«Σύριζα» στην εξουσία πέρασε η ριζοσπαστική Αριστερά. Πιθανότατα τα περισσότερα στελέχη της Κουμουνδούρου ανακουφίστηκαν που δεν κατέκτησε το κόμμα τους την πρώτη θέση. Μπορούσε, όμως, να κερδίσει; Μόνο με θαύμα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα
για τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν υπήρχε ο χρόνος για να χωνευτούν ομαλά τα νέα δεδομένα. Και εξηγούμαι: Απογειώθηκε από το 4,6% στο 27% μέσα σ’ ένα μήνα. Δεν υπάρχει προηγούμενο ανάλογης εκτίναξης ενός κόμματος ούτε στην Ελλάδα ούτε στην.........
Ευρώπη. Ωστόσο αυτή η αλλαγή παραστάσεων, η μετάβαση δηλαδή από την κατηγορία «φτερού», στην κατηγορία «βαρέων βαρών» ήταν απότομη και είχε συνέπειες.
Το πολιτικό προσωπικό του είχε μάθει να λειτουργεί σε άλλες συνθήκες και δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει σε σύντομο χρόνο τα προσόντα που απαιτούνται για να κυβερνηθεί μια δύσκολη, από κάθε άποψη, χώρα. Το πρόγραμμά του ήταν σχεδιασμένο για να ικανοποιεί τις επιθυμίες της ριζοσπαστικής πτέρυγας του και να καλύπτει τις προσδοκίες των ακτιβιστικών ομάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό του. Η επικαιροποίηση των θέσεων του κόμματος, που επιχειρήθηκε στο «παρά πέντε» των εκλογών ήταν φιλότιμη και φιλόδοξη, όχι όμως επαρκής, και το κυριότερο δεν κατάφερε να διασκεδάσει τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες των μικροαστικών στρωμάτων. Η πολυσυλλεκτικότητα του ήταν αξιοσημείωτη, δεν ήταν όμως αρκετή για να του δώσει τη νίκη.
Από ένα μέτωπο συνιστωσών ποικίλων ιδεολογικών προελεύσεων και διαφορετικών πολιτικών ταχυτήτων μετατράπηκε άρον-άρον σε ενιαίο σχήμα. Δόθηκε, έτσι, η εντύπωση ότι ήταν μια πράξη σκοπιμότητας για το μπόνους των 50 εδρών. Κινήθηκε σ’ ένα κατάφωρα εχθρικό περιβάλλον [διεθνές και εγχώριο] που χρησιμοποίησε όλα τα όπλα για να προβοκάρει τις απόψεις του και να χειραγωγήσει το εκλογικό ακροατήριο. Δεν είχε την υποστήριξη Μέσων Ενημέρωσης με σημαντικό εκτόπισμα και δυνατότητα επηρεασμού των πολιτών. Η απουσία εμπειρίας για μάχες εκ του συστάδην στις «τηλεοπτικές αρένες» ήταν σε μερικές περιπτώσεις εμφανής. Πρώτη φορά έκανε προεκλογική εκστρατεία κυβερνητικού κόμματος, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του μηχανισμούς εξουδετέρωσης της γκρίζας προπαγάνδας των αντιπάλων του.
Δέχθηκε πιέσεις από παντού, κυρίως για θέσεις που είχε διατυπώσει σε προγενέστερο χρόνο χωρίς να μπορέσει να δημιουργήσει αντίβαρα. Είχε απέναντι του όλα τα κόμματα. Από τα δεξιά του τον κατηγορούσαν για ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμό, ενώ από τ’ αριστερά του τον εγκαλούσαν για οπορτουνισμό, συμβιβασμούς και εκπτώσεις προκειμένου να γίνει αρεστός στις δυνάμεις του συστήματος. Δεν κατάφερε να αποκρούσει τα βρώμικα χτυπήματα που του έρχονταν από πολλές πλευρές (επιχειρηματίες απειλούσαν τους εργαζόμενους ότι θα μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους σε άλλες χώρες αν κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, ιεράρχες καλούσαν από τον άμβωνα τους πιστούς να μην ψηφίσουν τους κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ).
Η πολυφωνία των παραγόντων του για κρίσιμα ζητήματα προκάλεσε σύγχυση στους πολίτες και οι αμφίσημες δηλώσεις για το θέμα του ευρώ ενίσχυσαν το κλίμα φόβου που, συστηματικώς, καλλιεργούσαν η Νέα Δημοκρατία και οι ξένοι δανειστές.
Από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαχειριστεί το υψηλό εκλογικό ποσοστό που απέσπασε. Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Όσο πιθανό είναι να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση, άλλο τόσο πιθανό είναι, αν η ηγεσία του δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να απογοητευθούν πολλοί εκ των ψηφοφόρων του και, κυρίως, εκείνοι που δεν «τσίμπησαν» στα τρομοκρατικά διλήμματα και επένδυσαν τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ.