Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Υπέρμετρες προσδοκίες από τον πρωτογενή τομέα. Του Ευ. Νικολαΐδη


Όσο η ύφεση επιμηκύνεται, πυκνώνουν οι απόψεις για αναζήτηση λύσεων από τον πρωτογενή 
τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, τού αποδίδονται χαρακτηρισμοί του είδους «βαριά βιομηχανία της 
χώρας», «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», «ατμομηχανή της ανάπτυξης», «πυλώνας για την έξοδο από την κρίση».Πρόκειται για απόδοση δυνατοτήτων τις οποίες δεν έχει. Συνεπώς, καθίσταται αναγκαία η αποσαφήνιση εννοιών, μεγεθών και μηχανισμών, προκειμένου η συζήτηση να γίνεται στο πραγματικό πλαίσιο, χωρίς να καλλιεργούνται ανεδαφικές προσδοκίες, ακόμη και ψευδαισθήσεις.

Παρά την προφανή διάκριση των επιμέρους συστατικών του αγροτροφικού συστήματος (πρωτογενής τομέας, βιομηχανικοί κλάδοι παραγωγής αγροτικών εισροών και κλάδοι μεταποίησης πρώτων υλών του πρωτογενούς τομέα), ορισμένα οικονομικά μεγέθη των επιμέρους συστατικών συγχέονται. Η πλέον συνήθης σύγχυση αφορά τις εξαγωγές: τα «αγροτικά» προϊόντα φέρονται να συμμετέχουν σχεδόν κατά 27% στο σύνολο των εξαγωγών, προσδίδοντας έτσι ψευδή εικόνα για τον πρωτογενή τομέα. Στην πραγματικότητα, τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα συμμετέχουν με περίπου 6% στις εξαγωγές, ενώ το υπόλοιπο 21% προέρχεται από τη βιομηχανία τροφίμων-ποτών-καπνού.

Η συμβολή του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ είναι περιορισμένη, βαίνει μειούμενη και δεν μπορεί να αντιστραφεί. Το ίδιο ισχύει και για την απασχόληση. Αυξανομένου του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, η ποσοστιαία συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα φθίνει, καθ' ότι η ζήτηση και οι πόροι της οικονομίας προσανατολίζονται στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, πέραν των τροφίμων (που άλλωστε εμπεριέχουν και προστιθέμενη αξία από τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες).

Η μείωση του ειδικού βάρους του πρωτογενούς τομέα οφείλεται σε μηχανισμούς του οικονομικού συστήματος και δεν συνδέεται με καλή ή κακή αγροτική πολιτική, με «α» ή «β» προθέσεις. Βέβαια, για κακή αγροτική πολιτική μπορεί να γίνεται λόγος -και αυτό αφορά την ελληνική περίπτωση τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία- όταν η μείωση του ειδικού βάρους οφείλεται στη στασιμότητα ή ακόμη και στη μείωση της παραγωγής του και όχι στην ταχύτερη ανάπτυξη των άλλων τομέων.

Στην Ελλάδα, η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα (5,8 δισ. ευρώ) στο ΑΕΠ (193,7 δισ. ευρώ) έχει μειωθεί στο 3% και στην απασχόληση περίπου στο 12%. Με βάση αυτούς τους αριθμούς, ακόμη και η δυναμική αύξηση της προστιθέμενης αξίας στον πρωτογενή τομέα θα είχε περιορισμένη επίδραση στο ΑΕΠ. Συμπερασματικά, ο πρωτογενής τομέας δεν έχει το μέγεθος ώστε να αποτελέσει την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης, ή τον «πυλώνα» για την έξοδο από την κρίση.

Όσον αφορά την απασχόληση, η συμμετοχή του στον οικονομικώς ενεργό πληθυσμό είναι υπερτριπλάσια από τη συμμετοχή του στο ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να στηρίξει με επαρκές εισόδημα τον μέσο απασχολούμενο. Η παρατηρούμενη αύξηση της απασχόλησης λόγω κρίσης, σε σχετικούς όρους είναι περιορισμένη και συγκυριακή, ενώ σε απόλυτους αριθμούς έχει μειωθεί. Η φυσιολογική εξέλιξη είναι η περαιτέρω μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και όχι η αύξησή της.

Βέβαια, σημαντικά διαφορετική είναι η κατάσταση αν γίνεται λόγος για τις αναπτυξιακές δυνατότητες συνολικά του αγροτροφικού συστήματος. Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι μόνο η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-καπνού καταλαμβάνει την πρώτη θέση και με συμμετοχή από 20-35%, σε βασικούς δείκτες της μεταποίησης (αριθμός καταστημάτων, απασχόληση, αξία παραγωγής, εξαγωγές).

Ωστόσο, είναι λάθος η συζήτηση για τη σημασία του πρωτογενούς τομέα να εξαντλείται στη συμμετοχή στο ΑΕΠ. Παραμένοντας στους οικονομικούς όρους, ο εν λόγω τομέας έχει σημαντικό «έμμεσο» ρόλο στις διακλαδικές σχέσεις, καθώς και στην περιφερειακή ανάπτυξη. Πέραν αυτών, κρίσιμος και πολυδιάστατος είναι ο ρόλος του στο περιβάλλον, ενώ ως παραγωγός τροφίμων έχει ανεκτίμητη αυταξία.

Από όσα αναφέρθηκαν, δεν θα πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τομέα χωρίς δυνατότητες και περιθώρια ανάπτυξης και χωρίς πτυχές για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο πρωτογενής τομέας μπορεί να συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση, ανάλογα με το μέγεθός του και ως τμήμα του αγροτροφικού συστήματος. Στη δεινή θέση που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία και κοινωνία, ελέω τρόικας, ποικίλων τρικομματικών και δικομματικών κυβερνήσεων, κανένας παραγωγικός πόρος δεν περισσεύει και δεν πρέπει να παραμείνει αναξιοποίητος.

* Ο Ευάγγελος Νικολαΐδης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Αυγή