Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΙ, ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟΦΙΛΟΙ

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
                                                                                                                                    
Διάβασα δύο πρόσφατα κείμενα ανθρώπων -υποτίθεται καλλιεργημένων- οι οποίοι μάς βασανίζουν με τη γλωσσική διατύπωση των απόψεών τους στο όνομα της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Προσφέρουν βέβαια ψυχαγωγία με τα λογής μαργαριτάρια τους αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα.

Πρώτο δείγμα: ο πρόεδρος του «Αριστοτελείου, Διεθνούς Πολιτιστικού Ιδρύματος Ρώμης», Νίκος Σικλογλου (έτσι, χωρίς τόνο) ανακοινώνει την παραίτησή του από το προεδρείο του «Σχολείου Ολύμπου-Πιερίων» επαινώντας τον εαυτό του για όσα ήθελε να προσφέρει στον τόπο και στον ελληνικό πολιτισμό αλλά δεν τον άφησαν.Ήθελε, ο αθεόφοβος, να τιμήσει την ελληνική γλώσσα διεθνώς. Διαβάζω στην ανακοίνωσή του, όπως ακριβώς είναι γραμμένη, και τα εξής: «...υποβάλλω επίσημα την παραίτηση μου απο την θέση που κατειχα μέχρι σήμερα στο Προεδρειο του "Σχολειου Ολυμπου-Πιεριων, (δηλαδη του υπευθυνου Στρατηγικης, Μαρκετινκ, προωθησης και Διεθνών Δημοσίων Σχέσεων), διότι λείπουν οι βασικές προϋποθέσεις σεβασμού και εκτίμησης στον θεσμο που υπηρέτησα μέχρι σήμερα».

Ο άνθρωπος που επιθυμούσε να διδάξει γλώσσα στα πέρατα της οικουμένης χρησιμοποιεί ένα άγνωστο τονικό σύστημα της νέας ελληνικής (ούτε πολυτονικό, ούτε ατονικό, ούτε μονοτονικό). Με απαράμιλλη προχειρότητα γράφει ανερυθρίαστα: «αδικαιολογητη κρητική», «Μεγαλη Βρετανεια στην Αθηνα», «με βασει τους νομους», «ώστε να την διαχειρησθητε», «θυμημητε το γεφυρι της Αρτας», «αγγυροβολημενα πλοία», «ΕΙΔΗΜΩΝΕΣ» (κεφαλαία στο πρωτότυπο) κλπ. Τέτοια ελληνικά διακονεί ο παραιτημένος πρόεδρος και θέλει να τον λυπηθούμε κιόλας!

Δεύτερο δείγμα: η άγνωστή μου λαρισινή φιλόλογος κ. Ευαγγελία Ράπτου-Στεργιούλα, φίλη του 42ουΦεστιβάλ, συνηθίζει να υπογράφει κάποια κείμενα (φλύαρα και σχοινοτενή κατά τη γνώμη μου αλλά δεν πειράζει) προετοιμάζοντας το κοινό για την παράσταση. Ως εδώ ουδέν μεμπτόν, αν και τα σημειώματα που συντάσσονται από τους ίδιους τους συντελεστές της παράστασης είναι αρκούντως ενημερωτικά όπως επί παραδείγματι το σημείωμα του εξαιρετικού Βασίλη Παπαβασιλείου για την παράσταση «Κύκλωψ».

Το τι λες όμως πάνω στον ενθουσιασμό σου είναι επίσης σπουδαίο. Γράφει για παράδειγμα εξ αφορμής της παράστασης «Κύκλωψ»: «Το κοινό δείχνεται (sic) εξοικειωμένο και αυτό φαίνεται από την αθρόα προσέλευσή του και παρουσία του στις παραστάσεις που φιλοξενεί το Αρχαίο Θέατρο Δίου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ολύμπου». Αυτό δεν είναι αλήθεια. Το κοινό—όπως κάθε κοινό στο πλαίσιο όλων των φεστιβάλ του κόσμου—άλλοτε είναι πολυπληθές και άλλοτε όχι. Άλλοτε κόβονται 300 ή 600 και άλλοτε 2300 εισιτήρια. Δεν είναι λοιπόν αθρόα πάντα η προσέλευση στο Δίον και αυτό δεν είναι αμαρτία να το λέμε (άλλο πράγμα διακονεί ο Ρουβάς και άλλο ο Κιμούλης φερ’ ειπείν). Σημασία έχει το Φεστιβάλ Ολύμπου να κάνει το χρέος του προσφέροντας πολιτισμό επιπέδου στους θεατές του. Και αυτό το κάνει, ιδίως φέτος, και με το παραπάνω!

Και ολοκληρώνει το κείμενό της η «Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας, Υπ. Διδάκτωρ Tμ. Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ., Τομέα Γλώσσας Θεάτρου και Πολιτισμού Παν. Αιγαίου» γράφοντας: «Και αν ο αρχαίος Έλλην αναζητούσε μέσω του δράματος –τραγωδίας, κωμωδίας, σατυρικού δράματος- την κάθαρση των παθών με τη «λύση» της του έργου, ο σύγχρονος Έλλην διδασκόμενος καθαιρείται ψυχικά και πληρείται από αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας». Ώστε λοιπόν ο εθνικά υπερήφανος σύγχρονος Έλληνας «καθαιρείται» και «πληρείται»; Όχι καθαίρεται ούτε πληρούται; Μήπως είχε κάτι άλλο στο μυαλό της η και θέατρο και πολιτισμό—αλλά όχι στοιχειώδη γραμματική— σπουδάζουσα συνάδελφος;
Θα μου πείτε πως αυτά τα λάθη συμβαίνουν. Ορθά. Θα περίμενα ωστόσο η κ. Στεργιούλα να γράφει κριτικά σχόλια μετά την παράσταση, κομίζοντας τη δική της πια γνώμη, τη δική της πρόσληψη του έργου, πράγμα γονιμότερο και ασφαλώς δυσκολότερο. Αυτό δηλαδή ακριβώς που πράττουν με ειλικρίνεια και φιλολογική εντιμότητα, χωρίς κορόνες και βερμπαλισμούς, οι αθόρυβες (κι ας διαθέτουν τίτλους) εργάτριες της δημόσιας εκπαίδευσης Σοφία Ελευθεριάδου και Ειρήνη Παξιμαδάκη, δίνοντάς μας το κριτικό στίγμα και το περιεχόμενο της δικής τους ανάγνωσης—όχι βεβαίως πάντοτε υμνητικής.