Το μήνυμα του Νίκου Φίλη για την αντίσταση στο βαθύ κράτος
Συντάκτης:
Δημήτρης Ψαρράς
Οταν κατά την ψηφοφορία για την εκλογή νέας Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στο πρόσφατο συνέδριο πρώτευσαν με διαφορά τεσσάρων ψήφων ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Νίκος Φίλης, πολλοί ήταν εκείνοι που παραξενεύτηκαν και αναρωτήθηκαν πώς συμβιβάζεται από τη μια μεριά η επιβράβευση του ηγετικού στελέχους της «μνημονιακής» διαχείρισης και από την άλλη η ενίσχυση του πιο «ριζοσπαστικού» κυβερνητικού στελέχους, ενός από τους λίγους που δεν άλλαξε απόψεις μόλις κάθισε στην υπουργική καρέκλα και επιδίωξε να εφαρμόσει το πρόγραμμα για το οποίο ο ίδιος και οι σύντροφοί του είχαν ψηφιστεί σε δύο εκλογές μέσα σε έναν χρόνο.
Αλλά το μήνυμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε διαυγέστατο. Ψηφίζοντας τον κ. Τσακαλώτο οι σύνεδροι έδειχναν ότι αποδέχονται ως αναγκαίο κακό τις επιλογές της κυβέρνησης μετά το καλοκαίρι του 2015 και αναγνωρίζουν τις προσπάθειες του αρμόδιου υπουργού να στρέψει όσο είναι δυνατόν τα βάρη της κρίσης προς τους «κατέχοντες».
Από την άλλη πλευρά, η υποστήριξη προς τον ήδη βαλλόμενο από τη διοίκηση της Εκκλησίας αλλά και μεγάλο μέρος του μιντιακού συστήματος κ. Φίλη υπήρξε προϊόν της συλλογικής βούλησης του κόμματος της Αριστεράς να προχωρήσει η κυβέρνηση σε θεσμικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπου αυτό δεν προσκρούει σε «μνημονιακές» δεσμεύσεις.
Αυτό που διακυβεύτηκε με τον πρόσφατο ανασχηματισμό δεν είναι η αλλαγή ενός προσώπου. Αλλωστε ο Κώστας Γαβρόγλου έχει ταυτόσημες απόψεις με εκείνες του Νίκου Φίλη στο επίδικο ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Εκτός βέβαια αν αρκεί η τοποθέτηση του Κώστα Ζουράρι στη θέση του υφυπουργού προκειμένου να καταλαγιάσει το μένος των κάθε λογής Αμβρόσιων.
Το επίδικο ζήτημα υπήρξε –για μία ακόμα φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία– σε ποιο βαθμό μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένοι να «συγκυβερνούν» με θεσμούς (ή, καλύτερα, μηχανισμούς) όπως η Εκκλησία (και άλλες φορές ο Στρατός ή η Δικαιοσύνη) οι οποίοι δεν αντλούν τη νομιμοποίησή τους από την ψήφο των πολιτών αλλά από την ιστορική διαπλοκή τους με το κράτος.
Πρόκειται για το ελληνικό «βαθύ κράτος», το οποίο βλέπουμε να εξεγείρεται κάθε φορά που θίγονται τα υλικά του συμφέροντα ή απλώς διαβλέπει κάποιο κίνδυνο να αμφισβητηθούν τα κεκτημένα του.
Και αυτή τη φορά δεν τηρήθηκαν ούτε τα προσχήματα. Δεν μπορούσε κανείς να προσάψει κάτι άλλο στον αποπεμφθέντα υπουργό Παιδείας, εφόσον είχε να επιδείξει αξιόλογη αποτελεσματικότητα σε όλους τους τομείς ευθύνης του. Χρειάστηκε να προηγηθεί η συνέντευξη του κ. Ιερώνυμου στον «Σκάι», αυτό που ο κ. Φίλης ονόμασε «συμβόλαιο πολιτικού θανάτου» σε βάρος του, και η υπαναχώρηση του πρωθυπουργού μπροστά στον ωμό εκβιασμό.
Ακραία στροφή
Αλλά μ’ αυτή την επιλογή, επιβραβεύτηκε η πιο ακραία στροφή της Ιεραρχίας. Για πρώτη φορά ακούστηκαν από χείλη αρχιεπισκόπου τα περί «προβληματικού» υπουργού, τα περί «βοήθειας μόνο σε Ελληνες», τα περί «μουσουλμανοποίησης» της χώρας από τους πρόσφυγες, το «όχι» στο τζαμί που είχε εγκρίνει ο Χριστόδουλος, ενώ δεν έλειψε και η δημόσια ταύτιση με την ακροδεξιά πτέρυγα των νοσταλγών της χούντας στο εσωτερικό της Ιεραρχίας.
Οση διάθεση συνεννόησης κι αν είχε κανείς, ύστερα από αυτή τη συνέντευξη θα έπρεπε κανονικά η κυβέρνηση διά του ίδιου του πρωθυπουργού να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Κι αν έπρεπε κάποιον να αποπέμψει, αυτός θα ήταν ο κ. Καμμένος, ο οποίος δεν διέψευσε το γεγονός ότι προσφέρθηκε να ρίξει την κυβέρνηση αν του το ζητήσει ο αρχιεπίσκοπος, εξαρτώντας την πολιτική ομαλότητα από τις διαθέσεις κάποιων μητροπολιτών.
Βέβαια στην αποπομπή του κ. Φίλη –όπως και άλλων υπουργών, ιδιαίτερα του Θ. Δρίτσα, του Ν. Παρασκευόπουλου και της Σ. Αναγνωστοπούλου– συνέτειναν και οι μιντιάρχες, οι οποίοι στο περιθώριο της μάχης των συχνοτήτων φρόντιζαν να υποδεικνύουν τα κυβερνητικά στελέχη που οι ίδιοι θεωρούσαν ανεπιθύμητα.
Μάλιστα πολλοί εξέχοντες σχολιαστές ειρωνεύονταν συστηματικά τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ μετά το συνέδριο για τη σύγκληση του Πολιτικού Συμβουλίου, θεωρώντας ότι είναι πλέον όμηρος του κόμματός του.
Αλλά αυτή είναι η διαφορά της Αριστεράς (και των αριστερών κομμάτων) από τους υπόλοιπους. Μόνο η ύπαρξη αυτόνομου κόμματος, δηλαδή οργανωμένης έκφρασης των εργαζομένων, μπορεί να εξασφαλίσει και αυτόνομη πολιτική δράση, ακόμα και κάτω από τις σημερινές ακραίες συνθήκες.
Και πολύ σωστά συγκροτήθηκαν αυτά τα κομματικά όργανα. Μόνο που ο ανασχηματισμός απέδειξε ότι τα όργανα αυτά καταργήθηκαν προτού καν συγκληθούν.
Αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και το «Βήμα» προχτές επιδοκίμαζε τον ανασχηματισμό. Ως πρώην διοικητής του Αγίου Ορους, ο κ. Ψυχάρης γνωρίζει πολύ καλά ποιον και γιατί πρέπει να προσκυνάει. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι το μήνυμα της αποπομπής Φίλη μετά τον ιταμό εκβιασμό αρχιεπισκόπου και μιντιαρχών είναι προς λάθος κατεύθυνση.
Αλλο πράγμα ο σεβασμός στην Εκκλησία και άλλο η υπακοή στην ατζέντα του Αμβρόσιου και του Σεραφείμ. Τι θα συμβεί, λ.χ. μεθαύριο, όταν κάποιος από τους φονταμενταλιστές της Ιεραρχίας διαπιστώσει ότι ο νέος υπουργός Παιδείας διατηρεί λόγω καταγωγής εξαιρετικές σχέσεις με το Πατριαρχείο;
Μας αρκούσε, νομίζω, ο κ. Καμμένος. Δεν χρειαζόταν να μπει στον «πρωινό καφέ» και ο κ. Ιερώνυμος.
http://www.efsyn.gr/arthro/poios-synkyverna-ayton-ton-topo