Του Σταύρου Χριστακόπουλου
( Από το ποντίκι)
Καθώς η προεκλογική εμποροπανήγυριςτελειώνει σήμερα το βράδυ, πολύ λίγα θα μας μείνουν στη μνήμη από όσα ειπώθηκαν στη διάρκειά της. Όχι μόνο επειδή τα περισσότερα αποτελούσανφθηνούς συστημικούς και μιντιακούς εκβιασμούς με στόχο τη φοβική ψήφο των Ελλήνων, αλλά κυρίως διότι ελάχιστα ειπώθηκαν για το μέλλον της χώρας. Ανάθεμα αν κατάλαβαν οι ταλαίπωροι κάτοικοι αυτής της χώρας τι καλούνται νααντιμετωπίσουν από την επομένη των εκλογών και ύστερα.
Όλα περιστράφηκαν γύρω από το αποτέλεσμα της κάλπης αφήνοντας ένα τεράστιο κενό σε όλα όσα αφορούν την προοπτική της Ελλάδας από τη Δευτέρα και μετά.
Ελάχιστοι τελικά πήραν μια ιδέα από την έξαρση της κρίσης στην ευρωζώνη, αφού και αυτό ακόμη υπήρξε... αντιδημοφιλές θέμα στα κυρίαρχα ΜΜΕ και στα κόμματα, τα οποία προτίμησαν να κάνουν τις δικές τους, ποικίλες προπαγανδιστικές προβολές στο... εκλογικό αποτέλεσμα.
Παρά ταύτα, δεν υπήρξε πλήρες κενό. Διατυπώθηκαν
και μερικά πράγματα ουσίας. Ας τα δούμε και, κυρίως, ας τα κρατήσουμε και μετά τις εκλογές.
Γυμνή...
Σημειώνουμε κατ’ αρχάς μια εξαίρετη περιγραφή του Σταύρου Λυγερού στην «Καθημερινή». Ο πολύπειρος αναλυτής περιέγραψε εύστοχα ως συγκρουόμενα εκλογικά μέτωπα το «αντιμνημόνιο» και το«αντιΣΥΡΙΖΑ». Δύο «αντί». Ουδέν αληθέστερον!
Θα πρέπει μάλιστα να συνεκτιμηθεί η άποψη ενός επίσης πολύπειρου πολιτικού (πραγματικού, με σάρκα και οστά, και όχι... φανταστικού, όπως αυτοί τους οποίους επινοούν διάφοροι αρθρογράφοι για να μην προσυπογράψουν... οι ίδιοι τις απόψεις τους), ο οποίος σημειώνει το εξής:
«Από τη μια το κλίμα αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, αυτή την ώρα τουλάχιστον, το εκφράζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας. Το αντίπαλο δέος, η Ν.Δ., εκφράζει τον φόβο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα. Συνεπώς οι πρωταγωνιστές των εκλογών, είτε θετικά είτε αρνητικά, θα είναι... ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας»!
Η παρατήρηση αυτή, για κάθε νοήμονα, δεν είναι έπαινος για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, όπως ίσως φαίνεται με την πρώτη ματιά. Είναι απλώς η απόδειξη της γύμνιας της Ν.Δ., η οποία, όλες αυτές τις ημέρες, αποφεύγοντας ή αδυνατώντας να δώσει ίχνη ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης της κρίσης και της χώρας, προτίμησε να επιδοθεί σε ένα απίστευτο μπαράζ δυσφήμησης του αντιπάλου της. Και, πολλές φορές, να συρθεί στο όριο της γελοιότητας.
Τα πολιτικά δεδομένα της περιόδου υποδεικνύουν ότι η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε πράγματι να είναι όχι μόνο σκληρή, αλλά και απολύτως ρεαλιστική. Δεν είναι δύσκολο να βρεις αμέτρητα τρωτάσημεία σε ένα κόμμα το οποίο εκτινάχθηκε ξαφνικά, χωρίς καν να το ελπίζει ή να το επιδιώκει, μέσα σε έναν μήνα, από το 4% σε επίπεδα άνω του 25%, τα οποία αναμένεται να κατακτήσει την Κυριακή.
Η Ν.Δ. ωστόσο δεν επέλεξε αυτόν τον δρόμο, τον πολιτικά και εθνικά ωφέλιμο και δημιουργικό, αλλά περιορίστηκε στην άνευ ενδοιασμών συκοφάντηση για έναν και μόνο λόγο: διότι, όσο και αν «καταγγέλλει» τον ΣΥΡΙΖΑ για μύρια όσα – απίστευτα, απίθανα και ενίοτε γελοία –, δεν μπορεί να κρύψει ότι η ίδια είναι πολιτικά, προγραμματικά και οραματικά γυμνή. Θεόγυμνη...
Επίσης δεν μπορεί να κρύψει ότι δεν έχει να «πουλήσει» ούτε καν στοιχειώδη ελπίδα. Γι’ αυτό άλλωστε κατέληξε να εμπορεύεται τον φόβο, παραβλέποντας προφανώς – ίσως από καθαρή πολιτική ασχετοσύνη ή από καιροσκοπισμό – ότι η σημερινή ψήφος φόβου αύριο θα καταλήξει σε οργισμένη απόρριψη.
Αντίθετα από τις προσδοκίες της, κατάφερε απλώς να αναδείξει τον αντίπαλό της σε νικητή – αν όχι αυτών των εκλογών, κατά πάσα βεβαιότητα των επόμενων. Παράλληλα η ίδια άφησε να χάσκει ένα τεράστιοπολιτικό κενό, το οποίο, σε περίπτωση είτε εκλογικής είτε κυβερνητικής αποτυχίας της, θα πληρώσει πανάκριβα όχι μόνο στο επίπεδο της ηγεσίας, αλλά και σε αυτό της φυσιογνωμίας, της ταυτότητας και της ίδιας της ύπαρξής της.
Ήδη, άλλωστε, τα ναζιστικά εμέσματα καραδοκούν προσδοκώντας να χτίσουν έναν κοινωνικό εφιάλτηπάνω στα πολιτικά και κοινωνικά ερείπια μιας αποτυχίας της θεσμικής Δεξιάς. Αυτά όμως είναι πολύ «ψιλά γράμματα» για τα πολιτικώς και εθνικώς ολίγιστα επιτελικά στελέχη της σημερινής Ν.Δ.
Η πολιτική ανεπάρκεια της Ν.Δ.
Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια αυτών των εκλογών έχει ειπωθεί από το στόμα του Τσίπρα και μάλιστα κατ’ επανάληψη: ότι δεν μπορεί να σταθεί ούτε για λίγους μήνες μια κυβέρνηση η οποία δεν θα έχει μαζί της τον ελληνικό λαό, ετοιμοπόλεμο και αποφασισμένο να την υπερασπιστεί.
Βεβαίως ο Τσίπρας εκφράζει αυτήν την άποψη για την πιθανότητα να υπάρξει από Δεύτερα μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αυτό ισχύει για οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές;
Εκεί ακριβώς βρίσκεται ίσως το πολιτικό ζήτημα της χώρας. Στο ότι ο μοναδικός εγγυητής της πολιτικής ομαλότητας, της κυβερνητικής επιτυχίας, αλλά και της εθνικής επιβίωσης, είναι ο ίδιος ο λαός. Κανείςάλλος.
Όχι επειδή ο ελληνικός λαός είναι... τέλειος, αδιάφθορος ή σοφός, αλλά διότι, απλούστατα, αυτός είναι τοαντικείμενο του αθλιότερου πολιτικού και οικονομικού «πειράματος» στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες, αλλά και το υποκείμενο της όποιας πολιτικής μεταβολής – απόρριψης, ανασύνθεσης, εξέγερσης ή υποταγής. Είναι αυτός που θα αποφασίσει ποιος θα υπάρξει πολιτικά και σήμερα και στο μέλλον – τουλάχιστον όσο υπάρχει η... δημοκρατία.
Και στο πεδίο αυτό, λοιπόν, η Ν.Δ. έχει αποτύχει... προκαταβολικά καθώς δεν ζήτησε μια θετική, οραματική ψήφο, μια ψήφο αντίστασης και επιβίωσης σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, μια ψήφο διεξόδου και ανασυγκρότησης στο μακροπρόθεσμο.
Δεν ζήτησε μια ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά, αντιθέτως, μια ψήφο άρνησης του αθλίως συκοφαντούμενου αντιπάλου της, ψήφο φόβου, εγκλεισμού στους χειρότερους κοινωνικούς εφιάλτες. Εν τέλει την ψήφο του ελληνικού λαού δεν τη διεκδίκησε: την εκβίασε και επιχείρησε – με αποτέλεσμα που θα φανεί την Κυριακή – να την υφαρπάξει.
Δεν είναι ανεξήγητη η τακτική της. Αντιθέτως, είναι εύκολα ερμηνεύσιμη:
● Αδυνατεί να προβάλει ένα θετικό όραμα, στερούμενη στόχων, αναλύσεων, στρατηγικής.
● Με την «αντιΣΥΡΙΖΑ» τακτική της αναγνωρίζει εκ των προτέρων – πριν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ την κατακτήσει! – την πολιτική υπεροχή του αντιπάλου της, έστω και αν αυτή αποδειχθεί συγκυριακή.
● Είναι η μία από τους δυο μεγάλους ηττημένους των εκλογών της 6ης Μαΐου, αφού με την ασυνάρτητη πολιτική της κατάφερε, χωρίς καν να κυβερνήσει, να καταστεί συνυπεύθυνη για τα πολιτικά εγκλήματα του Παπανδρέου και των επιτελών του, αλλά και να απολέσει μέσα σε ένα μήνα το πολιτικό πλεονέκτημα που «έχτιζε» επί δύο χρόνια.
Τα ερωτήματα
Ως εκ τούτων – και πολλών ακόμη άλλων, που δεν είναι της παρούσης – γεννώνται μια σειρά ερωτήματα, στα οποία η απάντηση είναι αμφίβολο, έως αδύνατον, να δοθεί από τη Νέα Δημοκρατία τόσο σήμερα όσο και την επομένη των εκλογών, αν τελικά αυτή είναι η νικήτρια της κυριακάτικης αναμέτρησης. Ας δούμε τα σημαντικότερα:
1. Πώς θα κυβερνήσει μια καθημαγμένη χώρα δίχως οδικό χάρτη επιβίωσης του ελληνικού λαού;
2. Πώς θα διαχειριστεί μια κοινωνία κατεστραμμένη, οργισμένη, τυφλωμένη από την απόγνωση και χωρίς ελπίδα;
3. Πώς θα καταφέρει να συγκεράσει τα πολλά αντικρουόμενα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που τη διαπερνούν, αλλά και τις σφοδρά συγκρουόμενες προσωπικές φιλοδοξίες στο εσωτερικό της, ώστε να βρει, έστω, πολιτικό βηματισμό;
4. Πώς, χωρίς αυθόρμητη λαϊκή στήριξη, αλλά με προίκα τον φόβο και την εκβιασμένη ψήφο, θα είναι ισχυρή και αξιόπιστη έναντι ενός σκληρού ευρωσυστήματος, το οποίο δείχνει μάλιστα, αν πιστέψουμε την ίδια τη Ν.Δ., να ετοιμάζεται για την εξώθηση της Ελλάδας στην περίπτωση της οικονομικής ή πολιτικής αποτυχίας της;
5. Πώς η ίδια, χωρίς τη λαϊκή «προίκα», εμπιστοσύνη και στήριξη, θα αντισταθεί στο ναζιστικό έκτρωμα αν τα πράγματα πάνε στραβά;
Απουσία εθνικού οράματος
Η κυρίαρχη λογική υποδεικνύει ότι αυτή την ώρα, σε αυτή τη συγκυρία, ο αδύναμος κρίκος στο εκλογικό δίπολο – υπό την έννοια της απειρίας, της έλλειψης προετοιμασίας, συνοχής και συγκρότησης, της απουσίας συγκροτημένου προγράμματος, στρατηγικού σχεδιασμού και της πανσπερμίας απόψεων – είναι οΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, ποια από τις βασικές αδυναμίες και τα ελαττώματα του κόμματος της Αριστεράς δεν διαπερνά και δεν χαρακτηρίζει την κυρίαρχη κομματική έκφραση της Δεξιάς;
Προφανώς οι πολιτικές παρατάξεις της χώρας, παρά τα εμφανή σημάδια αποσύνθεσης των έως πρότινος ισχυρών κομματικών σχηματισμών τους, θα ανασυντεθούν.
● Ήδη στην Κεντροαριστερά η πρώτη διερευνητική εντολή ανατέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, με τη ΔΗΜΑΡ στο πλάι του να διεκδικεί σταθερά μερίδιο από τα ερείπια του ΠΑΣΟΚ, το οποίο με τη σειρά του θα διεκδικήσει την επιβίωσή του, έστω σε πολύ χαμηλότερα επίπέδα από αυτά που γνωρίζαμε. Η κατάληξη είναι άδηλη, ωστόσο η πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα δεδομένη. Η τυχόν αποτυχία του δεν είναι προφανές τι θα μπορούσε να τροφοδοτήσει.
● Στην Κεντροδεξιά τα πράγματα είναι λίγο πιο... δύσκολα, καθώς η προϊούσα ρευστοποίηση της παράταξης, προς το παρόν, συγκαλύπτεται από την εκλογική σύμπραξη διαφόρων συνιστωσών της, οι οποίες είναι αμφίβολο αν μπορούν να συνυπάρξουν μετά τις εκλογές, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος.
Παράλληλα όμως η Ν.Δ. αντιμετωπίζει τον θανάσιμο κίνδυνο, σε περίπτωση πολιτικής καταβαράθρωσης και διάλυσης, να ανασυντεθεί με τους όρους της ναζιστικής Άκρας Δεξιάς.
Έχοντας προ πολλού χάσει τη δυνατότητα της μεταχουντικής Ν.Δ. να συστεγάζει, να κατευνάζει και νασυνθέτει τις αντικρουόμενες συνιστώσες της Δεξιάς και να απορροφά τους κραδασμούς από τις ιδεολογικές και πολιτικές ενδοπαραταξιακές συγκρούσεις, η σημερινή Ν.Δ. μοιάζει περισσότερο με πεδίο μάχης παρά με χώρο ικανό να ανασυνθέσει σε μια κοινή ταυτότητα τα ρεύματα που τη διαπερνούν.
Η σκληρή πραγματικότητα υποδεικνύει πως εν τέλει, μακροπρόθεσμα, η πολιτική επιβίωση των πολιτικών σχηματισμών μπορεί να στηριχθεί μόνο στη λαϊκή ανοχή και εμπιστοσύνη. Αυτή όμως δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ένα εθνικό όραμα ανασυγκρότησης και επιβίωσης της χώρας – το οποίο, αυτή την κρίσιμη ώρα, μοιάζει με όνειρο θερινής νύχτας...