω τους τον Τάκη απλό μέλος της διοίκησης. Λίγο πριν περάσουν το κατώφλι της κεντρικής εισόδου, ξέσπασε ο Παντελής για τη λαθεμένη τακτική της πλειοψηφίας του σωματείου που σέρνεται σε παζάρια με την εργοδοσία και καλλιεργεί, λέει, προσδοκίες και κούφιες ελπίδες στους συναδέλφους, αντί να τους προετοιμάζει για σκληρό αγώνα απέναντι στην εργοδοτική αδιαλλαξία. Είπε κι άλλα όπως το συνήθιζε ο γραμματέας, και για την καίρια και αποκλειστική ευθύνη που φέρει σαν πρόεδρος των εργαζομένων ο Μανώλης, κι ακόμη ότι έτσι όπως πάει θα πάρει στο λαιμό του τους συναδέλφους και τις οικογένειες τους. Ο άλλος δεν απάντησε, μόνο προχωρούσε βιαστικά με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι σκυφτό. Ύστερα τι να απαντήσει στην άδικη προκαταβολικά κριτική του Παντελή, αφού κι εκείνος τα ίδια θα έλεγε σε μια ανάλογη περίπτωση σαν κομματικό μέλος που ήταν πριν πέντε περίπου χρόνια, πειθαρχώντας στην σκληρή γραμμή του κόμματος, γραμμή που έπρεπε πάση θυσία να περάσει, πολλές φορές και κόντρα στη λογική και στα συμφέροντα των εργαζομένων. Κάτι τέτοια τον οδήγησαν στην έξοδο από το κόμμα, πράγμα που ποτέ δεν του το συγχώρησαν οι πρώην σύντροφοί του. Έξω από το γραφείο του σωματείου κόσμος μαζεμένος, περίμενε τα νέα από τη συνάντηση με τα αφεντικά. Από την έκφραση στα πρόσωπα των τριών, κατάλαβαν και δεν μπήκαν στο κόπο να ρωτήσουν. Μοναχά ορίστηκε γενική συνέλευση για το απόγευμα της ίδιας μέρας, προκειμένου να πάρουν τις τελικές αποφάσεις.
--------------------
Γύρισε εξουθενωμένος αργά το βράδυ στο σπίτι . Στην πόρτα τον περίμενε η γυναίκα του η Αθηνά, γεμάτη αγωνία να της πει τα νέα. ΄΄Αυτό δεν ήταν συνέλευση, γυναίκα, ένας χαμός… ένας χαμός πραγματικός ήταν. Εξήντα απολύσεις και μείωση στο μεροκάματο, καταλαβαίνεις τώρα. Πήγαν περίπατο και λογική και ψυχραιμία και επιχειρήματα και ότι άλλο θα βοηθούσε να αντιμετωπίσει κανείς ανάλογες καταστάσεις. Πανδαιμόνιο από κραυγές, βρισιές και αναθέματα. Πήρε φόρα κι ο Παντελής με τους δικούς του και ποιος είδε τον Κύριο και δεν φοβήθηκε. Σήμερα μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά και στο σωματείο, άκουσα ότι είμαι εργατοπατέρας, δοτός της εργοδοσίας, ότι ξεπουλάω ιερά και όσια, για να σώσω κι εγώ δεν κατάλαβα τι. ΄΄
Πήρε μια ανάσα και κρατώντας ένα ποτήρι νερό έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα της κουζίνας.
΄΄Και λοιπόν;’’ Ρώτησε η Αθηνά
‘’Και λοιπόν απεργία Αθηνά…απεργία. Όλοι στη δουλειά η κανένας, ούρλιαζε η μειοψηφία. Στην ψηφοφορία υπερίσχυσε η πρόταση του Παντελή για απεργία διαρκείας μέχρι την πλήρη δικαίωση μας. Με άλλα λόγια όλα η τίποτα. Προσπάθησα να τους ηρεμήσω, συμφώνησα με τις κινητοποιήσεις, μα ήθελα να τους πω ότι παίρνουμε μεγάλο ρίσκο με την τυφλή απεργία, γιατί αν αποτύχουμε δεν θα κλάψουν μόνο εξήντα σπίτια, αλλά διακόσια εβδομήντα τρία, όσα και τα μέλη του σωματείου. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, που λέει και η παροιμία. Μέσα στην απόλυτη χάβρα οι φωνές μας για αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία βούλιαξαν αύτανδρες.
Προσπάθησε, μα στάθηκε μάταιο να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Με το πρώτο φώς της μέρας τράβηξε για το σπίτι του Φώντα, παλιού γνώριμου και μέτοχου της επιχείρησης. Γιατί το εργοστάσιο κατασκευής εσωτερικών κουφωμάτων και επίπλων κουζίνας με τους διακόσιους εβδομήντα τρείς εργαζόμενους, τεχνίτες, ανειδίκευτους και διοικητικούς πριν εικοσιπέντε χρόνια ήταν κάτι εγκαταλειμμένα παραπήγματα στο δυτικό άκρο της πόλης, με λαμαρινένια οροφή, πόρτες και παράθυρα που έμπαζαν από παντού. Ο Ξενοφών που όλοι στην γειτονιά τον ήξεραν και τον φώναζαν Φώντα, νιόπαντρος τότε και με τα λεφτουδάκια της γυναίκας του- η προίκα της, δεν είναι κανένα σημαντικό ποσό αλλά κάτι είναι για αρχή, του είπε ο πεθερός του τη μέρα που του δινε το χέρι της- αποφάσισε να ξεφύγει από το μεροδούλι-μεροφάι και να ανοίξει σε εκείνα τα ερείπια τo μαραγκούδικο, αγοράζοντας δυο πριονοκορδέλες και τα απαραίτητα σύνεργα για να αρχίσει. Στη καφετερία που πήγαινε ο Φώντας, σύχναζε και ο Μανώλης. Εκεί γνωρίστηκαν, κάνανε και παρέα, περίπου συνομήλικοι οι δυό τους, ώσπου ο πρώτος έσκασε μια μέρα το μυστικό στον άλλο. Έλα ρε μαζί μου στο μαραγκούδικο κι ο Θεός βοηθός. Ξέρω πως πιάνουν τα χέρια σου, κάτι θα καταφέρουμε. Πέντε νοματαίοι ξεκίνησαν τη δουλειά. Να ψήνονται τα καλοκαίρια από τη ζέστη κάτω από τις λαμαρίνες, να ξεπαγιάζουν με τα πρωτοβρόχια και το κρύο του χειμώνα. Να βουίζουν δέκα και δεκαπέντε ώρες τη μέρα οι πριονοκορδέλες, να πνίγονται στο πριονίδι και την σκόνη, όμως η δουλειά , δουλειά και οι παραγγελίες παραδομένες στην ώρα τους.. Δεν υπήρχε οχτάωρο, δεν υπήρχαν πολλές φορές Κυριακές και σχόλες. Η επιχείρηση ρε αδελφέ, δεν ήταν προσωπική, δεν ήταν του Φώντα, την ένοιωθαν δική τους… πώς να το πούμε τώρα. Από την άλλη και ο Φώντας εξηγήθηκε σπαθί. Το μεροκάματο βαρβάτο, στην ώρα του το ένσημο, χώρια η βοήθεια για ότι ξαφνικό προέκυπτε στο σπίτι η στην οικογένεια του καθένα. Κύλισε ο καιρός, αύξαναν οι παραγγελίες, αυγάτιζαν τα κέρδη. Τα ερείπια έγιναν σύγχρονοι χώροι εργασίας με όλα τα απαραίτητα, ήρθαν καινούργια μηχανήματα, φτιάχτηκε ακόμη και εστιατόριο και αίθουσα αναψυχής για τα διαλλείματα από τη δουλειά. Περισσότερα από εκατόν πενήντα άτομα τώρα το προσωπικό και να σου και το σωματείο με πρωτοβουλία του Μανώλη. Γράψτε ρε κι εμένα μέλος, τους πείραζε ο Φώντας, νοιώθω άβολα, ξεκομμένος από όλους μέσα στους τέσσερις τοίχους του γραφείου.
Οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης, γίνονταν φανερό πια, πως έπεφταν πολύ βαριές για τις πλάτες του Φώντα. Τον καιρό που ξεκίνησε δεν φαντάζονταν καν, τις διαστάσεις που θα έπαιρνε αυτή. Η αγορά έχει τους δικούς της κανόνες και νόμους, την δική της εξέλιξη, τις δικές της απαντήσεις, πράγματα που δυσκολεύονταν να παρακολουθήσει και να κατανοήσει ο παλιός μαραγκός. Έτσι σαν εμφανίστηκαν ένα πρωί οι εκπρόσωποι ενός ομίλου ντόπιων και ξένων επιχειρηματιών και πρότειναν την αγορά ενός μεριδίου της επιχείρησης, εκείνος συμφώνησε. Η καινούργια ταμπέλα στη πρόσοψη του εργοστασίου τώρα έγραφε Α.Ε και ξεχωριστή εποχή άρχιζε για τους εργαζόμενους και την επιχείρηση. Ο Φώντας σιγά-σιγά αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο, ο όμιλος ουσιαστικά ανέλαβε το κουμάντο, και ο ίδιος συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο με ένα μικρό μερίδιο της επιχείρησης. Τον βρήκε στη βεράντα του σπιτιού να πίνει τον καφέ του. Είχε καιρό να τον δει, του φάνηκε χλωμός, αδύνατος, απότομα γερασμένος. Μη με κοιτάς έτσι ρε Μανώλη, δεν πέθανα ακόμη, αστειεύτηκε εκείνος, προτείνοντας με ένα νεύμα την καρέκλα δίπλα του.
΄΄Αλλαξες Φώντα δεν λέω, έχω και καιρό να σε δώ’’
΄΄Η άτιμη η αρρώστια… ΄΄μουρμούρισε εκείνος και ένα αδιόρατο σύννεφο θλίψης σκέπασε το πρόσωπό του. Μίλησαν ώρα πολύ, θυμήθηκαν τα παλιά, γέλιο και λύπη διαδέχονταν το ένα την άλλη, ανάλογα με την εξέλιξη και το περιεχόμενο της κουβέντας τους. Κάποια στιγμή έμειναν σιωπηλοί για αρκετά δευτερόλεπτα. Τα ξέρω όλα, είμαι ενημερωμένος, έσπασε πρώτος τη σιωπή ο Φώντας. Μακάρι να πετυχει η απεργία Μανώλη…μακάρι. Είναι αδίστακτοι αυτοί του ομίλου, τους ξέρω καλά. Γι αυτούς ο άνθρωπος και η ανάγκη του δεν είναι τίποτα. Για να σας γονατίσουν είναι ικανοί να αναστείλουν ακόμα και τη λειτουργία του εργοστασίου για ένα διάστημα.
Σηκώθηκε να φύγει. Όρθιοι κοιτάχτηκαν μια στιγμή στα μάτια.
΄΄Οσο με αφορά Μανώλη να ξέρεις πως δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια΄΄
---------------------
Όχι ο Φώντας δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Έτσι τουλάχιστον φάνηκε από τα πράγματα αργότερα. Κατά τα άλλα η συμμετοχή στην απεργία τις πρώτες μέρες ήταν καθολική. Από την Πέμπτη και μετά άρχισαν τα παρατράγουδα. Η αμφιβολία για το αποτέλεσμα, οι ανάγκες του σπιτιού και οι υποχρεώσεις που έτρεχαν, άρχισαν να ροκανίζουν υπομονή και αντοχές. Το ΄΄όλα η τίποτα΄΄ δεν είναι παίξε-γέλασε. Βαριά, πολύ βαριά κουβέντα που δεν σηκώνει μήτε πίσω, μήτε οποιοδήποτε ελιγμό. Κέρδισες, τα πήρες όλα, έχασες, σε καταπίνει το σκοτάδι. Κάποιοι κιόλας θέλανε να γυρίσουν στη δουλειά. Με κόπο , μερικές φορές και με τη βία η επιτροπή περιφρούρησης, τους κράτησε έξω από την κεντρική πύλη. Δεν ήταν λίγοι κι αυτοί που πιάνανε τον Μανώλη, να πάρει πρωτοβουλίες, να συμμαζέψει τους έξαλλους, να δοθεί μια διέξοδος και να τερματιστεί η τυφλή σύγκρουση. Την όγδοη μέρα η εργοδοσία ζήτησε συνάντηση με τη διοίκηση του σωματείου. Αναθάρρησαν οι περισσότεροι, ορθώθηκαν τα σκυμμένα κεφάλια, φωτίστηκαν τα μισοσβησμένα βλέμματα. Η συνάντηση άρχισε με το λογύδριο των εκπροσώπων του ομίλου, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η επιχείρηση, για την στεγνή από χρήμα αγορά, τις αισθητά μειωμένες από άλλες χρονιές παραγγελίες, το δάνειο που ζητά εδώ και ένα χρόνο από τις τράπεζες κι ακόμη δεν έχει εγκριθεί. Ως εκ τούτου καταλαβαίνετε πόσο δυσχερής είναι η θέση μας, κατέληξε ο πρώτος της παρέας των εκπροσώπων, για να συνεχίσει ο δεύτερος, ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες και λαβαίνοντας υπόψη της η εργοδοσία πως πολλοί από τους εργαζόμενους έχουν αρκετά χρόνια στο εργοστάσιο, μάλιστα μερικοί φέρονται ως οι πρώτοι που στήσανε αυτή την επιχείρηση δουλεύοντας σκληρά σε δύσκολες συνθήκες, αποφάσισε να προτείνει μείωση των απολύσεων από εξήντα σε σαράντα, το ύψος του ημερομισθίου να μείνει ως έχει, και τέλος τη λίστα των σαράντα να την συντάξει και να τη παραδώσει στη διεύθυνση προσωπικού η διοίκηση του σωματείου. Ο Μανώλης προσπάθησε να παρατείνει τη συζήτηση, να πείσει τους εκπροσώπους να μεταφέρουν τις αντιπροτάσεις του σωματείου που κυρίως εστιάζονταν στην παραπέρα μείωση του αριθμού των απολύσεων. Άδικος ο κόπος, το μόνο που κατάφεραν ήταν να πάρουν διορία μια βδομάδα ακόμη πριν απαντήσουν. Διαφορετικά ο όμιλος είναι αποφασισμένος ακόμη και να κλείσει την επιχείρηση, σφύριξε φεύγοντας κάποιος από τους εργοδοτικούς.
-------------------
Στη συνέλευση αυτή τη φορά κανένας δε είχε όρεξη για λόγους και αντιπαραθέσεις. Τα νέα της συνάντησης ταξίδεψαν αστραπιαία από στόμα σε στόμα. Ο προεδρεύον κάλεσε στο βήμα τον πρόεδρο του σωματείου Μανώλη Σωτηρίου, για να ενημερωθεί το σώμα και επίσημα. Απόλυτη ηρεμία, ούτε καν ψίθυρος από κάτω, ακόμα κι όταν ο Μανώλης τελείωσε την εισήγηση του. Για ξεπούλημα του αγώνα και ντροπιαστική ήττα κατήγγειλε τον πρόεδρο η παράταξη του Παντελή, ενώ ο ίδιος όπως το συνήθιζε από το βήμα έσυρε τα μύρια-όσα , σ αυτούς που κατά τη γνώμη του έφερναν αποκλειστικά την ευθύνη γι αυτές τις εξελίξεις. Κι όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις το κλίμα πυροδοτήθηκε, όταν η άλλη πλευρά θύμισε στους καταγγέλλοντες ότι η τυφλή απεργία φυλλορροούσε, καθώς κι ότι το αποτέλεσμά της θα ήταν αντί για εξήντα να θρηνήσουν διακόσια εβδομήντα τρία σπίτια, αφού τελικά θα έκλεινε το εργοστάσιο και θα απολύονταν όλοι. Είδαν κι έπαθαν οι πιο ψύχραιμοι, μαζί και ο Μανώλης να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, να αντικαταστήσει την ένταση η νηφαλιότητα, η λογική τον παραλογισμό και το μένος. Στη ψηφοφορία για συνέχιση η μη της απεργίας, ελάχιστα χέρια σηκώθηκαν υπέρ της συνέχισης. Η συνέλευση εξουσιοδότησε το συμβούλιο, να συντάξει την περιβόητη λίστα των απολύσεων. Να γίνει κλήρωση…να γίνει κλήρωση, ακούστηκαν από κάτω φωνές. Τις ζωές μας ρε σε λοταρία θα βάλετε; αντέτεινε ο Παντελής, αίσχος…
΄΄Αίσχος για τον Παντελή, Γολγοθάς για μένα΄΄έλεγε ο Μανώλης το ίδιο βράδυ στην ταβέρνα του συνοικισμού, στον φίλο του τον Χρήστο, παλιό μάστορα στο έπιπλο και τώρα συνταξιούχο, ΄΄από τη μια στιγμή στην άλλη όλα γύρισαν τούμπα. Το βλέπω στα πρόσωπά τους, στα βλέμματα που αποφεύγουν το δικό μου, στους ψιθύρους που τρυπούν τα αυτιά μου μόλις τους γυρίσω την πλάτη. Το χειρότερο όμως Χρήστο, είναι η περιφρόνηση και η απαξίωση που μερικοί μου δείχνουν κατάμουτρα, κι αυτό δεν αντέχετε’’
΄΄Δεν πήγε στράφι κι ο αγώνας σας ρε Μανώλη. Κάπου και η εργοδοσία έκανε πίσω. Θα μου πεις τώρα τι γίνεται με τους σαράντα. Βάλτε στο ζύγι τους σαράντα από τη μια και διακόσιους τριάντα τόσους από την άλλη, κι αποφασίστε. Δεν έχετε άλλο δρόμο.΄΄
Να, λοιπόν, και το ζύγι. Το ζύγι που βασάνιζε μερόνυχτα τον Μανώλη, που έκανε τον ύπνο του εφιάλτη, το νερό που έπινε φαρμάκι, το φαί άνοστο, δίχως γεύση. Μπαίνει ρε γυναίκα, στο ζύγι ο πόνος και η δυστυχία; ποιος πονάει και ποιος υποφέρει περισσότερο η λιγότερο από το διπλανό του; αναρωτήθηκε φωναχτά ένα βράδυ και η Αθηνά αλαφιάστηκε, τρόμαξε, πάει αυτός σκέφτηκε, τρελάθηκε, κι έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο να δει τι κάνει ο άντρας της, που ώρες κλεισμένος με ένα σωρό χαρτιά και βιβλία απλωμένα στο τραπέζι παιδευόταν χωρίς τελειωμό. Παράταττα χριστιανέ μου, φώναξε, δεν θα αντέξεις έτσι που πάς, έχεις κι εσύ υποχρεώσεις , παιδιά… δώσε την παραίτηση σου στο συμβούλιο κι ας πάνε αυτοί να βρούνε την άκρη. Την άκρη αυτή εδώ και πέντε ατέλειωτα μερόνυχτα, έψαχνε να βρει και το συμβούλιο. Έσβηνε, έγραφε ονόματα και κατάληξη δεν είχε. Βάλανε κάτω και το μητρώο μελών να δούνε πόσα χρόνια δουλειάς είχε ο καθένας στο εργοστάσιο, την ηλικία, τις υποχρεώσεις, μήπως και το έργο τους γινόταν ευκολότερο. Πήρε κι ο Μανώλης σβάρνα τα σπίτια συναδέλφων, να συζητήσει μαζί τους ήρεμα, νηφάλια, μακριά από το χώρο της δουλειάς, ν ακούσει κι από τους ίδιους τι σκέφτονταν. Κάποιοι εκλιπαρούσαν την εξαίρεσή τους, άλλοι σχεδόν την απαιτούσαν, μερικοί μένανε σιωπηλοί, με τα μάτια καρφωμένα στο πουθενά, έμοιαζαν να ζούνε ένα εφιάλτη με τη μορφή του Μανώλη, κι εύχονταν να τσακιστεί, να φύγει από μπροστά τους όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μια μέρα πριν τη λήξη της διορίας το συμβούλιο κατάφερε να καταλήξει σε μια λίστα τριάντα εννέα ατόμων. Μας λείπει ένας ακόμη… ένα όνομα, ο τεσσαρακοστός, μονολογούσε ο Νίκος ο ταμίας του σωματείου, καθώς διάβαζε τα υπόλοιπα ονόματα στη λίστα.
-------------
Η κόλαση από τον παράδεισο, ούτε μια ανάσα δρόμος Μανώλη, κι αν η ριμάδα η ζωή δεν βάλει τελευταία την υπογραφή της, τίποτα δεν είναι οριστικά τελειωμένο. Τα λόγια του συγχωρεμένου του παππού από τη μεριά της μητέρας του , μπορεί να είχαν την αξία τους, αλλά εδώ τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους και τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να αντιστρέψει την κατάσταση. Να όμως που η ριμάδα η ζωή . όπως την αποκαλούσε ο παππούς δεν είπε ακόμη την τελευταία της κουβέντα. Στο εστιατόριο του εργοστασίου εκείνο το απομεσήμερο, τρείς μέρες μετά την παράδοση στην διεύθυνση του εργοστασίου της λίστας, κι ενώ η πρωινή βάρδια ακόμα γευμάτιζε, είδαν τον Αντρέα τον συνάδελφο από το λογιστήριο να καταφτάνει λαχανιασμένος και κάτι να λέει βιαστικά στους πρώτους που τον περικύκλωσαν για να μάθουν. Το δάνειο, το περιβόητο δάνειο που καιρό τώρα κυνηγούσε ο όμιλος εγκρίθηκε. Χώρια η συμφωνία με τους Ιταλούς για μια μεγάλη παραγγελία που η ικανοποίησή της θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα χρόνο δουλειάς. Την σύντομη σιγή μετά την ενημέρωση, ακολούθησαν επιφωνήματα χαράς, χειροκροτήματα, επιδοκιμασίες. Πρόσωπα και μάτια με μιας φωτίστηκαν, οι στεναγμοί της θλίψης έδωσαν τη θέση τους σ αυτούς της ανακούφισης. Κάποιοι έτρεξαν στο τραπέζι του Μανώλη να μοιραστούν μαζί του τις απρόσμενες σταγόνες ελπίδας που δρόσισαν τις ταλαιπωρημένες τον τελευταίο καιρό ψυχές τους. Η ανακοίνωση της επιχείρησης λίγο αργότερα επιβεβαίωνε τις πληροφορίες του Αντρέα και ακύρωνε τις απολύσεις. Η ζωή στο εργοστάσιο ξανάβρισκε σιγά-σιγά τους ρυθμούς της και ο καιρός των αρχαιρεσιών για νέα διοίκηση στο σωματείο πλησίαζε. Στο γραφείο του συλλόγου ο Μανώλης μάζευε τα προσωπικά του πράγματα, μια και το αποφάσισε, τέρμα πια γι αυτόν οι υποψηφιότητες και τα συνδικαλιστικά. Χρόνια πορεύτηκε στα διοικητικά με πυξίδα τα συλλογικά συμφέροντα του σωματείου και των συναδέλφων του. Ναι, όλο αυτό τον καιρό μπορεί να έκανε λάθη, να παράλειψε σημαντικά και ασήμαντα πράγματα, ακόμα και να αδίκησε κάποιους αθέλητα, όμως κάνοντας την τελική σούμα, η συνείδησή του δεν είχε να του καταμαρτυρήσει κάτι επιλήψιμο που έκανε από πρόθεση.
Ετοιμαζόταν να φύγει όταν αντίκρισε στη πόρτα τον Αντρέα με ένα χαρτί στο χέρι. Πλησίασε εκείνος αργά και το άφησε πάνω στο γραφείο του.
΄΄Η λίστα με τους σαράντα΄΄ είπε ο Μανώλης και τον κοίταξε απορημένος
΄΄Την ξετρύπωσα από το γραφείο της διεύθυνσης και θέλω να σε ρωτήσω για το όνομα στον αριθμό σαράντα…για τον τεσσαρακοστό Μανώλη. Μήπως ρε έχουμε στο εργοστάσιο και άλλον Μανώλη Σωτηρίου και δεν τον ξέρω;’’
‘’Τον τεσσαρακοστό Αντρέα, τον είχα εντοπίσει ακόμη πριν καταλήξουμε στον πρώτο της λίστας. Το είχα πάρει απόφαση από την αρχή και καμιά δύναμη δεν ήταν ικανή να με κάνει να την αλλάξω. Όμως τέλος καλό, όλα καλά.’’ απάντησε ο Μανώλης, σχίζοντας με αργές κινήσεις σε μικρά κομματάκια τη λίστα
‘’Ούτε τέλος, ούτε όλα καλά’’ επέμενε ο άλλος ‘’λίγα ρε δεν σου φορτώσανε τον τελευταίο καιρό. Ιδιαίτερα εκείνοι του Παντελή, που από το πρωί ως το βράδυ προδότη σε ανεβάζανε, ξεπουλημένο στην εργοδοσία σε κατεβάζανε. Αύριο κιόλας θα βρω άλλο αντίγραφο της λίστας, θα το φωτοτυπήσω και θα το μοιράσω σε όλους για να μάθουν ρε… να ξέρουν΄΄
Συνάδελφος απ τον παλιό καλό καιρό και φίλος πάνω από όλα ο Αντρέας, υπέφερε εκείνες τις δύσκολες μέρες με τον διασυρμό του Μανώλη, και τώρα βιάζονταν να πάρει εκδίκηση. Χρειάστηκε αρκετή ώρα ο Μανώλης να τον πείσει να μην κάνει τίποτα από όλα αυτά και μόνο σαν πήρε την υπόσχεσή του, τον άφησε να φύγει. Έκλεισε το γραφείο και τράβηξε για την στάση του αστικού λεωφορείου. Τον τελευταίο καιρό κατά ένα περίεργο τρόπο είχαν τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του, οι στίχοι ενός ξένου ποιητή που κάποια χρόνια πριν, όταν τους πρωτοδιάβασε ένοιωσε μια πρωτόγνωρη συγκίνηση, ένα πραγματικό δέος.
‘’Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως;’
Και κάθε φορά που τους σιγοψιθύριζε ένοιωθε τα ίδια , όπως και τότε συναισθήματα. Μα και κάθε φορά που προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομα του ποιητή, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
‘’Αλλά απόψε σαν γυρίσω στο σπίτι, η πρώτη μου δουλειά θα είναι να ψάξω στη βιβλιοθήκη να βρω το όνομα του’’
Στη σκέψη αυτή για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, χαμογέλασε.
----------------------------------------------------------------------------
--------------------
Γύρισε εξουθενωμένος αργά το βράδυ στο σπίτι . Στην πόρτα τον περίμενε η γυναίκα του η Αθηνά, γεμάτη αγωνία να της πει τα νέα. ΄΄Αυτό δεν ήταν συνέλευση, γυναίκα, ένας χαμός… ένας χαμός πραγματικός ήταν. Εξήντα απολύσεις και μείωση στο μεροκάματο, καταλαβαίνεις τώρα. Πήγαν περίπατο και λογική και ψυχραιμία και επιχειρήματα και ότι άλλο θα βοηθούσε να αντιμετωπίσει κανείς ανάλογες καταστάσεις. Πανδαιμόνιο από κραυγές, βρισιές και αναθέματα. Πήρε φόρα κι ο Παντελής με τους δικούς του και ποιος είδε τον Κύριο και δεν φοβήθηκε. Σήμερα μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά και στο σωματείο, άκουσα ότι είμαι εργατοπατέρας, δοτός της εργοδοσίας, ότι ξεπουλάω ιερά και όσια, για να σώσω κι εγώ δεν κατάλαβα τι. ΄΄
Πήρε μια ανάσα και κρατώντας ένα ποτήρι νερό έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα της κουζίνας.
΄΄Και λοιπόν;’’ Ρώτησε η Αθηνά
‘’Και λοιπόν απεργία Αθηνά…απεργία. Όλοι στη δουλειά η κανένας, ούρλιαζε η μειοψηφία. Στην ψηφοφορία υπερίσχυσε η πρόταση του Παντελή για απεργία διαρκείας μέχρι την πλήρη δικαίωση μας. Με άλλα λόγια όλα η τίποτα. Προσπάθησα να τους ηρεμήσω, συμφώνησα με τις κινητοποιήσεις, μα ήθελα να τους πω ότι παίρνουμε μεγάλο ρίσκο με την τυφλή απεργία, γιατί αν αποτύχουμε δεν θα κλάψουν μόνο εξήντα σπίτια, αλλά διακόσια εβδομήντα τρία, όσα και τα μέλη του σωματείου. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, που λέει και η παροιμία. Μέσα στην απόλυτη χάβρα οι φωνές μας για αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία βούλιαξαν αύτανδρες.
Προσπάθησε, μα στάθηκε μάταιο να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Με το πρώτο φώς της μέρας τράβηξε για το σπίτι του Φώντα, παλιού γνώριμου και μέτοχου της επιχείρησης. Γιατί το εργοστάσιο κατασκευής εσωτερικών κουφωμάτων και επίπλων κουζίνας με τους διακόσιους εβδομήντα τρείς εργαζόμενους, τεχνίτες, ανειδίκευτους και διοικητικούς πριν εικοσιπέντε χρόνια ήταν κάτι εγκαταλειμμένα παραπήγματα στο δυτικό άκρο της πόλης, με λαμαρινένια οροφή, πόρτες και παράθυρα που έμπαζαν από παντού. Ο Ξενοφών που όλοι στην γειτονιά τον ήξεραν και τον φώναζαν Φώντα, νιόπαντρος τότε και με τα λεφτουδάκια της γυναίκας του- η προίκα της, δεν είναι κανένα σημαντικό ποσό αλλά κάτι είναι για αρχή, του είπε ο πεθερός του τη μέρα που του δινε το χέρι της- αποφάσισε να ξεφύγει από το μεροδούλι-μεροφάι και να ανοίξει σε εκείνα τα ερείπια τo μαραγκούδικο, αγοράζοντας δυο πριονοκορδέλες και τα απαραίτητα σύνεργα για να αρχίσει. Στη καφετερία που πήγαινε ο Φώντας, σύχναζε και ο Μανώλης. Εκεί γνωρίστηκαν, κάνανε και παρέα, περίπου συνομήλικοι οι δυό τους, ώσπου ο πρώτος έσκασε μια μέρα το μυστικό στον άλλο. Έλα ρε μαζί μου στο μαραγκούδικο κι ο Θεός βοηθός. Ξέρω πως πιάνουν τα χέρια σου, κάτι θα καταφέρουμε. Πέντε νοματαίοι ξεκίνησαν τη δουλειά. Να ψήνονται τα καλοκαίρια από τη ζέστη κάτω από τις λαμαρίνες, να ξεπαγιάζουν με τα πρωτοβρόχια και το κρύο του χειμώνα. Να βουίζουν δέκα και δεκαπέντε ώρες τη μέρα οι πριονοκορδέλες, να πνίγονται στο πριονίδι και την σκόνη, όμως η δουλειά , δουλειά και οι παραγγελίες παραδομένες στην ώρα τους.. Δεν υπήρχε οχτάωρο, δεν υπήρχαν πολλές φορές Κυριακές και σχόλες. Η επιχείρηση ρε αδελφέ, δεν ήταν προσωπική, δεν ήταν του Φώντα, την ένοιωθαν δική τους… πώς να το πούμε τώρα. Από την άλλη και ο Φώντας εξηγήθηκε σπαθί. Το μεροκάματο βαρβάτο, στην ώρα του το ένσημο, χώρια η βοήθεια για ότι ξαφνικό προέκυπτε στο σπίτι η στην οικογένεια του καθένα. Κύλισε ο καιρός, αύξαναν οι παραγγελίες, αυγάτιζαν τα κέρδη. Τα ερείπια έγιναν σύγχρονοι χώροι εργασίας με όλα τα απαραίτητα, ήρθαν καινούργια μηχανήματα, φτιάχτηκε ακόμη και εστιατόριο και αίθουσα αναψυχής για τα διαλλείματα από τη δουλειά. Περισσότερα από εκατόν πενήντα άτομα τώρα το προσωπικό και να σου και το σωματείο με πρωτοβουλία του Μανώλη. Γράψτε ρε κι εμένα μέλος, τους πείραζε ο Φώντας, νοιώθω άβολα, ξεκομμένος από όλους μέσα στους τέσσερις τοίχους του γραφείου.
Οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης, γίνονταν φανερό πια, πως έπεφταν πολύ βαριές για τις πλάτες του Φώντα. Τον καιρό που ξεκίνησε δεν φαντάζονταν καν, τις διαστάσεις που θα έπαιρνε αυτή. Η αγορά έχει τους δικούς της κανόνες και νόμους, την δική της εξέλιξη, τις δικές της απαντήσεις, πράγματα που δυσκολεύονταν να παρακολουθήσει και να κατανοήσει ο παλιός μαραγκός. Έτσι σαν εμφανίστηκαν ένα πρωί οι εκπρόσωποι ενός ομίλου ντόπιων και ξένων επιχειρηματιών και πρότειναν την αγορά ενός μεριδίου της επιχείρησης, εκείνος συμφώνησε. Η καινούργια ταμπέλα στη πρόσοψη του εργοστασίου τώρα έγραφε Α.Ε και ξεχωριστή εποχή άρχιζε για τους εργαζόμενους και την επιχείρηση. Ο Φώντας σιγά-σιγά αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο, ο όμιλος ουσιαστικά ανέλαβε το κουμάντο, και ο ίδιος συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο με ένα μικρό μερίδιο της επιχείρησης. Τον βρήκε στη βεράντα του σπιτιού να πίνει τον καφέ του. Είχε καιρό να τον δει, του φάνηκε χλωμός, αδύνατος, απότομα γερασμένος. Μη με κοιτάς έτσι ρε Μανώλη, δεν πέθανα ακόμη, αστειεύτηκε εκείνος, προτείνοντας με ένα νεύμα την καρέκλα δίπλα του.
΄΄Αλλαξες Φώντα δεν λέω, έχω και καιρό να σε δώ’’
΄΄Η άτιμη η αρρώστια… ΄΄μουρμούρισε εκείνος και ένα αδιόρατο σύννεφο θλίψης σκέπασε το πρόσωπό του. Μίλησαν ώρα πολύ, θυμήθηκαν τα παλιά, γέλιο και λύπη διαδέχονταν το ένα την άλλη, ανάλογα με την εξέλιξη και το περιεχόμενο της κουβέντας τους. Κάποια στιγμή έμειναν σιωπηλοί για αρκετά δευτερόλεπτα. Τα ξέρω όλα, είμαι ενημερωμένος, έσπασε πρώτος τη σιωπή ο Φώντας. Μακάρι να πετυχει η απεργία Μανώλη…μακάρι. Είναι αδίστακτοι αυτοί του ομίλου, τους ξέρω καλά. Γι αυτούς ο άνθρωπος και η ανάγκη του δεν είναι τίποτα. Για να σας γονατίσουν είναι ικανοί να αναστείλουν ακόμα και τη λειτουργία του εργοστασίου για ένα διάστημα.
Σηκώθηκε να φύγει. Όρθιοι κοιτάχτηκαν μια στιγμή στα μάτια.
΄΄Οσο με αφορά Μανώλη να ξέρεις πως δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια΄΄
---------------------
Όχι ο Φώντας δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Έτσι τουλάχιστον φάνηκε από τα πράγματα αργότερα. Κατά τα άλλα η συμμετοχή στην απεργία τις πρώτες μέρες ήταν καθολική. Από την Πέμπτη και μετά άρχισαν τα παρατράγουδα. Η αμφιβολία για το αποτέλεσμα, οι ανάγκες του σπιτιού και οι υποχρεώσεις που έτρεχαν, άρχισαν να ροκανίζουν υπομονή και αντοχές. Το ΄΄όλα η τίποτα΄΄ δεν είναι παίξε-γέλασε. Βαριά, πολύ βαριά κουβέντα που δεν σηκώνει μήτε πίσω, μήτε οποιοδήποτε ελιγμό. Κέρδισες, τα πήρες όλα, έχασες, σε καταπίνει το σκοτάδι. Κάποιοι κιόλας θέλανε να γυρίσουν στη δουλειά. Με κόπο , μερικές φορές και με τη βία η επιτροπή περιφρούρησης, τους κράτησε έξω από την κεντρική πύλη. Δεν ήταν λίγοι κι αυτοί που πιάνανε τον Μανώλη, να πάρει πρωτοβουλίες, να συμμαζέψει τους έξαλλους, να δοθεί μια διέξοδος και να τερματιστεί η τυφλή σύγκρουση. Την όγδοη μέρα η εργοδοσία ζήτησε συνάντηση με τη διοίκηση του σωματείου. Αναθάρρησαν οι περισσότεροι, ορθώθηκαν τα σκυμμένα κεφάλια, φωτίστηκαν τα μισοσβησμένα βλέμματα. Η συνάντηση άρχισε με το λογύδριο των εκπροσώπων του ομίλου, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η επιχείρηση, για την στεγνή από χρήμα αγορά, τις αισθητά μειωμένες από άλλες χρονιές παραγγελίες, το δάνειο που ζητά εδώ και ένα χρόνο από τις τράπεζες κι ακόμη δεν έχει εγκριθεί. Ως εκ τούτου καταλαβαίνετε πόσο δυσχερής είναι η θέση μας, κατέληξε ο πρώτος της παρέας των εκπροσώπων, για να συνεχίσει ο δεύτερος, ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες και λαβαίνοντας υπόψη της η εργοδοσία πως πολλοί από τους εργαζόμενους έχουν αρκετά χρόνια στο εργοστάσιο, μάλιστα μερικοί φέρονται ως οι πρώτοι που στήσανε αυτή την επιχείρηση δουλεύοντας σκληρά σε δύσκολες συνθήκες, αποφάσισε να προτείνει μείωση των απολύσεων από εξήντα σε σαράντα, το ύψος του ημερομισθίου να μείνει ως έχει, και τέλος τη λίστα των σαράντα να την συντάξει και να τη παραδώσει στη διεύθυνση προσωπικού η διοίκηση του σωματείου. Ο Μανώλης προσπάθησε να παρατείνει τη συζήτηση, να πείσει τους εκπροσώπους να μεταφέρουν τις αντιπροτάσεις του σωματείου που κυρίως εστιάζονταν στην παραπέρα μείωση του αριθμού των απολύσεων. Άδικος ο κόπος, το μόνο που κατάφεραν ήταν να πάρουν διορία μια βδομάδα ακόμη πριν απαντήσουν. Διαφορετικά ο όμιλος είναι αποφασισμένος ακόμη και να κλείσει την επιχείρηση, σφύριξε φεύγοντας κάποιος από τους εργοδοτικούς.
-------------------
Στη συνέλευση αυτή τη φορά κανένας δε είχε όρεξη για λόγους και αντιπαραθέσεις. Τα νέα της συνάντησης ταξίδεψαν αστραπιαία από στόμα σε στόμα. Ο προεδρεύον κάλεσε στο βήμα τον πρόεδρο του σωματείου Μανώλη Σωτηρίου, για να ενημερωθεί το σώμα και επίσημα. Απόλυτη ηρεμία, ούτε καν ψίθυρος από κάτω, ακόμα κι όταν ο Μανώλης τελείωσε την εισήγηση του. Για ξεπούλημα του αγώνα και ντροπιαστική ήττα κατήγγειλε τον πρόεδρο η παράταξη του Παντελή, ενώ ο ίδιος όπως το συνήθιζε από το βήμα έσυρε τα μύρια-όσα , σ αυτούς που κατά τη γνώμη του έφερναν αποκλειστικά την ευθύνη γι αυτές τις εξελίξεις. Κι όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις το κλίμα πυροδοτήθηκε, όταν η άλλη πλευρά θύμισε στους καταγγέλλοντες ότι η τυφλή απεργία φυλλορροούσε, καθώς κι ότι το αποτέλεσμά της θα ήταν αντί για εξήντα να θρηνήσουν διακόσια εβδομήντα τρία σπίτια, αφού τελικά θα έκλεινε το εργοστάσιο και θα απολύονταν όλοι. Είδαν κι έπαθαν οι πιο ψύχραιμοι, μαζί και ο Μανώλης να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, να αντικαταστήσει την ένταση η νηφαλιότητα, η λογική τον παραλογισμό και το μένος. Στη ψηφοφορία για συνέχιση η μη της απεργίας, ελάχιστα χέρια σηκώθηκαν υπέρ της συνέχισης. Η συνέλευση εξουσιοδότησε το συμβούλιο, να συντάξει την περιβόητη λίστα των απολύσεων. Να γίνει κλήρωση…να γίνει κλήρωση, ακούστηκαν από κάτω φωνές. Τις ζωές μας ρε σε λοταρία θα βάλετε; αντέτεινε ο Παντελής, αίσχος…
΄΄Αίσχος για τον Παντελή, Γολγοθάς για μένα΄΄έλεγε ο Μανώλης το ίδιο βράδυ στην ταβέρνα του συνοικισμού, στον φίλο του τον Χρήστο, παλιό μάστορα στο έπιπλο και τώρα συνταξιούχο, ΄΄από τη μια στιγμή στην άλλη όλα γύρισαν τούμπα. Το βλέπω στα πρόσωπά τους, στα βλέμματα που αποφεύγουν το δικό μου, στους ψιθύρους που τρυπούν τα αυτιά μου μόλις τους γυρίσω την πλάτη. Το χειρότερο όμως Χρήστο, είναι η περιφρόνηση και η απαξίωση που μερικοί μου δείχνουν κατάμουτρα, κι αυτό δεν αντέχετε’’
΄΄Δεν πήγε στράφι κι ο αγώνας σας ρε Μανώλη. Κάπου και η εργοδοσία έκανε πίσω. Θα μου πεις τώρα τι γίνεται με τους σαράντα. Βάλτε στο ζύγι τους σαράντα από τη μια και διακόσιους τριάντα τόσους από την άλλη, κι αποφασίστε. Δεν έχετε άλλο δρόμο.΄΄
Να, λοιπόν, και το ζύγι. Το ζύγι που βασάνιζε μερόνυχτα τον Μανώλη, που έκανε τον ύπνο του εφιάλτη, το νερό που έπινε φαρμάκι, το φαί άνοστο, δίχως γεύση. Μπαίνει ρε γυναίκα, στο ζύγι ο πόνος και η δυστυχία; ποιος πονάει και ποιος υποφέρει περισσότερο η λιγότερο από το διπλανό του; αναρωτήθηκε φωναχτά ένα βράδυ και η Αθηνά αλαφιάστηκε, τρόμαξε, πάει αυτός σκέφτηκε, τρελάθηκε, κι έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο να δει τι κάνει ο άντρας της, που ώρες κλεισμένος με ένα σωρό χαρτιά και βιβλία απλωμένα στο τραπέζι παιδευόταν χωρίς τελειωμό. Παράταττα χριστιανέ μου, φώναξε, δεν θα αντέξεις έτσι που πάς, έχεις κι εσύ υποχρεώσεις , παιδιά… δώσε την παραίτηση σου στο συμβούλιο κι ας πάνε αυτοί να βρούνε την άκρη. Την άκρη αυτή εδώ και πέντε ατέλειωτα μερόνυχτα, έψαχνε να βρει και το συμβούλιο. Έσβηνε, έγραφε ονόματα και κατάληξη δεν είχε. Βάλανε κάτω και το μητρώο μελών να δούνε πόσα χρόνια δουλειάς είχε ο καθένας στο εργοστάσιο, την ηλικία, τις υποχρεώσεις, μήπως και το έργο τους γινόταν ευκολότερο. Πήρε κι ο Μανώλης σβάρνα τα σπίτια συναδέλφων, να συζητήσει μαζί τους ήρεμα, νηφάλια, μακριά από το χώρο της δουλειάς, ν ακούσει κι από τους ίδιους τι σκέφτονταν. Κάποιοι εκλιπαρούσαν την εξαίρεσή τους, άλλοι σχεδόν την απαιτούσαν, μερικοί μένανε σιωπηλοί, με τα μάτια καρφωμένα στο πουθενά, έμοιαζαν να ζούνε ένα εφιάλτη με τη μορφή του Μανώλη, κι εύχονταν να τσακιστεί, να φύγει από μπροστά τους όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μια μέρα πριν τη λήξη της διορίας το συμβούλιο κατάφερε να καταλήξει σε μια λίστα τριάντα εννέα ατόμων. Μας λείπει ένας ακόμη… ένα όνομα, ο τεσσαρακοστός, μονολογούσε ο Νίκος ο ταμίας του σωματείου, καθώς διάβαζε τα υπόλοιπα ονόματα στη λίστα.
-------------
Η κόλαση από τον παράδεισο, ούτε μια ανάσα δρόμος Μανώλη, κι αν η ριμάδα η ζωή δεν βάλει τελευταία την υπογραφή της, τίποτα δεν είναι οριστικά τελειωμένο. Τα λόγια του συγχωρεμένου του παππού από τη μεριά της μητέρας του , μπορεί να είχαν την αξία τους, αλλά εδώ τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους και τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να αντιστρέψει την κατάσταση. Να όμως που η ριμάδα η ζωή . όπως την αποκαλούσε ο παππούς δεν είπε ακόμη την τελευταία της κουβέντα. Στο εστιατόριο του εργοστασίου εκείνο το απομεσήμερο, τρείς μέρες μετά την παράδοση στην διεύθυνση του εργοστασίου της λίστας, κι ενώ η πρωινή βάρδια ακόμα γευμάτιζε, είδαν τον Αντρέα τον συνάδελφο από το λογιστήριο να καταφτάνει λαχανιασμένος και κάτι να λέει βιαστικά στους πρώτους που τον περικύκλωσαν για να μάθουν. Το δάνειο, το περιβόητο δάνειο που καιρό τώρα κυνηγούσε ο όμιλος εγκρίθηκε. Χώρια η συμφωνία με τους Ιταλούς για μια μεγάλη παραγγελία που η ικανοποίησή της θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα χρόνο δουλειάς. Την σύντομη σιγή μετά την ενημέρωση, ακολούθησαν επιφωνήματα χαράς, χειροκροτήματα, επιδοκιμασίες. Πρόσωπα και μάτια με μιας φωτίστηκαν, οι στεναγμοί της θλίψης έδωσαν τη θέση τους σ αυτούς της ανακούφισης. Κάποιοι έτρεξαν στο τραπέζι του Μανώλη να μοιραστούν μαζί του τις απρόσμενες σταγόνες ελπίδας που δρόσισαν τις ταλαιπωρημένες τον τελευταίο καιρό ψυχές τους. Η ανακοίνωση της επιχείρησης λίγο αργότερα επιβεβαίωνε τις πληροφορίες του Αντρέα και ακύρωνε τις απολύσεις. Η ζωή στο εργοστάσιο ξανάβρισκε σιγά-σιγά τους ρυθμούς της και ο καιρός των αρχαιρεσιών για νέα διοίκηση στο σωματείο πλησίαζε. Στο γραφείο του συλλόγου ο Μανώλης μάζευε τα προσωπικά του πράγματα, μια και το αποφάσισε, τέρμα πια γι αυτόν οι υποψηφιότητες και τα συνδικαλιστικά. Χρόνια πορεύτηκε στα διοικητικά με πυξίδα τα συλλογικά συμφέροντα του σωματείου και των συναδέλφων του. Ναι, όλο αυτό τον καιρό μπορεί να έκανε λάθη, να παράλειψε σημαντικά και ασήμαντα πράγματα, ακόμα και να αδίκησε κάποιους αθέλητα, όμως κάνοντας την τελική σούμα, η συνείδησή του δεν είχε να του καταμαρτυρήσει κάτι επιλήψιμο που έκανε από πρόθεση.
Ετοιμαζόταν να φύγει όταν αντίκρισε στη πόρτα τον Αντρέα με ένα χαρτί στο χέρι. Πλησίασε εκείνος αργά και το άφησε πάνω στο γραφείο του.
΄΄Η λίστα με τους σαράντα΄΄ είπε ο Μανώλης και τον κοίταξε απορημένος
΄΄Την ξετρύπωσα από το γραφείο της διεύθυνσης και θέλω να σε ρωτήσω για το όνομα στον αριθμό σαράντα…για τον τεσσαρακοστό Μανώλη. Μήπως ρε έχουμε στο εργοστάσιο και άλλον Μανώλη Σωτηρίου και δεν τον ξέρω;’’
‘’Τον τεσσαρακοστό Αντρέα, τον είχα εντοπίσει ακόμη πριν καταλήξουμε στον πρώτο της λίστας. Το είχα πάρει απόφαση από την αρχή και καμιά δύναμη δεν ήταν ικανή να με κάνει να την αλλάξω. Όμως τέλος καλό, όλα καλά.’’ απάντησε ο Μανώλης, σχίζοντας με αργές κινήσεις σε μικρά κομματάκια τη λίστα
‘’Ούτε τέλος, ούτε όλα καλά’’ επέμενε ο άλλος ‘’λίγα ρε δεν σου φορτώσανε τον τελευταίο καιρό. Ιδιαίτερα εκείνοι του Παντελή, που από το πρωί ως το βράδυ προδότη σε ανεβάζανε, ξεπουλημένο στην εργοδοσία σε κατεβάζανε. Αύριο κιόλας θα βρω άλλο αντίγραφο της λίστας, θα το φωτοτυπήσω και θα το μοιράσω σε όλους για να μάθουν ρε… να ξέρουν΄΄
Συνάδελφος απ τον παλιό καλό καιρό και φίλος πάνω από όλα ο Αντρέας, υπέφερε εκείνες τις δύσκολες μέρες με τον διασυρμό του Μανώλη, και τώρα βιάζονταν να πάρει εκδίκηση. Χρειάστηκε αρκετή ώρα ο Μανώλης να τον πείσει να μην κάνει τίποτα από όλα αυτά και μόνο σαν πήρε την υπόσχεσή του, τον άφησε να φύγει. Έκλεισε το γραφείο και τράβηξε για την στάση του αστικού λεωφορείου. Τον τελευταίο καιρό κατά ένα περίεργο τρόπο είχαν τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του, οι στίχοι ενός ξένου ποιητή που κάποια χρόνια πριν, όταν τους πρωτοδιάβασε ένοιωσε μια πρωτόγνωρη συγκίνηση, ένα πραγματικό δέος.
‘’Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως;’
Και κάθε φορά που τους σιγοψιθύριζε ένοιωθε τα ίδια , όπως και τότε συναισθήματα. Μα και κάθε φορά που προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομα του ποιητή, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
‘’Αλλά απόψε σαν γυρίσω στο σπίτι, η πρώτη μου δουλειά θα είναι να ψάξω στη βιβλιοθήκη να βρω το όνομα του’’
Στη σκέψη αυτή για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, χαμογέλασε.
----------------------------------------------------------------------------