Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Κυβερνητική φιλοσοφία: «Τώρα που βρήκαμε παπά…». Του Γ. Τσιάκαλου





«Στις άλλες χώρες που είχαν μνημόνιο όλα τα κόμματα συμφώνησαν σε μια κοινή γραμμή, μόνο σ’ εμάς όχι» είναι μία φράση που χρησιμοποιείται σχεδόν σε κάθε δήλωση εκπροσώπων της κυβέρνησης για να εξηγήσει τη δυστοκία της μνημονιακής πολιτικής και να καταλογίσει ευθύνη για την αποτυχία στην αντιπολίτευση. Υποψιάζομαι ότι κάποιοι πιστεύουν ειλικρινά στην ερμηνευτική αξία αυτής της «διαπίστωσης», ενώ άλλοι τη χρησιμοποιούν απλά ως ρητορικό τέχνασμα για να θέσουν την αντιπολίτευση αντιμέτωπη με το «εθνικό συμφέρον». Πάντως, όλοι πρέπει να διαπιστώνουν ότι το «επιχείρημά» τους –ακόμη και εάν πείθει κάποιους- δεν συγκινεί και δεν κινητοποιεί κανέναν. Γιατί άραγε;

Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι ψηφοφόροι είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωποι, και γι’ αυτό κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η αξιοπρέπεια. Την οποία η κυβέρνηση καταρρακώνει συστηματικά και από πρόθεση ακόμη και σε τομείς που δεν έχουν σχέση με μνημόνια και τρόικα. Για την κυβέρνηση της δικής μας χώρας αυτό αποτελεί αυτονόητη πολιτική συμπεριφορά, γέννημα της ιδεολογίας της και της συνειδητά αυταρχικής άσκησης εξουσίας. Γι’ αυτό, κοιτάζοντας προς τις άλλες χώρες, θεωρεί ότι η δική της διακυβέρνηση είναι απολύτως σωστή και ίδια με εκείνη των άλλων χωρών, και το μόνο στο οποίο διαφέρουμε είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του μνημονίου από την αντιπολίτευση.

Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Με αφετηρία το δεδομένο ότι τα μνημόνια από μόνα τους περιορίζουν οδυνηρά τη ζωή των ανθρώπων, οι κυβερνήσεις των άλλων χωρών απέφυγαν κατά κανόνα ν’ ανοίξουν επιπλέον θέματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναταραχή, ανασφάλεια, αντιπαλότητα και διαιρέσεις. Εδώ, αντίθετα, οι δικοί μας λειτούργησαν με τη λογική «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πεντέξι», και συνεπώς διαφορετική είναι η πολιτική τους.

Ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά γεγονότα.

Σε καμιά άλλη χώρα η κυβέρνηση δεν έκλεισε τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση, απολύοντας και κατασυκοφαντώντας χιλιάδες εργαζομένους. Το αποτέλεσμα αυτής της αυταρχικής και παράλογης πράξης ήταν η μετατροπή του δημοσιογραφικού εργασιακού πεδίου σε κρανίου τόπο, καθώς οι αλυσιδωτές συνέπειες οδήγησαν σε καταβαράθρωση των μισθών σε όλα τα ΜΜΕ, και μετέτρεψαν τους λειτουργούς της «τέταρτης εξουσίας» σε ομήρους κάθε εκβιαστικής συμπεριφοράς των ιδιοκτητών. Με ποια, λοιπόν, από τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών που υφίστανται μνημόνια βρίσκεται στην ίδια συχνότητα και στο ίδιο μήκος κύματος;

Σε καμιά άλλη χώρα η κυβέρνηση δεν προκάλεσε τόσες αναταραχές στα πανεπιστήμια αλλάζοντας κάθε έξι μήνες το πλαίσιο λειτουργίας τους (αναιρώντας, μάλιστα, τις δικές της προηγούμενες επιλογές, τις οποίος κάθε φορά παρουσίαζε ως ιδανική λύση). Έτσι, δημιούργησε και διατηρεί μια ατμόσφαιρα δυσλειτουργίας, αβεβαιότητας και ανασφάλειας, και παρεμποδίζει την αποτελεσματικότητά τους στην διδασκαλία και στην έρευνα. Όλα αυτά παράλληλα με τον οικονομικό στραγγαλισμό των πανεπιστημίων και των λειτουργών τους, και τον αποδεκατισμό του προσωπικού τους. Στις αντικειμενικά πολύ δύσκολες εποχές οι λογικές κυβερνήσεις επιλέγουν την ηρεμία και τη συνεργασία, η δική μας επέλεξε συνειδητά την αντιπαλότητα και την κατασυκοφάντηση των πανεπιστημιακών. Η μόνη συναίνεση που επιδίωξε και πέτυχε ήταν με την ακροδεξιά στα θέματα του ασύλου και της αστυνομοκρατίας. Συνεπώς, με ποια από τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών μοιράζεται την ίδια φιλοσοφία;

Σε καμιά άλλη χώρα η κυβέρνηση δεν είχε την τύχη να βρει τους/τις εκπαιδευτικούς της να κατέχουν την πρώτη θέση στην εκτίμηση που δείχνουν οι πολίτες για τους λειτουργούς όλων των επαγγελμάτων – μόνον στην Ελλάδα. Έγραφε ο «Αγγελιοφόρος» πριν δέκα χρόνια (7 Οκτωβρίου 2004) για τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας: «Οχτώ στους δέκα εμπιστεύονται εκπαιδευτικούς (82%) και γιατρούς (81%), στην τρίτη θέση τους στρατιωτικούς με 67/%, στην τέταρτη τους ιερείς με 61%, ενώ τους πολιτικούς τους κατατάσσουν στην τελευταία κλίμακα της εμπιστοσύνης τους». Από όλες τις έρευνες διεθνώς γνωρίζουμε ότι η εμπιστοσύνη στους/στις εκπαιδευτικούς αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, και γι’ αυτό οι άλλες χώρες αγωνίζονται με όλα τα μέσα για να τη δημιουργήσουν. Εδώ, όμως, που την είχαμε, η κυβέρνηση έβαλε στόχο να μειώσει και να εξαφανίσει αυτό το πλεονέκτημά μας. Έτσι, δε λογάριασε έξοδα –για κάποια πράγματα «λεφτά υπάρχουν!»- και ξεκίνησε την «επιχείρηση αξιολόγηση». Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια διαδικασία που αποσκοπεί στη δημιουργία της εντύπωσης ότι για τα δεινά της Παιδείας δεν ευθύνονται οι συντηρητικές έως αντιδραστικές ιδεολογικές αγκυλώσεις αυτών που μέχρι σήμερα κυβερνούν τη χώρα, αλλά ευθύνονται, δήθεν, οι εκπαιδευτικοί μας –κι ας λένε το αντίθετο οι διεθνείς έρευνες. Έτσι, σε μια εποχή που τα σχολεία από τη φύση τους προορίζονται να δώσουν την ζωοφόρο πνοή αισιοδοξίας στη χώρα, και γι αυτό χρειάζονται ηρεμία και εκπαιδευτικούς που αφιερώνονται αποκλειστικά στα παιδιά, η κυβέρνηση απαιτεί από αυτούς/ες ν’ αφήσουν τα παιδιά στην άκρη και να γίνουν υπάλληλοι της επιχείρησης αποπροσανατολισμού και υπονόμευσης του κύρους τους. Σε ποια άλλη χώρα συμβαίνει το ίδιο;

Μπορεί κανείς να συνεχίσει με αμέτρητα παραδείγματα. Δεν υπάρχει πολίτης που να μην ένοιωσε στο δικό του τομέα να προσβάλλεται βάναυσα από ημιμαθείς βασιβουζούκους που βρήκαν την ευκαιρία να ασκήσουν εξουσία σε βάρος της χώρας και των ανθρώπων της. Σ’ αυτά διαφέρει η διακυβέρνησή τους από εκείνη των άλλων χωρών που υφίστανται μνημόνια. Κι αυτά μετρούν, και ακυρώνουν κάθε ρητορικό τέχνασμα σχετικά με τις διαφορές που χαρακτηρίζουν τη δική μας πολιτική ζωή από εκείνη των άλλων χωρών που επίσης δοκιμάζονται σκληρά από μνημόνια και τρόικες.

http://alterthess.gr/