Εντάξει, είναι ο Φίλης που «κυριάρχησε» στον ανασχηματισμό. Πολύ φυσικό, απολύτως αναμενόμενο. Και υγιές, απ’ όποια όψη κι αν το δει κανείς. Πολύ περισσότερο που η «θυσία» Φίλη, και η επ’ αυτής δημόσια συζήτηση, παρέσχε την ευκαιρία να τεθούν, επιτακτικά πλέον, επί τάπητος τα θέματα τα σχετικά με τον ρόλο της Εκκλησίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Και οι ευθύνες της Πολιτείας επ’ αυτού.Ο ανασχηματισμός όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ούτε κυρίως αυτό. Καθώς η πρωθυπουργική παρέμβαση στο κυβερνητικό σχήμα έχει αυτή τη φορά στόχο, κατεύθυνση, κέντρο βάρους. Έχει χαρακτήρα...
Οι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων περιορίζονται, συνήθως, στην ανακύκλωση προσώπων και στην ανακατανομή ρόλων. Δίχως συγκεκριμένο στίγμα, δίχως ιδιαίτερη πολιτική ουσία. Και γι' αυτό σπάνια λύνουν προβλήματα. Πολύ συχνά μάλιστα δημιουργούν περισσότερα απ’ όσα επιχειρείται να επιλυθούν. Άντε το πολύ να αντιμετωπίσουν με επιτυχία κάποιες διαπιστωμένες στην πράξη κυβερνητικές δυσλειτουργίες.
Ε, λοιπόν, ετούτος εδώ ο ανασχηματισμός (η αναδόμηση σωστότερα) δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Υπηρετεί, σχεδόν μονοδρομικά, πολύ συγκεκριμένο και απολύτως σαφή στόχο. Στρατηγικού χαρακτήρα στόχο δε. Την επιτυχή και σύντομη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης. Και από 'κει και πέρα την αντιμετώπιση των ζητημάτων του δημόσιου χρέους, την όσο γίνεται νωρίτερα ένταξη της χώρας στο καθεστώς την ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Την έγκαιρη εξασφάλιση της ανάπτυξης, την έξοδο στις αγορές. Μεγάλος στόχος, φιλόδοξος στόχος. Όμως αυτός είναι. Επ’ ονόματί του επιχειρήθηκαν οι αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, ακόμη και κάποιες, όχι λίγες, «θυσίες». Και όχι μονάχα του Νίκου Φίλη.
Γι' αυτό άλλαξαν κυβερνητικό ρόλο ή και απομακρύνθηκαν στελέχη με βαρύ κομματικό βιογραφικό. Οι περιπτώσεις του Πάνου Σκουρλέτηκαι του Θοδωρή Δρίτσα έχουν πολλά να πουν επ’ αυτού. Γι' αυτό επιστρατεύτηκαν άλλοι, κριθέντες ως καταλληλότεροι, προκειμένου να υπηρετήσουν τον συγκεκριμένο στόχο. Έτσι εξηγείται η υπουργοποίηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου, η μετάταξη του Γιώργου Σταθάκη, η επιστράτευση του Στέργιου Πιτσιόρλα. Για να μείνουμε μονάχα σε κάποιες από τις χαρακτηριστικότερες των σχετικών περιπτώσεων...
Στοχοπροσήλωση έως πόσο;
Είναι ολοφάνερο. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι, σ’ αυτή τη φάση, απολύτως «στοχοπροσηλωμένος» επί της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Και επί των παρακολουθημάτων της. Εκτιμώντας τα ως επιτακτικά επείγοντα, αλλά και ευεργετικά για το μέλλον της χώρας. Μ’ αυτόν τον άξονα προτεραιοτήτων κινείται, μ’ αυτόν λειτουργεί. Σ’ αυτή τη βάση σχεδίασε και την κυβερνητική αναδόμηση. Έχει δίκιο; Δεν έχει; Ο καθένας κατά την κρίση του.
Και είναι, θα πρέπει να πούμε, καλό πράμα η στοχοπροσήλωση για έναν πολιτικό ηγέτη, προπάντων για πρωθυπουργό. Ιδιαίτερα σε περιόδους πολύ ειδικών απαιτήσεων. Εμπεριέχει ωστόσο και παγίδες. Η σοβαρότερη των οποίων είναι να υποβαθμίσει και να υποτιμήσει την υπόλοιπη κυβερνητική θεματολογία και τις εξ αυτής ευθύνες του.
Είναι αυτό ακριβώς που έπραξε (και έπαθε) ο Κώστας Σημίτης. Όταν, απολύτως στοχοπροσηλωμένος στα δεδομένα και στα ζητούμενα της ΟΝΕ, παραμέρισε όλα τ’ άλλα. Με εγκατάλειψη των «εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων» της πρώτης του θητείας. Και με αποτέλεσμα να γίνεται οργιαστικό πάρτι σκανδάλων γύρω του κι εκείνος να κάνει πως δεν βλέπει, πως δεν ακούει, πως δεν ξέρει. Κι από την άλλη να μην ασχολείται καν με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Με τις συνέπειες που όλοι ξέρουμε και που ακόμη πληρώνουμε.
Άλλο πράμα είναι λοιπόν να θέτει ένας ηγέτης συγκεκριμένες προτεραιότητες ενδιαφέροντος, και να τις παλεύει με πάθος, και άλλο η αποκλειστικότητα της κυβερνητικής ενασχόλησης. Με τον αντίστοιχο παραμερισμό ή την αγνόηση (που οδηγεί στη θυσία) όλων των άλλων. Σήμερα μάλιστα, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη δύο τεράστιου πολιτικού βάρους εγχειρήματα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και απόλυτη αφοσίωση στην πορεία τους. Και θα είναι κρίμα κι άδικο να πέσουν παραπίσω. Πρόκειται για τον αγώνα κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής αφ’ ενός, αλλ’ αυτό με κάποιον τρόπο έχει πάρει τον δρόμο του. Έναν δρόμο που ας ελπίσουμε πως θα συνεχιστεί με τον ίδιο ζήλο, με την ίδια ορμή. Και πρόκειται επίσης (και κυρίως) για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η αναθεώρηση που ξεκίνησε πανηγυρικά και που, μ’ ευθύνη της κυβέρνησης της Αριστεράς, περνάει σήμερα από καινοτόμες διαδικασίες. Με τη συμμετοχή και του λαού στη διαμόρφωση των προτάσεων. Ε, λοιπόν, απ’ ό,τι βλέπουμε, φαίνεται πως τα πράματα δεν κινούνται, έως τώρα, με τους ρυθμούς που η κυβέρνηση φιλοδοξούσε και που όλοι περιμέναμε. Κι από την άλλη τα διατιθέμενα δείγματα γραφής, ως δείγματα προθέσεων μεταφραζόμενα, δεν είναι ιδιαιτέρως ευοίωνα. Αν τουλάχιστον επιχειρήσουμε να προβάλουμε επί της αναθεώρησης την περίπτωση Φίλη.
Είναι κάποια πράγματα, βλέπεις, με κυρίαρχο τη θεσμική «εκκαθάριση» των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας, επί των οποίων η Αριστερά δεν έχει άλλη επιλογή παρά να σταθεί όρθια απέναντι στο ιστορικό της χρέος. Η Αριστερά, η οποία έχει σήμερα θεούς και δαίμονες απέναντί της. Τους πάντες. Αλίμονο λοιπόν αν «καταφέρει» να απομακρύνει και τον κόσμο της. Αλίμονο.
Και, επιτέλους, σε τέτοια θέματα δεν έχει το περιθώριο να πει «δεν είναι τώρα ο καιρός, άστο γι' αργότερα». Γιατί αυτό το «αργότερα» μπορεί να πηγαίνει σε βάθος δεκαετίας (και αν...), και με ποιος ξέρει ποιους, τότε, συσχετισμούς.
Στα ζητήματα της αναθεώρησης του Συντάγματος και προκειμένου, προπάντων, περί θεμάτων θεσμικής αιχμής μπορεί, ξέρετε, αν πραγματικά το θέλουμε, να επικαιροποιηθεί (αλλά και να εξασφαλίσει επιτέλους δικαίωση) εκείνο το όχι και τόσο παλιό εκλογικό σύνθημα της Αριστεράς. «Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;»...
Οι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων περιορίζονται, συνήθως, στην ανακύκλωση προσώπων και στην ανακατανομή ρόλων. Δίχως συγκεκριμένο στίγμα, δίχως ιδιαίτερη πολιτική ουσία. Και γι' αυτό σπάνια λύνουν προβλήματα. Πολύ συχνά μάλιστα δημιουργούν περισσότερα απ’ όσα επιχειρείται να επιλυθούν. Άντε το πολύ να αντιμετωπίσουν με επιτυχία κάποιες διαπιστωμένες στην πράξη κυβερνητικές δυσλειτουργίες.
Ε, λοιπόν, ετούτος εδώ ο ανασχηματισμός (η αναδόμηση σωστότερα) δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Υπηρετεί, σχεδόν μονοδρομικά, πολύ συγκεκριμένο και απολύτως σαφή στόχο. Στρατηγικού χαρακτήρα στόχο δε. Την επιτυχή και σύντομη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης. Και από 'κει και πέρα την αντιμετώπιση των ζητημάτων του δημόσιου χρέους, την όσο γίνεται νωρίτερα ένταξη της χώρας στο καθεστώς την ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Την έγκαιρη εξασφάλιση της ανάπτυξης, την έξοδο στις αγορές. Μεγάλος στόχος, φιλόδοξος στόχος. Όμως αυτός είναι. Επ’ ονόματί του επιχειρήθηκαν οι αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, ακόμη και κάποιες, όχι λίγες, «θυσίες». Και όχι μονάχα του Νίκου Φίλη.
Γι' αυτό άλλαξαν κυβερνητικό ρόλο ή και απομακρύνθηκαν στελέχη με βαρύ κομματικό βιογραφικό. Οι περιπτώσεις του Πάνου Σκουρλέτηκαι του Θοδωρή Δρίτσα έχουν πολλά να πουν επ’ αυτού. Γι' αυτό επιστρατεύτηκαν άλλοι, κριθέντες ως καταλληλότεροι, προκειμένου να υπηρετήσουν τον συγκεκριμένο στόχο. Έτσι εξηγείται η υπουργοποίηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου, η μετάταξη του Γιώργου Σταθάκη, η επιστράτευση του Στέργιου Πιτσιόρλα. Για να μείνουμε μονάχα σε κάποιες από τις χαρακτηριστικότερες των σχετικών περιπτώσεων...
Στοχοπροσήλωση έως πόσο;
Είναι ολοφάνερο. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι, σ’ αυτή τη φάση, απολύτως «στοχοπροσηλωμένος» επί της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Και επί των παρακολουθημάτων της. Εκτιμώντας τα ως επιτακτικά επείγοντα, αλλά και ευεργετικά για το μέλλον της χώρας. Μ’ αυτόν τον άξονα προτεραιοτήτων κινείται, μ’ αυτόν λειτουργεί. Σ’ αυτή τη βάση σχεδίασε και την κυβερνητική αναδόμηση. Έχει δίκιο; Δεν έχει; Ο καθένας κατά την κρίση του.
Και είναι, θα πρέπει να πούμε, καλό πράμα η στοχοπροσήλωση για έναν πολιτικό ηγέτη, προπάντων για πρωθυπουργό. Ιδιαίτερα σε περιόδους πολύ ειδικών απαιτήσεων. Εμπεριέχει ωστόσο και παγίδες. Η σοβαρότερη των οποίων είναι να υποβαθμίσει και να υποτιμήσει την υπόλοιπη κυβερνητική θεματολογία και τις εξ αυτής ευθύνες του.
Είναι αυτό ακριβώς που έπραξε (και έπαθε) ο Κώστας Σημίτης. Όταν, απολύτως στοχοπροσηλωμένος στα δεδομένα και στα ζητούμενα της ΟΝΕ, παραμέρισε όλα τ’ άλλα. Με εγκατάλειψη των «εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων» της πρώτης του θητείας. Και με αποτέλεσμα να γίνεται οργιαστικό πάρτι σκανδάλων γύρω του κι εκείνος να κάνει πως δεν βλέπει, πως δεν ακούει, πως δεν ξέρει. Κι από την άλλη να μην ασχολείται καν με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Με τις συνέπειες που όλοι ξέρουμε και που ακόμη πληρώνουμε.
Άλλο πράμα είναι λοιπόν να θέτει ένας ηγέτης συγκεκριμένες προτεραιότητες ενδιαφέροντος, και να τις παλεύει με πάθος, και άλλο η αποκλειστικότητα της κυβερνητικής ενασχόλησης. Με τον αντίστοιχο παραμερισμό ή την αγνόηση (που οδηγεί στη θυσία) όλων των άλλων. Σήμερα μάλιστα, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη δύο τεράστιου πολιτικού βάρους εγχειρήματα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και απόλυτη αφοσίωση στην πορεία τους. Και θα είναι κρίμα κι άδικο να πέσουν παραπίσω. Πρόκειται για τον αγώνα κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής αφ’ ενός, αλλ’ αυτό με κάποιον τρόπο έχει πάρει τον δρόμο του. Έναν δρόμο που ας ελπίσουμε πως θα συνεχιστεί με τον ίδιο ζήλο, με την ίδια ορμή. Και πρόκειται επίσης (και κυρίως) για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η αναθεώρηση που ξεκίνησε πανηγυρικά και που, μ’ ευθύνη της κυβέρνησης της Αριστεράς, περνάει σήμερα από καινοτόμες διαδικασίες. Με τη συμμετοχή και του λαού στη διαμόρφωση των προτάσεων. Ε, λοιπόν, απ’ ό,τι βλέπουμε, φαίνεται πως τα πράματα δεν κινούνται, έως τώρα, με τους ρυθμούς που η κυβέρνηση φιλοδοξούσε και που όλοι περιμέναμε. Κι από την άλλη τα διατιθέμενα δείγματα γραφής, ως δείγματα προθέσεων μεταφραζόμενα, δεν είναι ιδιαιτέρως ευοίωνα. Αν τουλάχιστον επιχειρήσουμε να προβάλουμε επί της αναθεώρησης την περίπτωση Φίλη.
Είναι κάποια πράγματα, βλέπεις, με κυρίαρχο τη θεσμική «εκκαθάριση» των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας, επί των οποίων η Αριστερά δεν έχει άλλη επιλογή παρά να σταθεί όρθια απέναντι στο ιστορικό της χρέος. Η Αριστερά, η οποία έχει σήμερα θεούς και δαίμονες απέναντί της. Τους πάντες. Αλίμονο λοιπόν αν «καταφέρει» να απομακρύνει και τον κόσμο της. Αλίμονο.
Και, επιτέλους, σε τέτοια θέματα δεν έχει το περιθώριο να πει «δεν είναι τώρα ο καιρός, άστο γι' αργότερα». Γιατί αυτό το «αργότερα» μπορεί να πηγαίνει σε βάθος δεκαετίας (και αν...), και με ποιος ξέρει ποιους, τότε, συσχετισμούς.
Στα ζητήματα της αναθεώρησης του Συντάγματος και προκειμένου, προπάντων, περί θεμάτων θεσμικής αιχμής μπορεί, ξέρετε, αν πραγματικά το θέλουμε, να επικαιροποιηθεί (αλλά και να εξασφαλίσει επιτέλους δικαίωση) εκείνο το όχι και τόσο παλιό εκλογικό σύνθημα της Αριστεράς. «Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;»...
εφημερίδα Αυγή